Περιεχόμενα
Είναι η Ελλάδα αφιλόξενη; Από πότε; Η γκρίνια, όπως και η ομορφιά, αντικατοπτρίζεται στο μάτι του θεατή, όπως γράφει η Telegraph. Η χώρα των ψυχρών ώμων και της γκρίνιας του ενός είναι -σε διαφορετικό τόπο και χρόνο- το βασίλειο των κόκκινων χαλιών και του ξέφρενου γέλιου του άλλου. Έτσι, είναι αυτονόητο ότι η παρακάτω επιλογή, που περιλαμβάνει προορισμούς τους οποίους οι πιο πολυταξιδεμένοι συντάκτες της Telegraph δεν βρήκαν και τόσο φιλόξενους, χαρακτηρίζεται από υποκειμενικότητα- και δεν είναι ενδεικτική για το σύνολο των χωρών αυτών.
Στην κορυφή βρίσκεται η Ελλάδα και κυριολεκτικά ήταν μία δυσάρεστη έκπληξη για τη χώρα μας που τα καλοκαίρια δίνονται οδηγίες στους κατοίκους να μην ενοχλούν τους… τουρίστες και ακόμη πιο παράλογα, όπως ας πούμε να μην κυκλοφορούν συγκεκριμένες ώρες για να έχουν ελευθερία κινήσεων οι τουρίστες… Μάλλον η Telegraph μας τρολάρει χοντρά… Για να δούμε τη λίστα όμως και τι λένε οι συντάκτες της…
1. Ελλάδα
Ο Άντονι Περεγκρίν γράφει για την Ελλάδα… «Ελλάδα, ε; Ταβέρνες, μπουζούκια και φανταχτερός χορός; Περπάτημα με γαϊδουράκια, σπάσιμο πιάτων και ζωή μέχρι τα 150 με δίαιτα από ψητά ψάρια, ήλιο και καθαρό αέρα; Ευτυχισμένοι σαν τον Λάρι, λοιπόν; Όχι. Αυτή δεν είναι η Ελλάδα που ξέρω.
Δεν είναι πραγματικά η Ελλάδα που γνωρίζουν οι Έλληνες. Μια έρευνα νωρίτερα φέτος -από κάποια υπηρεσία του ΟΗΕ που είχε χρόνο στα χέρια της- τοποθέτησε την Ελλάδα στο νούμερο 64 της παγκόσμιας κατάταξης ευτυχίας, μόλις μπροστά από τη Λιβύη. (Το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν στο 20. Το νούμερο ένα ήταν, ως συνήθως, η Φινλανδία.) Μια άλλη έρευνα υποστήριξε ότι μόνο ένας στους 10 Έλληνες ήταν ευτυχισμένος με τη ζωή του, ενώ το 60% ήθελε να φύγει. Αυτό δεν με εκπλήσσει. Βέβαια, μιλάω μόνο για την Αθήνα, αλλά πόσο απαρηγόρητοι φαίνεται να είναι στην κοιτίδα της δημοκρατίας.
Έχω πάει μερικές φορές και δεν έχω καταφέρει ακόμα να φτάσω από το αεροδρόμιο στο κέντρο της πόλης, χωρίς να μπλέξω με ταξιτζήδες που θέλουν απεγνωσμένα να με κοροϊδέψουν (σ.σ.: ωχ, ωχ, μας πήρανε χαμπάρι!!!). Οι ρεσεψιονίστ των ξενοδοχείων σνομπάρουν (σ.σ.: σκάστε ένα γέλιο βρε παιδιά, δεν θα μας το κλέψουν!) και, στην υποτιθέμενα θερμόκαρδη περιοχή της Πλάκας, η χαρά είναι σαφώς περιορισμένη. Ένας «αγγλόφωνος» ξεναγός που προσλήφθηκε για την ημέρα με υψηλό κόστος δεν κατάφερε να σπάσει ούτε ένα χαμόγελο.
Μιλούσε αγγλικά περίπου τόσο καλά όσο το μέσο λαμπραντόρ (σ.σ.: υπερβολές!!!!!), οπότε έπρεπε να μαντέψω τι λέει όταν μου υπέδειξε ότι θα προτιμούσε να μη με πάει στον Παρθενώνα, επειδή ήταν μεγάλη απόσταση με τα πόδια. Στα μαγαζιά στο Κολωνάκι με έπιασαν στα κρύα του λουτρού (αλλιώς το λέμε στην Ελλάδα: από τον κ…ο) και με χρέωσαν τόσο πολύ για μισή φιάλη απερίγραπτου λευκού κρασιού (δεν υπήρχε κατάλογος κρασιών, μόνο η σύσταση του μπάρμαν) που αναγκάστηκα να ανανεώσω τα αποθέματα στο πλησιέστερο μηχάνημα. Με συνόδευε ένας μπράβος (σ.σ.: εμ ήθελες Κολωνάκι!).
