Γήρας. Για πολλούς είναι κάτι που έρχεται σταδιακά και δεν το καταλαβαίνεις μέχρι που έχουν περάσει 15-20 χρόνια από τα νιάτα σου, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και λες «πωωω, πώς έχω γεράσει έτσι;». Αλλά, μια νέα έρευνα δείχνει πως αυτό δεν είναι πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, υπάρχουν δύο σημεία στην ανθρώπινη ζωή, για όσους τα φτάνουν, στα οποία το σώμα υφίσταται τη μεγαλύτερη φθορά και γίνεται πιο αισθητή η διαφορά. Είναι οι δύο ηλικίες της μεγάλης μετάβασης από τη νεότητα στη μεσήλικη ζωή κι από τη μεσήλικη ζωή στην ηλικιωμένη ζωή.

Ηλικίες-ξεσπάσματα, έτσι τις ονομάζουν οι ερευνητές του Στάνφορντ και πρόκειται για το 44ο έτος και το 60ο έτος ζωής. Οι μοριακές αλλαγές που εμφανίζονται σε αυτές τις 2 περιόδους της ζωής μας, μπορούν να εξηγήσουν τα στοιχεία της φθοράς στο σώμα, όπως οι ρυτίδες, το δέρμα που κρεμάει, τα μαλλιά που γκριζάρουν, οι πόνοι σε μυς και αρθρώσεις και η ευκολία με την οποία κολλάμε ιώσεις.

Αυτή η έρευνα, λοιπόν, ανατρέπει όλα τα μοντέλα που υποστηρίζουν ότι το γήρας συμβαίνει σταδιακά και είναι μια αργή διαδικασία. Τα μέσα των 40s και των 60s είναι ένα διάστημα ραγδαίων αλλαγών.

Όπως αναφέρει στο National Geographic ο Xiaotao Shen, επιστήμονας που συμμετείχε στην έρευνα, η ομάδα ερευνητών πάτησε πάνω σε προηγούμενα ευρήματα που αποτυπώνουν ότι το γήρας δεν είναι μια γραμμική διαδικασία, αλλά συμβαίνει απότομα σε συγκεκριμένες φάσεις της ζωής.

Πώς, λοιπόν, μπορούμε να αποτρέψουμε αυτό το απότομο; Μπορούμε να το αποτρέψουμε; Ένας γενικός κανόνας είναι πως τίποτα στη ζωή δεν είναι αναπότρεπτο ως προς τη φθορά. Όλοι μας την βιώνουμε, ο καθένας με διαφορετική σφοδρότητα. Αλλά, ζούμε στη χρυσή εποχή της γνώσης, οπότε πάντα υπάρχουν πράγματα να κάνουμε για να αναβάλλουμε τη σφοδρότητα για μερικά χρόνια πιο μετά.

Πώς έγινε η έρευνα

Για σχεδόν 2 χρόνια, η ερευνητική ομάδα του Στάνφορντ μετρούσε τη μοριακή δραστηριότητα αναλύοντας μικροοργανισμούς που βρίσκονται στο αίμα, στο δέρμα, τη μύτη, το στόμα και το έντερο, από δείγματα που έπαιρνε κάθε 3 ως 6 μήνες από τους 108 συμμετέχοντες, οι οποίοι ήταν ηλικίας 25 ως 75 και από διαφορετικές εθνικότητες.

Συνολικά, εξετάστηκαν πάνω από 135.000 μόρια και μικρόβια, μεταξύ άλλων μεταβολίτες, λιπίδια, πρωτεΐνες και μόρια RNA που είναι γνωστά για τη σύνδεσή τους με το ανοσοποιητικό σύστημα, την καρδιαγγειακή λειτουργία, τον μεταβολισμό, την λειτουργία του νεφρού και τη δομή των μυών και του δέρματος.

Όλα τα δείγματα σχημάτισαν μια ομάδα 246 δισεκατομμυρίων δεδομένων και κατηύθυναν τους ερευνητές στο να βρουν τους λεγόμενους βιοδείκτες που φέρνουν τις αλλαγές από τα 25 μέχρι τα 75, στο εύρος δηλαδή στο οποίο συμβαίνει το μεγαλύτερο μέρος του γήρατος στον άνθρωπο.

Τα αποτελέσματα κατέδειξαν πως τα μόρια δεν γερνούσαν συνεχώς, αλλά οι μεγάλες αλλαγές συνέβησαν στα 44 και στα 60 των συμμετεχόντων.

