Είναι η στιγμή του, η ώρα που το πρόσωπο αποκτά επώνυμο. Η φάτσα του, έχεις την αίσθηση, βρίσκεται παντού. Πρωταγωνιστεί σε blockbuster όπως το Creed και το Ant-Man and the Wasp: Quantumania, ερμηνεύοντας δύο ρόλους «κακών» με θαυμαστή αρτιότητα. Κέρδισε χειροκρότημα και εντυπώσεις στο πρόσφατο Sundance Festival παίζοντας έναν κατεστραμμένο «μποντιμπιλντερά». Θα υποδυθεί τον Ντένις Ρόντμαν σε ταινία που θα βγει προσεχώς, το σημειώσαμε ήδη στα «δεν χάνεται». Γίνονται σκόνη στη λήθη τα «ρε πού τον ξέρω αυτόν, πού έπαιζε». Γεννιέται αυτό που συνοψίζουμε ως «σταρ». Με την αυθεντική έννοια του όρου, όχι αυτή που δίνουμε σε εγχώρια «φιντάνια». Τζόναθαν Μέιτζορς, καλώς όρισες. Κι αυτή είναι μόνο η αρχή.
Κι εδώ έρχεται το ακόμα πιο ενδιαφέρον με την περίπτωσή του. Το παλικάρι δεν είναι μόνο μπράτσα που πετάξαμε μπροστά στην οθόνη να τραβάνε το μάτι, να ταιριάζουν με το γενικότερο κάδρο και ΟΚ, αυτό είναι όλο. Παίζει καλά. Πολύ καλά. Με συναίσθημα, εκφραστικότητα, βάθος. Στην υποκριτική του χρησιμοποιεί εργαλεία που απέκτησε μέσω της καθημερινότητάς του, των ιστοριών του. Ρίχνει γροθιά (sic) στους εύκολους χαρακτηρισμούς που κατά κανόνα συνοδεύουν ανθρώπους με τη «μάτσο» εμφάνισή του.
Κάθε άνθρωπος είναι πολλά όχι απλώς ένα(ς). Κι αυτός κάνει σαματά με την καλή έννοια, μας βγάζει νοκ άουτ, ξανά με την καλή έννοια. Σκάρτα πέντε χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη του ταινία (Hostiles) και η πορεία του είναι φρενήρης. Ειδικά μετά το The Last Black Man in San Francisco, το 2019, όταν και τον ανακάλυψε μεγάλη μερίδα του κόσμου, θεατές και του χώρου του. Έχει παίξει τον πιλότο, τον cowboy, τον φιλαράκο τον καλό. Έχει δουλέψει με τους Ίντρις Έλμπα, Πολ Ρουντ και Σπάικ Λι. Προτάθηκε για Εmmy για το ρόλο του στη σειρά Lovecraft Country του HBO. Και τα δύο κολλητά blockbuster ήρθαν να απογειώσουν την καριέρα του.
Κάνει το Creed III να αξίζει, γίνεται ο Κατακτητής της καρδιάς των θεατών
Στο «μαρβελικό» σύμπαν του Ant-Man παίζει τον Kang the Conqueror, τον super villain για τον οποίο (θα) μιλάνε όλοι. Στο Creed III, που βγήκε πια και στις δικές μας αίθουσες, υποδύεται τον Ντάμιαν Άντερσον, παιδικό φίλο του Άντονις Κριντ. Άλλοτε μεγάλο ταλέντο του μποξ, βγαίνει από τη φυλακή μετά από χρόνια και φέρνει τον Κριντ μπροστά σε ένα μεγάλο δίλημμα που τον αναγκάζει να ξανανέβει στο ρινγκ. Δεν είναι ένα φιλμ που θα δεις κάτι που δεν περιμένεις, βασικά όλα τα καλά κλισέ είναι «εδώ». Όμως αν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει την ταινία από τις υπόλοιπες του είδους, είναι η υποκριτική του.
Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, συμπρωταγωνιστής του, σκηνοθέτης του και αντίπαλός του στο Creed III, έχει πει πως ήθελε τον Μέιτζορς και μόνο τον Μέιτζορς γι’ αυτό το ρόλο. Τον είχε δει στο The Last Black Man in San Francisco και είχε ξετρελαθεί. Δεν ξέρουμε αν δώσανε ραντεβού για να τα πούνε στο αγαπημένο… χαμάμ του Μέιτζορς, που βρίσκεται στο Μανχάταν, και συχνά πυκνά ορίζει ως τόπο για επαγγελματικά μίτινγκ – του αρέσει, ποιοι είμαστε εμείς για να τον κρίνουμε; Ξέρουμε με σιγουριά, το είδαμε, πως βρήκαν χημεία. Έβγαλαν εις πέρας δύσκολες σκηνές, πολύ απαιτητικές και σωματικά εξοντωτικές, συχνά και επικίνδυνες. Ακριβώς επειδή αφέθηκαν, έντυσαν με εμπιστοσύνη τη σχέση τους.
Ο πατριός ως πηγή έμπνευσης, τα δύσκολα παιδικά χρόνια του Μέιτζορς
Για να παίξει το ρόλο ο Μέιτζορς εμπνεύστηκε τα μέγιστα από τον πατριό του, ο οποίος πέρασε 15 χρόνια στη φυλακή πριν παντρευτεί τη μητέρα του. Αυτός έπαιζε American football και ήταν πολύ κοντά στο να γίνει παίκτης των Ντάλας Κάουμποϊς πριν μπλέξει και καταλήξει πίσω από τα σίδερα. Ο 33χρονος ηθοποιός είχε λοιπόν από πρώτο χέρι γνώση του τι συνέπειες έχει το να ματαιώνεσαι πριν καν προλάβεις να αρχίσεις να ζεις το όνειρό σου – όπως ο Ντάμιαν του φιλμ. «Ήταν εντυπωσιακός, αλλά και αρκετά κατεστραμμένος. Ένιωσα πως μέσω του Ντάμιαν είχα την ευκαιρία να πω μέρος της ιστορίας του. Ξέρετε, έζησα τα βάσανα του. Είδα το φως στα μάτια του, αλλά είδα και τον κίνδυνο», έχει πει, ενώ για να νιώσει ακόμα πιο κοντά στο χαρακτήρα του έδωσε το επώνυμο της μητέρας του – Άντερσον.
Η τέχνη δεν ήταν φαινομενικά ο προορισμός του. Μεγάλωσε κοντά στη φάρμα του παππού του στο Τέξας. Η μητέρα του ήταν πάστορας και ο πατέρας του, στρατιωτικός στην Αεροπορία, τους παράτησε ένα πρωί όταν ο Τζόναθαν ήταν 5 ετών. Θα εμφανιζόταν μετά ξανά από 17 ολόκληρα χρόνια – ο γιός του τελικά τον συγχώρησε. Μετά από τέτοιο σοκ δεν προξενεί εντύπωση πως πέρασε ταραγμένα χρόνια. Ναι, λόγω της μαμάς του, περνούσε αρκετό χρόνο στην εκκλησία ή διαβάζοντας τη Βίβλο, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν μαλάκωνε το «μέσα» του. Έμπλεκε σε καυγάδες, έκανε κακές παρέες, επιδιδόταν σε μικροκλοπές, έτρωγε τη μία τιμωρία μετά την άλλη στο σχολείο, μια περίοδο έφυγε και από το σπίτι, κοιμόταν στο αυτοκίνητο μετά από ένα καυγά με τον πατριό του (ναι αυτόν που αργότερα θα γινόταν πηγή έμπνευσής του…).
Η τέχνη ως διέξοδος, ο νέος τόπος που τόσο αναζητούσε
Ένα θεατρικό έργο (Topdog/Underdog) του άλλαξε τη ζωή. Τον συνεπήρε η ιστορία δύο αδελφών που περνάνε τις μέρες τους ανταγωνιζόμενοι ο ένας τον άλλον με την ελπίδα να βγουν από τα στενά όρια του διαμερίσματος τους. Το να είσαι μόνος και περιορισμένος, αυτό ήταν κάτι που μπορούσε απόλυτα να ταυτιστεί. Το είχε νιώσει. Ένιωθε σαν λιοντάρι σε κλουβί και ήθελε να βρει μια διέξοδο. Να δει, να κάνει νέα πράγματα. Να γνωρίσει τον κόσμο.
