Περιεχόμενα
Η χρόνια αποσύνδεση από τους άλλους ανθρώπους μπορεί να επηρεάσει τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου και αυξάνει τον κίνδυνο για νευροεκφυλιστικές ασθένειες.
Όλοι νιώθουν μοναξιά από καιρό σε καιρό -έπειτα από μια μετακόμιση σε ένα νέο σχολείο ή πόλη, για παράδειγμα, ή όταν ένα παιδί φεύγει για το κολέγιο ή μετά την απώλεια ενός συζύγου.
Μερικοί άνθρωποι, ωστόσο, βιώνουν τη μοναξιά όχι μόνο παροδικά αλλά για χρόνια. Γίνεται «ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, κάτι που εξελίσσεται σε καθημερινότητα», σημειώνει η δρ Έλεν Λι, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. Αυτά τα άτομα φαίνεται να έχουν «αυτό το επίμονο συναίσθημα που στη συνέχεια διαμορφώνει τη συμπεριφορά τους».
Η έρευνα μάλιστα υποστηρίζει ότι αυτό το είδος εδραιωμένης μοναξιάς είναι κακό για την υγεία μας και μπορεί ακόμη και να αλλάξει τον εγκέφαλό μας, αυξάνοντας τον κίνδυνο για νευροεκφυλιστικές ασθένειες.
Δείτε τι γνωρίζουν οι ειδικοί για το πώς η χρόνια μοναξιά επηρεάζει τον εγκέφαλο και μερικές στρατηγικές για την διαχείρισή της.
Πώς η μοναξιά αλλάζει τον εγκέφαλο;
Οι άνθρωποι εξελίχθηκαν σε κοινωνικά πλάσματα πιθανώς επειδή, για τους αρχαίους προγόνους μας το να είμαστε μόνοι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνο και να μειώσει τις πιθανότητες επιβίωσης.
Ο Αριστοτέλης μάλιστα είχε πει ότι ο «άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ζώον». Οι ειδικοί πιστεύουν ότι η μοναξιά μπορεί να έχει εμφανιστεί ως μία ένδειξη του άγχους που μας ωθεί να αναζητήσουμε συντροφικότητα.
Με τη χρόνια μοναξιά, αυτή η απόκριση στο στρες «κολλάει» και γίνεται παθογένεια -παρόμοια με την εξελικτική πορεία του άγχος που μπορεί να μετατοπίσει μια χρήσιμη απόκριση φόβου σε μια δυσπροσαρμοστική ψυχική ασθένεια.
«Μικρά, παροδικά επεισόδια μοναξιάς πραγματικά παρακινούν τους ανθρώπους να αναζητήσουν μετά την κοινωνική διασύνδεση», λέει η Άννα Φίνλεϊ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Γήρανσης στο Πανεπιστήμιο του Wisconsin-Madison.
«Αλλά σε χρόνια επεισόδια μοναξιάς, αυτό φαίνεται να γυρνάει κατά κάποιο τρόπο μπούμερανγκ» επειδή οι άνθρωποι συντονίζονται ιδιαίτερα με κοινωνικές απειλές ή σήματα αποκλεισμού, που μπορεί στη συνέχεια να τους κάνει να νιώθουν τρομακτικό ή δυσάρεστο το να αλληλεπιδρούν με άλλους.
Έρευνες έχουν δείξει ότι οι μοναχικοί άνθρωποι είναι υπερευαίσθητοι σε αρνητικές κοινωνικές λέξεις, όπως «δεν μου αρέσει» ή «απορρίπτονται» και σε πρόσωπα που εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα.
Επιπλέον, δείχνουν μια αμβλεία ανταπόκριση σε εικόνες αγνώστων σε ευχάριστες κοινωνικές καταστάσεις, υποδηλώνοντας ότι ακόμη και οι θετικές συναντήσεις μπορεί να είναι λιγότερο ευχάριστες και διαδραστικές σε αυτούς. Στον εγκέφαλο, η χρόνια μοναξιά συνδέεται με αλλαγές σε τομείς σημαντικούς για την κοινωνική γνώση, την αυτογνωσία και την επεξεργασία των συναισθημάτων.
Πώς θα μπορούσε ένα υποκειμενικό συναίσθημα να έχει τόσο βαθιά επίδραση στη δομή και τις λειτουργίες του εγκεφάλου; Οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι, αλλά πιστεύουν ότι όταν η μοναξιά πυροδοτεί την απόκριση στο στρες, ενεργοποιεί επίσης το ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνοντας τα επίπεδα ορισμένων φλεγμονωδών χημικών ουσιών.
Όταν τη βιώνουν για μεγάλα χρονικά διαστήματα, το στρες και η φλεγμονή μπορεί να είναι επιζήμια για την υγεία του εγκεφάλου, βλάπτοντας τους νευρώνες και τις μεταξύ τους συνδέσεις.
Πώς επηρεάζει η μοναξιά τη μακροπρόθεσμη υγεία του εγκεφάλου;
Για χρόνια, οι επιστήμονες γνώριζαν για τη σύνδεση μεταξύ της μοναξιάς και της νόσου Alzheimer και άλλων τύπων άνοιας. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στα τέλη του περασμένου έτους, έδειξε ότι η μοναξιά σχετίζεται και με τη νόσο του Πάρκινσον.
