Οι πρώτες εταιρείες που μπαίνουν στο δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης είναι οι κολοσσοί Kering, LVMH και H&M. Στόχος τους είναι, η μέτρηση των ρύπων και η μείωση τους προκειμένου να ανοίξουν ένα νέο κεφάλαιο στην παραγωγή ρούχων, λιγότερο επιζήμιο για τη φύση.
Η μόδα όσο λαμπερή κι αν φαίνεται κρύβει χρόνιες παθογένειες μεταξύ των οποίων οι συνθήκες εργασίας, αλλά και η τεράστια μόλυνση που προκαλείται στο περιβάλλον εξαιτίας της τεράστιας παραγωγής ρούχων. Το sustainability εκτός από trend, φαίνεται πλέον να αποτελεί βασικό πυλώνα διαμόρφωσης εταιρικής πολιτικής.
Η ιδέα είναι να βοηθηθούν οι εταιρείες να θέτουν στόχους βασισμένους στην επιστήμη γύρω από τον αντίκτυπό τους στη γη, το νερό και τη βιοποικιλότητα, όπως ακριβώς κάνουν για τις εκπομπές αερίων.
Αυτό σαφώς αποτελεί μια πρόκληση για τη βιομηχανία της μόδας, η οποία όμως έχει δεσμευτεί ότι θα προχωρήσει άμεσα σε δράσεις, οι οποίες θα έχουν ισχυρό αντίκτυπο στο περιβάλλον, ακολουθώντας τις οδηγίες του ΟΗΕ για την προστασία της θάλασσας και του χερσαίου περιβάλλοντος.
Οι τρείς αυτές εταιρείες που προαναφέρθηκαν, είναι πρώτες που φαίνονται αποφασισμένες να χαράξουν τις νέες τους στρατηγικές, βασισμένες στο sustainability, με την ελπίδα να ακολουθήσουν και άλλες. Συνολικά, στο πιλοτικό πρόγραμμα θα συμμετέχουν 17 εταιρείες από τη βιομηχανία της μόδας.
Οι εταιρείες λαμβάνουν την καθοδήγηση του κέντρου Science-Based Targets Network (SBTN) το οποίο είναι επικεντρωμένο στη φύση και το οποίο, έχει δημιουργήσει πρότυπα που επιτρέπουν στα brands, να αξιολογήσουν το αντίκτυπο τους στη βιοποικιλότητα, ορίζοντας ένα σχέδιο για την προστασία της.
Η προσπάθεια στοχεύει να επαναλάβει την επιτυχία της πρωτοβουλίας του Science-Based Targets, που έχει γίνει ο de facto διαιτητής των εταιρικών δεσμεύσεων για το κλίμα.
Σαφώς το πιο σημαντικό, είναι η συνειδητοποίηση από πλευράς των εταιρειών, ότι η κλιματική κρίση δεν μπορεί να επιλυθεί χωρίς την πρόληψη και την αναστροφή της απώλειας της φύσης καθώς και ότι η συνεχιζόμενη κρίση βιοποικιλότητας, εγκυμονεί τους δικούς της οικονομικούς κινδύνους.
Ποιοι είναι οι στόχοι για τη φύση;
Σε αντίθεση με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, το ευρύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι δύσκολα μετρήσιμο. Για τον λόγο αυτό, το SBTN στοχεύει να δημιουργήσει ένα πλαίσιο με συγκεκριμένους δείκτες, ώστε να αντιμετωπιστούν τα υπάρχοντα προβλήματα.
Οι δεσμεύσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν σχέδια για τη μείωση της χρήσης γλυκού νερού σε περιοχές λειψυδρίας και μείωση της ρύπανσης των υδάτινων οδών. Επιπλέον, πρέπει να τεθούν στόχοι ώστε να διασφαλιστεί ότι δεν θα χρησιμοποιούνται πλέον λιβάδια, υγρότοποι ή δάση για οικονομική δραστηριότητα. Κοινώς, πρέπει να βρεθεί τρόπος ώστε να μειωθούν οι φυσικοί πόροι που είναι απαραίτητοι για την παραγωγή ρούχων.
Ο μακροχρόνιος στόχος που έχει τεθεί από τον ΟΗΕ, αφορά την προστασία του 30% της γης, που αυτή τη στιγμή είναι εκμεταλλεύσιμη από τα βιομηχανία. Το SBTN σχεδιάζει να εκδώσει περαιτέρω οδηγίες για να βοηθήσει τις εταιρείες να θέσουν τα δικά τους προγράμματα για την προστασία των ωκεανών και την πρόληψη της απώλειας βιοποικιλότητας.
Αυτό πρακτικά σημαίνει, ότι οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στη μόδα, θα πρέπει να ενισχύσουν με ιδιωτικές πρωτοβουλίες την αποκατάσταση δασικών και γεωργικών περιοχών και να δώσουν μεγάλη προσοχή στις εφοδιαστικές τους αλυσίδες.
Η παραγωγή ενός απλού T-shirt, απαιτεί 2.700 λίτρα νερού ενώ για ένα τζιν παντελόνι περίπου 10.000 λίτρα νερού. Αυτό αν το δούμε πολλαπλασιαστικά, συνεπάγεται τόνοι νερού και ενέργειας, μεγάλο μέρος των οποίων σπαταλούνται άσκοπα.
Επιπλέον, αναφορικά με το ενεργειακό κομμάτι θα πρέπει να γίνει στροφή σε βιώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η ηλιακή, ώστε να μειωθεί περεταίρω το περιβαλλοντολογικό αποτύπωμα.
Οι βαφές και τα υφάσματα που χρησιμοποιούνται μπαίνουν επίσης στο μικροσκόπιο, καθώς μεγάλο ποσοστό αποτελείται από χημικά επιζήμια προς το περιβάλλον.
Τέλος, καθοριστικής σημασίας είναι και η στάση που θα επιλέξουν να κρατήσουν οι καταναλωτές τα επόμενα χρόνια. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι μια συλλογική προσπάθεια.
Η αλόγιστη κατανάλωση ρούχων αμφιβόλου ποιότητας, προέλευσης και τρόπου παραγωγής, μας καθιστά συνυπεύθυνους.
Μήπως λοιπόν ήρθε η στιγμή να αναθεωρήσουμε;