Ποτέ δεν μπόρεσα να κατανοήσω γιατί ο Καρυωτάκης επέλεξε να αυτοκτονήσει στην Πρέβεζα, ίσως για να είναι πανέμορφες οι τελευταίες εικόνες της ζωής του, μιας και η ζωή του γενικότερα δεν είχε πληθώρα ευτυχίας…
Η Πρέβεζα λοιπόν ούτε κάργιες έχει και ο μόνος λόγος για να μην κοιμηθείς τα βράδια είναι οι άφθονες επιλογές διασκέδασης που προσφέρει, ενώ τα πρωινά μία βόλτα στην παραλία Κυανή Ακτή για μπάνιο θα σου προσφέρει τη χαλάρωση που αναζητάς… Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή…
Δεν είναι η πρώτη φορά που την επισκέφθηκα φέτος το καλοκαίρι, καθώς πρόκειται για μία πόλη που έχω μείνει σε διάφορες χρονικές περιόδους για κάποιες μέρες και πάντα με μάγευε η ομορφιά της.
Χτισμένη στη βόρεια πλευρά του πορθμού της Πρέβεζας, ο οποίος συνδέει τον Αμβρακικό κόλπο με το Ιόνιο πέλαγος και απέναντι από το Άκτιο, αληθινή νεράιδα, σε παρασύρει στους αργούς ρυθμούς της επαρχιακής πόλης, χωρίς όμως να σου λείπει και η ένταση μίας μεγαλούπολης.
Τα γραφικά σοκάκια στην συνοικία Σαϊτάν Παζάρ, ένα σημείο της πόλης εξαιρετικής ομορφιάς -για την ακρίβεια θα ήθελα να μείνω για πάντα εκεί- οι βόλτες στο λιμάνι όπου βρίσκεται και μία από τις πιο σημαντικές μαρίνες του κόσμου, με τα σκάφη αραγμένα να δίνουν ζωντάνια στον χώρο και την απλωσιά για περατζάδα δίπλα στη θάλασσα, η κοσμική πλατεία του ρολογιού, αλλά και τα στενά δρομάκια της πόλης που κρύβουν μέσα τους παλιά σπίτια, αρχιτεκτονικά κοσμήματα, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία της γοητείας αυτής της πόλης της Ηπείρου.
Ο δήμος αξιοποίησε έπειτα από πολλά χρόνια εγκατάλειψης και την παραλία Κυανή Ακτή, όπου λειτουργεί και το δημοτικό καφενείο και μπορείς είτε να αράξεις στις ξαπλώστρες που κοστίζουν όσο ο καφές που παραγγέλνεις, είτε να πας λίγο παραπέρα και να απλώσεις την πετσέτα σου, για να κάνεις το μπάνιο σου με θέα στον ορίζοντα τον ανοιχτό κόλπο από τη μία πλευρά και τη μαρίνα με τα σκάφη από την άλλη.
Εμείς μείναμε στην πόλη και προτιμήσαμε να μην επισκεφθούμε τις γύρω περιοχές, μιας και ο χρόνος μας πίεζε ασφυκτικά και θέλαμε να εξερευνήσουμε κάθε γωνιά της.
Ας αρχίσουμε λοιπόν από το περίφημο Σαϊτάν Παζάρ που θεωρείται το ζωντανό θέρετρο της πόλης όπου λειτουργεί η αγορά, αλλά και πλήθος καταστημάτων για φαγητό και ποτό και θα σημειώσω ότι πραγματικά φάγαμε πολύ καλά και σε προσιτές τιμές όλα όσα επιθυμήσαμε, καθώς οι επιλογές είναι πολλές και διαφορετικές.
Το Σαϊτάν Παζάρ, που σημαίνει «παζάρι του διαβόλου» στα τουρκικά, πήρε το όνομά του από τη βρισιά (σαϊτάνισμα). Όπως εξιστορούν οι πλάκες που είναι τοποθετημένες σε ένα σημείο της διαδρομής του: την εποχή της τουρκικής κατοχής βρισκόταν στην Πρέβεζα ένας Τούρκος στρατιωτικός διοικητής πολύ σκληρός και βίαιος.
Ένα βράδυ, οι κάτοικοι αυτού του δρόμου άλειψαν με σαπούνι το καλντερίμι στο σημείο όπου είχε την πιο απότομη κλίση. Όταν την επομένη μέρα ο διοικητής πέρασε από αυτό το σημείο, το άλογό του γλίστρησε και ο ίδιος πέφτοντας κάτω φώναξε: «Σαϊτάν Παζάρ», δηλαδή Διαβολοπάζαρο….
Μπαίνοντας από μία από τις εισόδους στη συνοικία του πλακόστρωτου Σαϊτάν Παζάρ συναντήσαμε το εστιατόριο μεζεδοπωλείο Γιασεμί, με την Φρόσω να μας καλωσορίζει ζεστά στο χώρο όπου φάγαμε κυριολεκτικά καλομαγειρέμενους μεζέδες και φαγητά, από μπριζολάκια μέχρι ψαρικά και ορεκτικά σε μερίδες πλούσιες και ήπιαμε καλής ποιότητας κρασί από το δικό τους.
Τα βράδια το Γιασεμί έχει και ζωντανή μουσική και αφού πέσαμε επάνω στο happening, το ρίξαμε και εμείς έξω μέχρι αργά.