Και, καθώς στεκόμουν στο βήμα του λόφου της Πνύκας, απ’ όπου ο Περικλής είχε απευθυνθεί στους συμπολίτες του, μια αγέλη αδέσποτων σκύλων έκανε κύκλους. Θεέ μου! Ακόμα και τα σκυλιά! Αυτή η πόλη ήθελε πραγματικά να με ξεφορτωθεί».
2. Κίνα
Η Σάρα Μάρσαλ έγραψε για την Κίνα: «Αναγκασμένοι να μοιράζονται τους μποτιλιαρισμένους δρόμους και την αιθαλομίχλη, τον πνιγηρό αέρα, με 1,4 δισεκατομμύρια ανθρώπους, οι Κινέζοι πολίτες είναι λογικό να γίνονται λίγο γκρινιάρηδες κάθε τόσο. Με είχαν διαβεβαιώσει, ωστόσο, ότι η Τσενγκντού θα ήταν διαφορετική. Είναι, άλλωστε, η πατρίδα του γιγάντιου πάντα -ένα πλάσμα τόσο καλοκάγαθο που ο αγώνας του για επιβίωση περνάει σε μεγάλο βαθμό περιστρεφόμενος πάνω σε ελαστικά Pirelli.
Αμέσως μετά την άφιξή μου, ξεκίνησα να βρω ένα τοπικό εστιατόριο. Διασκεδάζοντας με την αδέξια παραγγελία μου, η σερβιτόρα χασκογελούσε καθώς παρέδιδε μια αταίριαστη ποικιλία συνοδευτικών πιάτων. Ήταν σαν το τραπέζι να είχε γεμίσει πιάτα γεύσεων στο σκοτάδι. Αλλά όλα τα χαμόγελα εξαφανίστηκαν όταν συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει την τσάντα μου. Μέσα σε λίγα λεπτά, το ξινισμένο προσωπικό κάλεσε την αστυνομία.
Έχοντας οίκτο, ένας νεαρός φοιτητής μπήκε στη μέση. Η κάρτα μου για να γλιτώσω από τη φυλακή ήταν ένα σημείωμα Post-It που εξηγούσε ότι ήμουν απλώς μία ηλίθια με τζετ λαγκ και όχι κλέφτρα. Ακόμα δεν είχε πειστεί, ακόμη και όταν η ιδιοκτήτρια με πήγε με βάτραχο μέχρι την πολυτελή σουίτα μου στο Shangri-La. Πενήντα λεπτά άγχους για το μεγάλο ποσό των 50 Ρενμίνμπι (περίπου 5 λίρες). Στην Κίνα, η φιλοξενία έχει τίμημα».
3. Ινδονησία
Ο Σιν Τόμας έζησε τη δική του περιπέτεια στην Ινδονησία: «Είναι η Ινδονησία που έχει τους πιο γκρινιάρηδες, αλλά όχι το σύνολο του γιγαντιαίου αρχιπελάγους της, εννοώ πολύ συγκεκριμένα το νησί της Ιάβας. Ήμουν σε ένα ταξίδι Τύπου και τίποτα απ’ όσα μπορούσαμε να κάνουμε δεν ήταν σωστό.
Για τους διοργανωτές, οι δημοσιογράφοι ήταν είτε αργοπορημένοι, ατημέλητοι, μεθυσμένοι (εμείς δεν ήμασταν), ανυπάκουοι ή, σε μια περίπτωση, “καγχάζαμε πολύ” κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στον ζωολογικό κήπο, δείχνοντας έτσι μια ασεβή συμπεριφορά. Απέναντι σε τι; Στις ευαίσθητες σαύρες στο ερπετοτροφείο;
Αυτό το αίσθημα κακεντρέχειας επεκτάθηκε πέρα από τη δημοσιογραφική μας παρέα (η οποία σύντομα έγινε επαναστατική) και εκτός του δρομολογίου μας. Οι οδηγοί ταξί στην Τζακάρτα φαίνονταν μονίμως εκνευρισμένοι (για να είμαστε δίκαιοι, η κίνηση στην Τζακάρτα θα μπορούσε να τρελάνει οποιονδήποτε).
Οι καταστηματάρχες σήκωναν τους ώμους με εξασκημένη αγένεια, όπως οι Γάλλοι σερβιτόροι παλαιού τύπου. Αυτό έφτασε στο αποκορύφωμά του όταν πήγα σε ένα φαρμακείο της Τζακάρτας με μια ήπια ασθένεια και απλώς αρνήθηκαν να με εξυπηρετήσουν. Εντελώς ξεκάθαρα. Καμία σχέση με τη γλώσσα. Απλώς φύγετε. Δεν έχω ιδέα γιατί. Ευτυχώς που δεν έπαθα καρδιακή προσβολή».