«Ακόμα και τα χαμηλά επίπεδα μοναξιάς αυξάνουν τον κίνδυνο και τα υψηλότερα επίπεδα συνδέονται με υψηλότερο κίνδυνο για άνοια», υπογραμμίζει η δρ Νάνσι Ντόνοβαν, διευθύντρια του τμήματος γηριατρικής ψυχιατρικής στο Brigham and Women’s Hospital.
Η δρ Ντόνοβαν έχει αποδείξει ότι οι άνθρωποι που βαθμολογούνται υψηλότερα σε ένα μέτρο μοναξιάς έχουν υψηλότερα επίπεδα των πρωτεϊνών αμυλοειδούς και Ταυ -δύο από τα χαρακτηριστικά της νόσου του Αλτσχάιμερ- στον εγκέφαλό τους, ακόμη και πριν εμφανίσουν σημάδια γνωστικής έκπτωσης.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το στρες και η φλεγμονή που προκαλείται από τη μοναξιά πιθανότατα συμβάλλουν στην εμφάνιση ή στην επιτάχυνση νευροεκφυλιστικών ασθενειών σε ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας.
Η μοναξιά που επιβαρύνει το καρδιαγγειακό σύστημα, αυξάνει την αρτηριακή πίεση και τον καρδιακό ρυθμό, μπορεί επίσης να έχει επιζήμια επίδραση στον εγκέφαλο και πιθανότατα παίζει επίσης ρόλο, εξηγεί η δρ Ντόνοβαν.
Ο γενικότερος τρόπος με τον οποίο η μοναξιά επηρεάζει την ψυχική και σωματική υγεία μπορεί επίσης να έχει επιπτώσεις στη γνωστική έκπτωση. Το συναίσθημα συνδέεται στενά με την κατάθλιψη, μια άλλη πάθηση που αυξάνει τον κίνδυνο για άνοια. Και οι άνθρωποι που είναι μόνοι είναι λιγότερο πιθανό να είναι σωματικά δραστήριοι και πιο πιθανό να καπνίζουν τσιγάρα.
«Όλα αυτά τα διαφορετικά πράγματα μπορούν να επηρεάσουν το πώς γερνάει ο εγκέφαλός μας», λέει η δρ Λι. «Νομίζω ότι υπάρχουν πολλές “διαδρομές” για να φτάσουμε από τη μοναξιά στη γνωστική παρακμή».
Οι περισσότερες έρευνες για τη μοναξιά και τον νευροεκφυλισμό έχουν διεξαχθεί σε μεσήλικες και ηλικιωμένους ενήλικες, επομένως οι ειδικοί δεν γνωρίζουν εάν η μοναξιά στην παιδική ή τη νεαρή ενήλικη ζωή ενέχει τον ίδιο κίνδυνο.
Ωστόσο, η δρ Γουέντι Κίου, καθηγήτρια ψυχιατρικής και πειραματικής φαρμακολογίας και θεραπείας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, διαπίστωσε ότι αν τα άτομα στη μέση ηλικία αισθάνονται μόνο παροδικά μοναξιά και όχι χρόνια, δεν υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για άνοια.
Με την παροδική μοναξιά, ο εγκέφαλος έχει την «ικανότητα να ανακάμψει», είπε η δρ Κίου. Αλλά αν οι άνθρωποι «δεν έχουν βοήθεια από το περιβάλλον τους για να τους βγάλουν από τη μοναξιά και για μεγάλο χρονικό διάστημα νιώθουν μόνοι, αυτό θα είναι τοξικό για τον εγκέφαλο».
Πώς μπορείτε να καταπολεμήσετε τη χρόνια μοναξιά;
Μία από τις πιο κοινές συστάσεις είναι λίγο προφανής: Προσπαθήστε να κάνετε νέους φίλους. Είτε αυτό γίνεται μέσω μαθημάτων τέχνης, αθλητικών ομάδων, ομάδων υποστήριξης ή εθελοντικών ευκαιριών, ο στόχος είναι να βρείτε σε μέρη όπου συγκεντρώνονται οι άνθρωποι.
Αυτοί οι τύποι κατασκευασμένων κοινωνικών καταστάσεων έχουν μεικτά αποτελέσματα. Η δρ Λι θεωρεί ότι τείνουν να λειτουργούν καλύτερα εάν υπάρχει μια «κοινή ταυτότητα» μεταξύ των ατόμων που εμπλέκονται, όπως ομάδες ειδικά για χήρες ή για άτομα με διαβήτη, έτσι ώστε να έχουν κάτι για να συνδεθούν.
Η άλλη πλευρά της εξίσωσης είναι η αντιμετώπιση των στάσεων και των μοτίβων σκέψης ενός ατόμου σχετικά με τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μέσω της γνωσιακής συμπεριφορικής θεραπείας.
Αυτές οι προσεγγίσεις τείνουν να είναι λίγο πιο αποτελεσματικές, εξηγεί η δρ Λι, επειδή «φτάνουν στη ρίζα» του προβλήματος, διερευνώντας τι δυσκολεύει ένα άτομο να αλληλεπιδρά με άλλους.
Οι στρατηγικές μπορεί να ακούγονται απλές, αλλά είναι πιο εύκολο να ειπωθούν παρά να υλοποιηθούν. «Είναι ένα ακανθώδες πρόβλημα», συμπεραίνει η δρ Φίνλεϊ.