Η Ελληνίδα σχεδιάστρια Λήδα Αθανασοπούλου ταξιδεύει συχνά. Μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε Business στο Λονδίνο και στο Παρίσι, πήρε δεύτερο πτυχίο γύρω από το ντιζάιν στο Μιλάνο. Όμως, ένα νησί κέρδισε την καρδιά της.

Όταν η 34χρονη σκέφτεται το σπίτι της, το μυαλό της πηγαίνει αμέσως στην Πάτμο, το βραχώδες, απομονωμένο νησί των Δωδεκανήσων κοντά στην ακτή της Τουρκίας, όπου η μητέρα της, Κατερίνα Τσιγαρίδα, μία διακεκριμένη Ελληνίδα αρχιτέκτονας, και ο πατέρας της, Δημήτρης, επιχειρηματίας, άρχισαν να αγοράζουν ακίνητα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν τα τρία τους παιδιά ήταν μικρά.

Ως κορίτσι, η Αθανασοπούλου περνούσε κάθε καλοκαίρι περπατώντας ανάμεσα στο σπίτι της οικογένειάς της και αυτά των φίλων της στο νησί. Στη μέση της Χώρας, όπου τα αυτοκίνητα απαγορεύονται (ούτως ή άλλως, δεν θα χωρούσαν στα στενά λιθόστρωτα δρομάκια), περνούσε από τον φούρνο, όπου το κουλούρι με σουσάμι φτιαχνόταν φρέσκο κάθε πρωί. Απέναντι έστεκε μια επιβλητική έπαυλη με σκαλοπάτια μπροστά και μόνο μερικά παράθυρα στην πρόσοψη της.

«Δεν πρόσεξα το σπίτι, για να είμαι ειλικρινής», λέει η Αθανασοπούλου ένα ζεστό απόγευμα του Σεπτεμβρίου. «Υπάρχουν τόσα πολλά όμορφα σπίτια εδώ, και συχνά δεν έχεις ιδέα ποιος μένει σε αυτά».

Αλλά τώρα είναι εκείνη που ζει εκεί, αφού αγόρασε το διώροφο ακίνητο – το οποίο διαθέτει επίσης ταράτσα στον τελευταίο όροφο της. Όταν σκέφτηκε να το αγοράσει, η Αθανασοπούλου συνειδητοποίησε ότι ένας από τους λόγους που δεν είχε γνωρίσει το κτήριο, ήταν ότι ήταν ακατοίκητο από τη δεκαετία του 1980.

Η τελευταία του αποκατάσταση ήταν πιθανότατα στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν οι κάτοικοι ενσωμάτωσαν διάφορα νεοκλασικά στοιχεία: περίτεχνα διακοσμημένα τσιμεντένια πλακάκια σε μερικούς κοινόχρηστους χώρους, εξωτερικές περσίδες σε ανακαινισμένα παράθυρα, ένα ψεύτικο μαρμάρινο φρέσκο στον πρόθυρο και τις σκάλες.

Στη Χώρα, που είναι προστατευμένη από την UNESCO, ωστόσο, η αρχιτεκτονική διατήρηση έχει ληφθεί σοβαρά υπόψη για αιώνες – ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα μπορεί να έχει κάποιος, οι ντόπιοι ή οι επισκέπτες δεν επιτρέπεται να μετακινήσουν τοίχους, να καταστρέψουν δάπεδα ή να μεγαλώσουν και να συνδυάσουν όλα τα δωμάτια. Γι’ αυτό το νησί διατηρεί αυτή την ομορφιά.

Έτσι, το σπίτι, το οποίο η Αθανασοπούλου ονόμασε «Σεκιάρι», εξακολουθεί να αντικατοπτρίζει τη «γεύση» του πρώτου του ιδιοκτήτη, του Ζάννη Σινέτου Σεκιάρη, ενός Έλληνα έμπορου, ο οποίος το 1799 συνένωσε τρεις ξεχωριστές κατασκευές και στη συνέχεια πρόσθεσε λεπτομέρειες που είναι χαρακτηριστικές στο νησί, όπως οι αμμουδερές καρέκλες από πατμιανό μάρμαρο και τα τυπωμένα κεραμικά πλακάκια.

Ένα σπίτι-έμβλημα για το νησί και τη Χώρα του

Αυτό που μπορούσε να κάνει η Αθανασοπούλου ήταν να αναδιοργανώσει και να ανακαινίσει τον χώρο από πάνω προς τα κάτω, δημιουργώντας ένα πιο μοντέρνο καταφύγιο που θα τιμούσε τις παραδόσεις που έχουν στο νησί.

Αυτό είναι το πέμπτο έργο που έχει ολοκληρώσει στο νησί από τότε που ανακαίνισε το σπίτι της οικογένειας της όταν ήταν 19 χρονών.

Με το έργο «Σεκιάρι», ωστόσο, ένιωσε ότι μπορούσε να πειραματιστεί πραγματικά – για πρώτη φορά στην Πάτμο, ήταν αφεντικό του εαυτού της. Καθώς το σπίτι ανεβαίνει, μέσα από διαδρόμους που είναι σαν λαβύρινθοι και περνούν από παλιές αποθήκες, ντουλάπες και άλλα μικρά δωμάτια, υπάρχουν παντού χειροποίητα ελληνικά στοιχεία.

Ανακυκλωμένα μαρμάρινα πλακάκια στις δύο κουζίνες του πρώτου και δεύτερου ορόφου, κρεβάτια με διπλό και βασιλικό μέγεθος φτιαγμένα συγκολλώντας παλιά μεταλλικά κρεβάτια, κεραμικά ελληνικά αγγεία της δεκαετίας του 1960 μεταμορφωμένα με καλωδιώσεις σε φωτιστικά τραπεζιού και πολλά αντικείμενα από ανακυκλωμένο ξύλο, όπως καναπέδες από άρκευθο με ταπετσαρία και ένα μακρύ τραπέζι καστανιάς στην τραπεζαρία του ισογείου.

Όταν μετακόμισε, η σχεδιάστρια ανακάλυψε ότι οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες είχαν αφήσει πίσω και αντικείμενα που τελικά επέλεξε να ενσωματώσει, όπως οθωμανικούς δίσκους και βαλίτσες από την εποχή που η Πάτμος ήταν υπό την τουρκική κυριαρχία, και καθρέπτες του 19ου αιώνα και γαλλικές χαλκογραφίες που μιλούν για την πιο πρόσφατη ευρωπαϊκή ιστορία του νησιού.

Ωστόσο, ένα από τα πιο πολύτιμα αντικείμενα της Αθανασοπούλου βρίσκεται στη μέση του μεγάλου σαλονιού λίγο μετά την είσοδο. Εκεί, κάτω από ένα τραπέζι του τέλους του 19ου αιώνα, βρίσκεται ένα χαλί, με χρωματική παλέτα γαλάζιου και φασκόμηλου.

Το σχέδιο λουλουδιού είναι εμπνευσμένο από την βυζαντινή και ελληνική λαϊκή τέχνη, αν και κατασκευάστηκε σε μία από τις αγροτικές περιοχές της χώρας γύρω στο 1960.

*Πηγή: New York Times