Ο Μαν Ραίη, που ήταν διάσημος για την ανάμιξή του στα κινήματα του ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού και τον τρόπο του να μεταμορφώνει ακόμα και τα πιο απλά και καθημερινά πράγματα, ζούσε πάντα παράλληλα στην πραγματικότητα και πάνω από αυτήν.

Ο νεαρός από την Πενσυλβάνια, που μεγάλωσε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, έγινε διάσημος για τις φωτογραφίες του, αν και όπως είχε πει ο ίδιος «η φωτογραφία δεν είναι τέχνη» αποδεχόμενος ότι θα τραβούσε μόνο πράγματα που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει.

Το πρώτο editorial μόδας, του Μαν Ραίη απεδείχθη σκέτη καταστροφή. Ήταν πίσω στο 1922, όταν ο διάσημος καλλιτέχνης, είχε μόλις φτάσει στο Παρίσι και όλα του τα υπάρχοντα περιορίζονταν σε μια βαλίτσα και 100 δολάρια. Πλημμυρισμένος από ένα γλυκό συνονθύλευμα  ονείρων και αυτοπεποίθησης, φιλοδοξούσε να γίνει το επόμενο λαμπρό πρόσωπο του ντανταϊσμού, δίπλα στον Ντυσάν και τον Αντρέ Μπρετόν.

Η εμπειρία του στη φωτογραφία ήταν πολύ μικρή, παρόλα αυτά, η τραγική του οικονομική κατάσταση τον ώθησε να συμφωνήσει να φωτογραφήσει μοντέλα για τον Γάλλο σχεδιαστή Πωλ Πουαρέ. Όμως, οι ελλιπείς του γνώσεις τον πρόδωσαν, τα φώτα δεν ήταν σωστά και τα ηλεκτρικά έσπασαν στο πλατό. Στον Πουαρέ δεν άρεσαν οι φωτογραφίες και έτσι αρνήθηκε να πληρώσει για αυτές.

Όπως ήταν φυσικό, οι φωτογραφίες αυτές δεν είδαν ποτέ το φως της δημοσιότητας, αποτέλεσαν όμως ένα από τα πρώιμα βήματα του καλλιτέχνη. Η επιμελήτρια της νέας έκθεσης στο MoMu της Αμβέρσας, θεωρεί ότι μεταξύ της μόδας και του Ραίη υπήρχε μια αμοιβαία επωφελής, αμφίδρομη σχέση: «η επιθυμία του να γίνει αποδεκτός ως ζωγράφος σήμαινε ότι απέρριψε το έργο του ως φωτογράφος μόδας και της φωτογραφίας συνολικά. Ωστόσο, ήταν ευχαριστημένος με αυτά τα πλάνα, ευχαριστημένος με αυτό που είχε δημιουργήσει».

Ο Μαν Ραίη, συνέχισε να τραβάει πορτρέτα προσώπων της παριζιάνικης υψηλής κοινωνίας, αλλά και να πραγματοποιεί φωτογραφίσεις μόδας για περιοδικά. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του στη φωτογραφία, είχε αναπτύξει τις δικές του τεχνικές, παίζοντας με το φυσικό φως (έκθεση μιας μερικώς αναπτυγμένης φωτογραφίας στο φως για να δημιουργήσει ένα σκοτεινό περίγραμμα) και τις διπλές εκθέσεις.

Και μπορεί να αντιμετώπιζε τις φωτογραφίσεις ως αναγκαίο κακό για να επιβιώσει, όμως ήταν εκείνες που του επέτρεπαν να επιβιώνει καλλιτεχνικά, μετατρέποντας τα κοινά αντικείμενα σε έργα τέχνης μέσα από τη σουρεαλιστική του ματιά, που τον καθόρισε και τον χαρακτήρισε. Δύο παράλληλοι κόσμοι, το όνειρο και η πραγματικότητα, που συναντιόντουσαν από ανάγκη και όχι από επιλογή.

Η έκθεση στο MoMu, φιλοδοξεί να συνθέσει από την αρχή την πλούσια καριέρα ρου Μαν Ραίη, από τη δεκαετία του 1920 έως το 1930 χρησιμοποιώντας περισσότερες από 200 φωτογραφίες.

Εντυπωσιακές είναι οι κρεμάστρες, που αποτελούν σαφή αναφορά στη μόδα και στην επίδραση του σε αυτή. Ένα σύρμα έχει διπλωθεί σε ένα ζευγάρι στήθη από τη δεκαετία του ’90 από τον σχεδιαστή Μαρτέν Μαρζελά και ένα σύνολο 63 ξύλινων του 1920 που ονομάζεται Obstruction, από τον Μαν Ραίη.

Οι γονείς του, με καταγωγή από τη Ρωσία είχαν σχέση με τη μόδα κάτι που όπως φαίνεται τον επηρέασε. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα και ο πατέρας του ράφτης με αποτέλεσμα στο σπίτι να υπάρχουν συνεχώς υφάσματα, κλωστές και βελόνες. Ο Μαν Ραίη, δεν ανέφερε ποτέ ρητά ότι το επάγγελμα των γονιών του είχε κάποιο αντίκτυπο στην καριέρα του, αλλά είναι σχεδόν δεδομένο ότι τα παιδικά του βιώματα, με έναν τρόπο τον καθόρισαν.

Από τις 200 φωτογραφίες, οι περισσότερες απεικονίζουν τις συντρόφους του, τη φωτορεπόρτερ Λι Μίλερ και την ανεπανάληπτη μούσα του Kiki de Montparnasse, τις οποίες η έκθεση συνδέει εκπληκτικά με τα φορέματα δίπλα τους. Η συλλογή άνοιξη/καλοκαίρι του 1996 του Μαρζελά περιλαμβάνει φωτογραφικά αρνητικά ειδών ένδυσης. Το κοστούμι του 2008 είναι επενδυμένο με μαύρο σουτιέν trompe l’oeil.