Αυτός ο νέος τόπος γι’ αυτόν ήταν η υποκριτική. Συγκλονίστηκε όταν είδε το πώς έπαιξε ο αείμνηστος Χιθ Λέτζερ τον Τζόκερ στο Dark Knight του Κρίστοφερ Νόλαν, με πόσο λεπτές και αριστουργηματικές αποχρώσεις απέδωσε έναν εγκληματία με διττό χαρακτήρα, στα άκρα του καλού και του κακού. Θέλησε να γίνει ηθοποιός για να εμπνεύσει άλλους, ακριβώς όπως ο Λέτζερ αυτόν. Κανόνισε οντισιόν σε δραματική σχολή. Στις εξετάσεις, επέλεξε ένα απόσπασμα από το Topdog/Underdog. Τον δεχτήκανε με τη μία…
Ρίχτηκε με ενθουσιασμό στο αντικείμενο. Με πάθος για μάθηση, με αστείρευτη όρεξη να δει πόσο καλός μπορεί να γίνει. Μεταξύ άλλων στη σχολή είχαν μάθημα κλόουν. Από τα πιο δύσκολα, λένε αυτοί που ξέρουν. Φέρνει στα όρια τους σπουδαστές, σωματικά και ψυχικά, τους ωθεί να βγάλουν πράγματα από μέσα τους, που συχνά αγνοούν πως έχουν. Αρίστευσε. Αντλώντας το μέγιστο από την εμπειρία.
Γίνεται ο ρόλος του στο 100% και μετά πάει παρακάτω
Παίζει δυνατούς, κάποιες φορές σκληρούς, αλλά πάντα χαρακτήρες που έλκουν το θεατή. Γουστάρει αυτό που ζει. Βλέπει παιδάκια ντυμένα με τη στολή του Kang και τον βλέπεις, πραγματικά το χαίρεται. Όταν παίζει δεν θέλει να νιώθει πως εργάζεται εκείνη τη στιγμή. Δεν κοιτάει τον καμεραμάν, επιζητά να του βγει φυσικά ο ρόλος.
Δεν βλέπει ποτέ τις ταινίες του όταν τελειώσουν, κλείνει το κεφάλαιο και προχωρά στο επόμενο. Για να μην αποσπάται, για να κοιτάει πάντα μπροστά, γιατί θεωρεί πως «το τελικό προϊόν δεν είναι δικιά μου δουλειά». Δικιά του υποχρέωση θεωρεί πως είναι αποκλειστικά να πει την πλήρη και αληθινή ιστορία του χαρακτήρα του. Μπαίνει 100% σε αυτό(ν). Απαξ και το κάνει αυτό, θεωρεί πως δεν έχει άλλο να δώσει.
Η λατρεία για τη μουσική και την ποίηση, η ανθρώπινη επαφή
Έχει ολόκληρη συλλογή από πήλινες κούπες, του θυμίζει κάτι που του έλεγε η μητέρα του, ότι αυτός και μόνο αυτός μπορεί πραγματικά να γεμίσει με περιεχόμενο το ποτήρι της δικής του ζωής. Ας το δούμε σαν τη θεωρία του μισοάδειου και του μισογεμάτου, για να βγάζει περισσότερο νόημα. Το δημιουργικό του κομμάτι δεν εξαντλείται στην ηθοποιία, λατρεύει τη μουσική και ακόμα περισσότερο την ποίηση. Απαγγέλει συχνά ποιήματα στις δημόσιες εμφανίσεις του.
«Μόνο αν υπάρχουν άγγελοι στο κεφάλι σου μπορεί, ίσως, κάποια στιγμή να δεις έναν», λέει ένας στίχος που συχνά απαγγέλει. Το αγαπημένο του ποίημα είναι το «Φαντάζομαι του Θεούς» του Τζακ Γκίλμπερτ. Σε αυτό, ο αφηγητής βλέπει να του προσφέρονται υψηλά δώρα από ανώτερες δυνάμεις, σοφία και φήμη. Αλλά αντί αυτού ζητάει εφήμερες χαρές. Ένα νόστιμο φαγητό. Την ικανότητα να αγαπά. Την ικανότητα να αποτυγχάνει. «Δίδαξε με να είμαι θνητός, φόβισε με/ στο σήμερα», ο στίχος που ξεχωρίζει.
Το πόσο τολμηροί μπορούμε να γίνουμε οι άνθρωποι, το πόσο ταπεινοί επίσης, αυτό θεωρεί πως είναι το δίδαγμα. Και θέλει να χρησιμοποιεί την ενέργεια του για να βοηθάει τον εαυτό του και τους γύρω του, ειδικά τη μικρή του κόρη. Μωρέ σαν πολύ καλός είναι αυτός ο τύπος που παίζει συνέχεια τον κακό!
Photo Credits: Shutterstock