Στα 44 εντοπίστηκαν μεγάλες αλλαγές στα κύτταρα που επηρεάζουν τον μεταβολισμό, τα οποία προδόθηκαν από τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης και το αυξημένο βάρος που πήραν οι συμμετέχοντες απότομα σε αυτή την ηλικία. Οι περισσότεροι πόνοι σε μυς και δύσκολοι τραυματισμοί, επίσης εμφανίστηκαν σε αυτή την ηλικία.

Στην ηλικία των 60, αυτό που εντόπισαν οι ερευνητές ήταν μια περαιτέρω επιβάρυνση στους παραπάνω παράγοντες, μαζί με νέες διακυμάνσεις σε μόρια που σχετίζονται με το νεφρό και το ανοσοποιητικό.

Οι δύο ηλικίες συνδέονται μεταξύ τους και τα 60 έρχονται να ολοκληρώσουν αυτό που άρχισαν τα 44, με αποτέλεσμα να εντοπίζονται τρομερές ορμονικές αλλαγές που φέρνουν το «κρέμασμα» στο δέρμα, το γκριζάρισμα και την αραίωση στις τρίχες, την μείωση του κολλαγόνου και της παραγωγής ελαστίνης (πρωτεΐνη που σχετίζεται με την ελαστικότητα της επιδερμίδας) και τη μείωση της μελανίνης.

Αυτό που προσφέρει η έρευνα, είναι μια γνώση για το τι μπορεί να πάει στραβά στην υγεία μας σε αυτές τις δύο ηλικίες, στα δύο στάδια της ζωής μας.

Αυτό που τονίζουν, πάντως, επιστήμονες που δε συμμετείχαν στην έρευνα, είναι ότι χρειάζονται συμπληρωματικές έρευνες και στοιχεία, διότι οι συμμετέχοντες ζούσαν όλοι στην Καλιφόρνια, είχαν κοινό background και τρόπο ζωής, αλλά και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οπότε, αυτά τα δεδομένα μπορεί να μην εφαρμόζουν απόλυτα σε ανθρώπους που ζουν στη Γαλλία, για παράδειγμα.

Ένα άλλο πρόβλημα με την έρευνα, είναι ότι συνέκρινε όσα εντόπιζε στους 70άρηδες με τους 45άρηδες, αντί να κάνει μια ανάλυση για 3-4 χρόνια στον κάθε ένα, ώστε να κάνει σύγκριση στις μεταβολές από το ένα χρονικό σημείο στο άλλο, στον ίδιο ασθενή. Από τη στιγμή που τώρα έχουν τα δύο ορόσημα, θα πρέπει να βρεθεί μια ομάδα συμμετεχόντων που να εξεταστούν σε βάθος 5ετίας, και να βρίσκονται ακριβώς ή πέριξ αυτών των ηλικιών.

Ακόμη, δεν υπήρξαν συμμετέχοντες άνω των 75 ετών, κάτι που επίσης πρέπει να εξεταστεί, διότι μπορεί κι εκεί να συμβαίνουν διαδικασίες που φέρνουν μεγάλη φθορά.

Η έρευνα επίσης, φαίνεται να μην εξέτασε πράγματα όπως τις διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων (αν καπνίζουν, αν πίνουν, αν παίρνουν φάρμακα) ή συμπεριφορικές μεταβολές υπό συνθήκες πίεσης ή κακής υπνικής συνήθειας, τα οποία μπορεί να συμβάλουν σε ένα απότομο γήρας.

Η γνώση πάντως για το πώς μπορούμε να τοποθετήσουμε το απότομο γήρας όσο πιο μακριά γίνεται, υπάρχει και καταλήγει στα ίδια «γιατροσόφια»: μείωση αλκοόλ, μηδέν κάπνισμα, μείωση καφεΐνης, συχνή ανίχνευση των επιπέδων χοληστερόλης, γυμναστική (ειδικά βάρη), κολύμπι, μείωση κόκκινου/επεξεργασμένου κρέατος, αύξηση ποσότητας λαχανικών στη διατροφή, καλός ύπνος και μείωση του στρες. Τα κλασικά.

Συνίσταται επίσης η χρήση προϊόντων δερματικής φροντίδας που περιλαμβάνουν ρετινοειδή ή αντιοξειδωτικά, όπως βιταμίνη C.