Συνεχίσαμε την περιπλάνησή μας στα σοκάκια και λίγο πιο πέρα συναντήσαμε και το ομώνυμο μαγαζί Σαϊτάν Παζάρ που επίσης προτείνεται για φαγητό και μετά βαθαίναμε μέσα στα σοκάκια όπου είδαμε ένα πολύ στιλάτο μπαράκι, το Walkside story και αποφασίσαμε να πιούμε εκεί τα ποτά μας με ήχους τζαζ ροκ.
Έγινε το στέκι μας τις μέρες που μείναμε στην πόλη και εκτός από ποιοτικά και τίμια straight ποτά, μάθαμε ότι φτιάχνει και εκπληκτικό negroni που αποτελεί ένα από τα specialties του μαγαζιού.
Στην ίδια συνοικία βρίσκεται και το μεζεδοπωλείο Τρελή Γαρίδα, ένα μαγαζί με μεγάλη ιστορία όπως μου είπαν η Πόπη και ο Ανδρέας που γνώρισα στο διπλανό τραπέζι και γίναμε μία παρέα, οι οποίοι έρχονται στο μαγαζί από τη μέρα που άνοιξε.
Αν βρεθείς εκεί σίγουρα θα δοκιμάσεις γαρίδα γάμπαρη Αμβρακικού, πετάλι και φυσικά γαριδομακαρονάδα.
Λίγο πιο μέσα, περπατώντας μέσα στο καλντερίμι προς το λιμάνι, θα συναντήσεις μία μικρή πλατεία με φοίνικες.
Εκεί θα δεις την πιτσαρία venezia που θα παραδεχθώ ότι κατάφερε να μου απαλείψει κάθε προκατάληψη που έχω για την ιταλική κουζίνα: εξαιρετική πίτσα με χειροποίητο ζυμάρι, πλούσιες και γευστικές μακαρονάδες και χορταστικές σαλάτες με κέρδισαν και ας γκρίνιαζα ότι «εγώ δεν θα φάω τίποτα αν πάμε εκεί» όταν μας το πρότειναν οι φίλοι… Τα έφαγα όλα τελικά…
Κάτω στο λιμάνι επίσης υπάρχουν πολλά εστιατόρια με θέα στη θάλασσα, πιο εμπορικά σε γεύσεις, αλλά εξίσου γενναιόδωρα σε μερίδες και με πολύ καλές τιμές. Εμείς όμως επιλέξαμε να φάμε στο fine dining Celest μέσα στη μαρίνα, με θέα τα αραγμένα σκάφη και το λούνα παρκ της πόλης.
Ριζότο, παπαρδέλες με ραγού και φιλετίνια σε ένα άψογο περιβάλλον με εξαιρετική εξυπηρέτηση από το φιλικό προσωπικό -ααααα, δεν μας χάλασαν χατίρι- έδωσαν στο βράδυ μας μία elegant απόλαυση.
Θα προτείνω και γλυκό και μάλιστα από παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο, το Σπιτικό που λειτουργεί από το 1989 και θα βρεις παραδοσιακά γλυκά και υπέροχα παγωτά, ακόμη και κουραμπιέδες τον Αύγουστο (ψέματα δεν λέμε…).
Για το τέλος άφησα ίσως την ομορφότερη βραδιά που πέρασα στην πόλη… Φυσικά τις όμορφες στιγμές τις φτιάχνουν οι άνθρωποι και η παρέα ήταν υπέροχη, όμως είναι και τα μέρη που σε εμπνέουν και ένα τέτοιο μέρος βρίσκεται μέσα στο Σαϊτάν Παζάρ και είναι ένα απλό παραδοσιακό παλιό καφενείο, με μεζέδες, χύμα κρασί και ούζα, τσίπουρα και τα συναφή και κάποιες μέρες της εβδομάδας η οικογένεια του καφετζή παίζει ρεμπέτικα και τραγουδούν και όλοι γίναμε μία παρέα και παρασυρθήκαμε ως αργά μετά τα μεσάνυχτα στο γλέντι που όπως μας είπαν κρατάει μέχρι που χαράζει.
Δεν είναι τυχαίο ότι το Άνω Βλάντο* το επισκέπτονται όχι απλώς οι ντόπιοι, αλλά και καλλιτέχνες, πολιτικοί, άνθρωποι του πνεύματος και της διανόησης που μέσα στην απλότητα αυτού του χώρου βρίσκουν γνήσια διασκέδαση και μία αγνότητα που ξεπηδά από το παρελθόν και φθάνει ως τις μέρες μας σαν ένας αμανές που ξυπνά την καρδιά, σαν ένας καρσιλαμάς που σε ξεσηκώνει και σηκώνεσαι να τον χορέψεις για να γεμίσει η ψυχή συναίσθημα…
Αυτή είναι η Πρέβεζα που αγάπησα…
*Άνω Βλάντο: η λέξη έχει σλάβικη ρίζα και σημαίνει κυρίαρχος- κυριαρχώ – δεσπόζω, για αυτό και πρόκειται για παλαιότερη ονομασία του χωριού Άνω Δεσποτικό. Πιθανότατα ο ιδιοκτήτης του καφενείου κατάγεται από το συγκεκριμένο χωριό.