Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε. Πάνω σε αυτό το δίλημμα φαίνεται πως θα κινηθεί το φετινό καλοκαίρι στη Σαντορίνη, το Νο1 δημοφιλές νησί στο εξωτερικό που όμως βιώνει σε βαθμό εξαντλητικό τα αποτελέσματα αυτής της δημοφιλίας. Στη Σαντορίνη δεν μπήκε ποτέ φρένο, οι εκάστοτε δήμαρχοι είστε στήριζαν την παράδοση στους κατασκευαστές είτε δε μπορούσαν χωρίς την συνδρομή του κράτους να σταματήσουν την επέκταση του τσιμέντου και φτάνουμε στο 2024, όπου είτε θα αλλάξει ρότα το νησί είτε θα υπογραφεί η καταδίκη του.

Πριν λίγες εβδομάδες, ο δήμαρχος του νησιού, ο κ. Ζώρζος, που είναι ένας δήμαρχος που θέλει να αλλάξει τα πράγματα, όπως μας είχε πει εδώ οινοποιός, είχε αναφερθεί στο πρόβλημα με το νερό που υπάρχει στο νησί, το οποίο πια δεν φτάνει για τους ντόπιους με τόσο αυξημένες τουριστικές ανάγκες και με την χρήση του σε υποδομές.

«Από το 2012 ως το 2019 η κατανάλωση του νερού διπλασιάστηκε. Από το 2019 στο 2022 αυξήθηκε κατά 18%, από το 2022 στο 2023 κατά 22%. Η αφαλάτωση η οποία υπολογίζαμε ότι θα μας καλύψει για 15 χρόνια, τελικά έφθασε για 5 χρόνια. Η κατανάλωση ενέργειας στο νησί έφθασε από 32,5 MW στην αιχμή της σεζόν το 2019 στα 59 MW πέρυσι και φέτος θα ξεπεράσει τα 65 MW. Στην Οία, όπου συνεχίζουν να γίνονται τουριστικές επενδύσεις, τον Απρίλιο είχαμε αύξηση επισκεπτών κατά 31% σε σχέση με πέρυσι και τον Μάιο κατά 28%. Το σοβαρότερο ζήτημα όμως είναι η υπερδόμηση, κι αυτό γιατί προκαλείται ανήκεστος βλάβη, το τοπίο δεν αποκαθίσταται».

Η Σαντορίνη στη στιγμή των πιο μεγάλων αποφάσεων

Επιπλέον, ο κ. Ζώρζος είχε τονίσει με σχετική απελπισία πως δε γίνεται το σκεπτικό όλων να είναι στη βελτίωση των υποδομών και όχι στην απαγόρευση νέων κατασκευών που μειώνουν το φυσικό περιβάλλον στη Σαντορίνη και σπαταλά πολύτιμους πόρους.

Είναι χαρακτηριστικό πως η Σαντορίνη έχει κάθε χρόνο 63 ημέρες υψηλού τουρισμού με αφίξεις δεκάδων χιλιάδων τουριστών. Υπάρχουν μέρες που με τα κρουαζιερόπλοια κατεβαίνουν στο νησί ως και 19.000 τουρίστες, αριθμός τεράστιος για να καλυφθεί από τους ανθρώπους που δουλεύουν στις επιχειρήσεις του νησιού. Και οι τουρίστες συσσωρεύονται και δεν μπορούν να απολαύσουν κανένα ηλιοβασίλεμα, αλλά και οι άνθρωποι που δουλεύουν, υπερβάλλουν εαυτόν και κουράζονται βάναυσα. Και δίνεται και σήμα στους αγωγιάτες να κακοποιούν περισσότερο τα ιπποειδή που μεταφέρουν αναίσθητους τουρίστες από το λιμάνι στην Καλντέρα.

Μπροστά σε αυτές τις συνθήκες είτε θα πρέπει να πέσουν κατά πολύ οι ημέρες υψηλού τουρισμού για να είναι τα πράγματα πιο βιώσιμα – ο δήμαρχος τοποθέτησε το ταβάνι στις 48 – είτε θα πρέπει να πέσει ο αριθμός τουριστών που κατεβαίνουν από τα κρουαζιερόπλοια στο νησί σε 4ψήφιο αριθμό μάξιμουμ.

Είναι ξεκάθαρο πως η Σαντορίνη θα χρειαστεί την παρέμβαση της κυβέρνησης για να «σωθεί», ειδάλλως θα πρέπει σιγά σιγά να βασιστεί σε ένα διάστημα αρνητικής διαφήμισης, για να μειωθεί ο ακραίος τουρισμός και να πάει σε αριθμούς που δεν παρεμποδίζουν τη βιωσιμότητά της.

Φυσικά, υπάρχει και η ατομική ευθύνη, ειδικά των Ελλήνων που επισκέπτονται τη Σαντορίνη. Όσο για παράδειγμα στηρίζεται ο high luxury τουρισμός στο νησί, τόσο θα αυξάνονται τα ξενοδοχεία με πισίνες, άρα θα αντλούνται υδάτινοι πόροι για κάτι αχρείαστο, ενώ θα μπορούσε αυτό το νερό να θρέψει τα χωράφια. Πρέπει η δική μας καλοπέρασε να μπει σε δεύτερη μέρα και να πάρει προτεραιότητα η βιωσιμότητα στη Σαντορίνη, αλλά και σε κάθε νησί στην Ελλάδα, γιατί αυτό που βλέπουμε στη Σαντορίνη, το βλέπουμε να ξεκινάει σε κάμποσα ακόμα νησιά.

Η τουριστική ευαισθησία και συνείδηση είναι κάτι που το έχουμε αγνοήσει μπροστά στην επιθυμία μας να απολαμβάνουμε φοβούμενοι μια νέα πανδημία, αλλά είναι αναγκαίο να επανέλθει και να έχουμε μια sustainable προσέγγιση στις ταξιδιωτικές μας επιλογές. Δύσκολο, προφανώς, αλλά αν δεν αρχίσουμε να το κατανοούμε, δε θα ξεκινήσουμε ποτέ να το εφαρμόζουμε.