Τη στιγμή που το TikTok βρίσκεται σε οικονομικό και εμπορικό ζενίθ, με τα 2/3 των εφήβων των ΗΠΑ να είναι χρήστες του, η εφαρμογή έρχεται αντιμέτωπη με σκληρές κατηγορίες αναφορικά με την κατάληξη των προσωπικών δεδομένων όσων το χρησιμοποιούν.

Συγκεκριμένα, το TikTok, ανήκει στην κινεζική εταιρεία ByteDance η οποία μετέφερε τα κεντρικά της γραφεία στη Σιγκαπούρη το 2020. Από τότε, το δημοφιλές app στοχοποιήθηκε ότι προσφέρει στο αυταρχικό πολιτικό καθεστώς της Κίνας προσωπικά δεδομένα χρηστών. Μεταξύ των επικριτών του, ήταν και ο Ντόναλτ Τράμπ ο οποίος επί προεδρίας του ζήτησε από τον ιδρυτή του TikTok Σου Ζι Τσιού, να πουλήσει τα περιουσιακά του στοιχεία στις ΗΠΑ και να στη συνέχει να αφαιρέσει την εφαρμογή από το App store. Ο νέος πρόεδρος, Τζον Μπάιντεν, φαίνεται πιο διαλλακτικός, διατηρώντας ωστόσο σκληρή στάση απέναντι στο θέμα, που έχει δημιουργήσει αναταραχή σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο.

Το Κογκρέσο ενέκρινε τον νόμο που απαγορεύει το TikTok σε κυβερνητικές συσκευές τον περασμένο Δεκέμβριο με τη νομοθεσία να επιτρέπει τη χρήση του TikTok σε ορισμένες περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων για σκοπούς εθνικής ασφάλειας, επιβολής του νόμου και έρευνας. Σε συνέχεια της αναταραχής που έχει δημιουργηθεί, οι Ρεπουμπλικάνοι αναμένεται να φέρουν στη Βουλή ένα νομοσχέδιο που θα δώσει στον Μπάιντεν την δικαιοδοσία να απαγορεύσει το TikTok σε εθνική εμβέλεια.

Το TikTok, από την πλευρά του, αρνείται αυτούς τους ισχυρισμούς υποστηρίζοντας ότι η κινεζική κυβέρνηση δεν έχει πρόσβαση στα δεδομένα των χρηστών των ΗΠΑ, με τον εκπρόσωπο του να αρνείται κάθε σχόλιο. Αντίστοιχα, η Κίνα απαντά ότι οι απαγορεύσεις αποκαλύπτουν τις ανασφάλειες της ίδιας της Ουάσιγκτον και αποτελούν κατάχρηση της κρατικής εξουσίας. Βέβαια, όλο αυτό είναι μία ακόμη αφορμή για αλληλοκατηγορίες μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων που έχουν αποδείξει ότι ακόμα και όταν δεν υπάρχουν προβλήματα, τα εφευρίσκουν.

Όμως, το θέμα του TikTok δεν επηρεάζει μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους, αλλά και την αγορά και κυρίως τα είδη ένδυσης και τα προϊόντα ομορφιάς. Το γεγονός ότι η πλατφόρμα χρησιμοποιείται από τόσο μεγάλο μέρος του νεανικού κοινού αποτέλεσε τεράστια ευκαιρία για τις εταιρείες προκειμένου να το προσεγγίσουν διαφημιστικά. Συνεπώς, μια απόφαση για κλείσιμο της εφαρμογής στις ΗΠΑ, θα δρούσε αλυσιδωτά σε κλάδους της μόδας και του εμπορίου.

Η Επιτροπή Ξένων Επενδύσεων στις ΗΠΑ, η οποία είναι κυβερνητική επιτροπή, ερευνά το TikTok εδώ και χρόνια και πιέζει για πώληση της σε αμερικανική εταιρεία. Βέβαια αυτό δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να επιτευχθεί, αν συνυπολογίσουμε ότι η Κίνα θα πρέπει να εγκρίνει αυτή την εξαγορά την οποία έχει συνδυάσει με την εθνική της ασφάλεια.

Αυτό που αγνοούν οι επικριτές του, είναι ότι όσο περνάει ο καιρός, η εφαρμογή αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό και οι εταιρείες βασίζουν σε αυτή μεγάλο μέρος της εμπορικής τους πολιτικής. Αν λοιπόν εξαφανιζόταν, οι αντιδράσεις θα ήταν σίγουρα πολύ πιο έντονες από ό,τι θα ήταν το 2020.

Η άνοδος του TikTok ήταν τόσο γρήγορη, που από το 2016, από όταν και κυκλοφόρησε έχει φτάσει σήμερα να έχει περίπου 150 εκατομμύρια ενεργούς, μηνιαίους χρήστες στις ΗΠΑ. Μόνο την περασμένη χρονιά, τα brands ξόδεψαν 13 δισεκατομμύρια δολάρια για διαφημίσεις στο TikTok. Παράλληλα, για χιλιάδες Αμερικανούς, η δημιουργία περιεχομένου στο TikTok είναι πλέον η κύρια μορφή εισοδήματός τους ενώ η ίδια η εφαρμογή απασχολεί 7.000 εργαζομένους.

Φυσικά, η απαγόρευση εφαρμογών για λόγους εθνικής ασφαλείας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο σε παγκόσμιο επίπεδο με την Ινδία να έχει ήδη απαγορεύσει το TikTok από το 2020 ενώ στην Κίνα δεν επιτρέπονται πλατφόρμες αμερικανικής προέλευσης όπως το YouTube και το Instagram. Ακόμα και η Τουρκία, κατά περιόδους, είχε επιβάλει περιορισμούς στα social media.

Η απαγόρευση τόσο δημοφιλών εφαρμογών με εκατομμύρια χρήστες ανά τον κόσμο σίγουρα δεν αποτελεί πανάκια ακόμα και όταν πρόκειται για θέματα εθνικής ασφαλείας. Επίσης, εγείρει ερωτήματα αναφορικά με το τι θα μπορούσε να κάνει η αμερικανική κυβέρνηση προκειμένου να διασφαλίσει τα προσωπικά δεδομένα των πολιτών της. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι τη στιγμή που έχει ανοίξει ένα τόσο φλέγον και αντιδημοφιλές ζήτημα, οι κανονισμοί περί απορρήτου στο διαδίκτυο είναι πιο χαλαροί από εκείνους στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου εφαρμόστηκε το GDPR το 2018.

Εξάλλου, υπάρχει και η τεχνογνωσία, αλλά και το νομικό πλαίσιο, που επιτρέπει στους χρήστες να επικοινωνούν προς τις εταιρείες την πρόθεση τους για το εάν θέλουν ή όχι, να τους διαθέσουν τα προσωπικά τους δεδομένα. Συνεπώς, αν ο νόμος τηρηθεί, θα υπάρχει ένα ασφαλές και win-win πλαίσιο χωρίς να απειλείται κανένα από τα δύο μέρη.

Τέλος, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε ότι μία τέτοια απαγόρευση θα ανοίξει αντίστοιχες συζητήσεις και σε άλλες χώρες που θα επικαλεστούν την περίπτωση των ΗΠΑ για να προχωρήσουν στο κλείσιμο εφαρμογών που δεν αντιμετωπίζουν θετικά για πολιτικούς λόγους.