Όσο μεγαλώνεις, αρχίζεις να υπολογίζεις διαφορετικά τα πράγματα, να τα εκτιμάς αλλιώς. Το φαγητό στις διακοπές, το φαγητό στο νησί, αποκτά μια άλλη διάσταση. Μικρός το αγαπούσες στη λογική της ταβέρνας επειδή σε τάιζαν οι γονείς σου πατάτες τηγανητές και κεφτέδες, όταν ενηλικιώθηκες ήσουν του fast food με 6-7 ευρώ και έδινες τα λεφτά σου σε ποτά, στα 30 σου φτάνεις σε μια λογική να κάνεις μέχρι και κρατήσεις από πριν πας στο νησί.
Σε αυτή τη φάση είμαι εγώ στη ζωή μου και όταν προέκυψε να πάω στην Ύδρα, ήξερα ότι θα πάω σε 2-3 μέρη για να φάω στις 2 μέρες που θα έμενα εκεί. Οπότε, σκάναρα, βρήκα τους στόχους μου, στον έναν από τους δύο έκλεισα τραπέζι, στον άλλον πήγα μεσημέρι, ανοργάνωτος και είχα δύο γευστικές εμπειρίες πάρα πολύ ωραίες.
Βασικά, για να το πω καλύτερα, αυτό που κατηγορούμε τα τελευταία χρόνια τα εστιατόρια στην Αθήνα, αλλά και σε κάποια νησιά, είναι ότι το έχουν παρατραβήξει με τις διεθνείς κουζίνες και τις ιδιαίτερες τεχνικές και πως θέλουμε να δοκιμάσουμε πιάτα που να μας κάνουν να νιώθουμε όμορφα, όχι που να σκεφτόμαστε αν είμαστε πολύ λαϊκοί ή αν ξέρουμε να εκτιμάμε την υψηλή γαστρονομία.
Θέλουμε ένα ωραίο τηγανητό κολοκυθάκι, θέλουμε μια ωραία μελιτζάνα, θέλουμε πίτες, θέλουμε πράγματα που μας πάνε στο παρελθόν μας. Κι αν ο σεφ έχει τον τρόπο με το στήσιμο και με 1-2 υλικά να τα κάνει πιο μοντέρνα, έχει καλώς. Μα ως εκεί. Αυτό με κέρδισε στο ένα από τα δύο εστιατόρια που πήγα. Το άλλο, ιταλικής κουζίνας γαρ, δεν έτυχε τέτοιων απαιτήσεων από μένα. Αλλά με κέρδισε με τα πιάτα του και είναι σίγουρα το καλύτερο ιταλικό που έχω φάει σε νησί.
Bratsera
Είναι ξενοδοχείο με εστιατόριο, βρίσκεται σε ένα ιστορικό κτήριο που άνοιξε το 1760 και το 1860 έγινε σφουγγαράδικο και λειτούργησε για 126 χρόνια, και το 1990 άνοιξε ως ξενοδοχείο.
Στον χώρο του εστιατορίου λοιπόν, οι σερβιτόροι με την άψογη εξυπηρέτησή τους, φέρνουν στο τραπέζι πιάτα όπως τα περιέγραψα πιο πάνω, που είναι ο ορισμός της ελληνικής κουζίνας.
Ξεκίνημα με το υπέροχο, αφράτο ψωμί του που έρχεται με λάδι και πάστα ντομάτας. Μετά, ένα πλατό τυριών με τσάτνι σύκου, το οποίο είχε 5 διαφορετικά τυριά, όλα ελληνικά, όλα τους υπέροχα. Ακολούθως, ήρθε η σπανακόπιτα με το υπέροχο λεπτό φύλλο, με γεμάτη γέμιση, που έλιωνε στο στόμα. Αυτό ήταν το Νο2 μου. Το Νο1 μου είναι το πιάτο με τη μελιτζάνα και την κρέμα γιαουρτιού. Εγώ δεν τρώω γενικά καθόλου μελιτζάνα, αλλά αυτό το πιάτο ήταν μαγικό. Κάθε μπουκιά μου θύμιζε λουκουμάδες και ένιωθα παιδάκι σε πανηγύρι. Αυτό είναι που λένε γεύση που σου ξυπνάει μνήμες.
Στο κυρίως, επέλεξα ζυμαρικά με κόκκινη σάλτσα, απλό, δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω. Και για όλα αυτά που δοκίμασα, την ευθύνη έχει πρωτίστως ο σεφ Δήμος Σαμουράκης και μετά οι άνθρωποι που δουλεύουν στην κουζίνα, το υπέροχο σέρβις και η Ερωφύλλη, η υπεύθυνη του ξενοδοχείου, που καθοδηγεί αυτή την ευγενή και όμορφη ατμόσφαιρα.
Α, θα το ξεχνούσα. Φάγαμε και γλυκά. Μια αποδομημένη lemon pie και, το κορυφαίο μου, ένα εκμέκ καταΐφι-παγωτό. Πληρότης στο Bratsera.
Il Casta
Εδώ έχουμε ένα περίφημο ιταλικό εστιατόριο, βρίσκεται σε έναν ωραίο δρόμο, σε ένα ωραίο σοκάκι στην Ύδρα, από τον εξωτερικό του χώρο κιόλας σε προδιαθέτει για κάτι πολύ καλό. Κι αν κάτσεις στον μέσα χώρο, στην κεντρική αυλή, τότε θα επιβεβαιώσεις το αρχικό σου συναίσθημα.
Μου άρεσε πολύ που είχε 4 επιλογές στα ζυμαρικά για vegetarian, γιατί συνήθως με το ζόρι βρίσκω ένα. Τα ραβιόλι και το cacio e pepe ήταν φανταστικά, χορταστική και απολαυστική η σαλάτα burrata, γενικώς είδα ένα ιταλικό εστιατόριο χωρίς υπερβολές, με τα βασικά πιάτα, που ήταν άψογα στην εκτέλεσή τους. Και value for money θα πω. Επίσης, επειδή λατρεύω την ιταλική γλώσσα, μου άρεσε που τα παιδιά στο σέρβις μιλάνε ιταλικά πρωτίστως και εν δευτέροις αγγλικά.
Α, να πάρεις το προφιτερόλ για σβήσιμο.
Alla prossima λοιπόν!