4. Μεξικό
Το Μεξικό αποδείχθηκε «παγίδα» για την Χέιζελ Πλας: «Το Μεξικό είναι υπέροχα ζεστό και συγκλονιστικά φιλικό -αρκεί να βάζεις στην παλάμη κάποιου πέσος. Αλλά έπειτα από μια εβδομάδα ζωής ως κινούμενο ΑΤΜ, είχα πλέον γονατίσει. Είχαμε προσλάβει τον Μιγκέλ, έναν ντόπιο ξεναγό, για μια περιήγηση από την Πόλη του Μεξικού στην Οαχάκα -αλλά δεν ενδιαφερόταν να αποκαλύψει τα μυστήρια των Μάγια, ούτε τα επιτεύγματα των Αζτέκων. Όχι, ήθελε απλώς να γεμίσει τις τσέπες του και τις τσέπες των φίλων του.
Όπου κι αν πηγαίναμε, μας σύστηνε τους συνεργάτες του: κατασκευαστές τεκίλας, υφαντές χαλιών, ύποπτους έμπορους «παλαιών» αντικειμένων, όλοι τους πουλούσαν την πραμάτεια τους. Ήταν πολύ φιλικό, μέχρι που στα μισά του ταξιδιού αποφασίσαμε ότι οι τραπεζικοί μας λογαριασμοί -και οι φουσκωμένες βαλίτσες μας- δεν μπορούσαν να αντέξουν άλλο. Η διάθεση χάλασε αμέσως. Καθώς σταματήσαμε να ξοδεύουμε, ο Μιγκέλ έγινε κακότροπος και απορριπτικός, και σε κάθε στάση (δηλαδή ευκαιρία για ψώνια) οι φίλοι του ενοχλούσαν τόσο πολύ που ακόμη και ο 1,80 μ. ψηλός φίλος μου, που ήταν χτισμένος στο ράγκμπι, τρόμαξε.
Μαζί με την αναπόφευκτη τροφική δηλητηρίαση, το Μεξικό φαινόταν όλο και πιο εχθρικό κάθε μέρα -και όταν το ταξί μας για το αεροδρόμιο της Οαχάκα (επιτέλους!) μπλοκαρίστηκε από έναν ψεύτικο αστυνομικό κλοιό, νόμιζα ότι ο Μιγκέλ είχε τελικά βρει έναν τρόπο να γυρίσει τη βίδα. Παρόλο που ένας άνθρωπος και οι φίλοι του δεν μπορούν να εκπροσωπήσουν όλο το Μεξικό, ο ξεναγός είναι ο αγωγός μεταξύ ταξιδιώτη και έθνους, ένας πρεσβευτής της χώρας του. Ο Μιγκέλ ήταν άπληστος, μη φιλικός -και αυτή είναι μια εντύπωση για το Μεξικό που απλώς δεν μπορώ να αποτινάξω».
5. ΗΠΑ (μόνο στα αεροδρόμια)
Ο Πολ Μπλούμφελντ γράφει για τα αεροδρόμια της Αμερικής: «“Ποιος είναι ο σκοπός της επίσκεψής σας, κύριε;”. Είχα ακούσει φήμες για τους βλοσυρούς Αμερικανούς υπαλλήλους μετανάστευσης, αλλά ο τύπος στο JFK ήταν το κάτι άλλο.
“Έχετε ποινικό μητρώο;” συνέχισε. “Έχετε μαζί σας θανατηφόρα όπλα; Σκοπεύετε να πραγματοποιήσετε τρομοκρατικές ενέργειες σε αμερικανικό έδαφος;”. Αμήχανος, ξεστόμισα τις αρνήσεις μου, η καθεμία από τις οποίες φαινόταν πιο κούφια και λιγότερο αληθοφανής από την προηγούμενη. Τότε ακούστηκε το ασύλληπτο: “Γνωρίζατε ότι χάνετε τα μαλλιά σας;”. Ορίστε;
“Βέβαια. Αυτή η φωτογραφία διαβατηρίου είναι απαίσια, αλλά σίγουρα έχετε αραιώσει στο μπροστινό μέρος”.
Και αυτό πώς ακριβώς σχετίζεται με την εθνική σας ασφάλεια; Δεν είπα κάτι τέτοιο, φυσικά -ήταν ξεκάθαρα ένα τέχνασμα για να με εκνευρίσει. Από κοινού με το λοιπό ανάλογο προσωπικό στα αμερικανικά αεροδρόμια, ήμουν αρκετά σίγουρος ότι είχε χαμογελάσει για τελευταία φορά κάποια στιγμή πριν από την αποπομπή του Νίξον. Τελικά, η πλάκα του τελείωσε, με άφησε να περάσω με ένα τελευταίο απορριπτικό γρύλισμα και μια σφραγίδα. Αυτό είναι το παράδοξο των ΗΠΑ, τουλάχιστον κατά την εμπειρία μου. Στην άγρια φύση, όλα είναι χαμογελαστά. Μεταξύ του check-in και των αεροσκαφών, κανένας ένστολος δεν προσποιείται ότι θέλει να περάσεις καλά».
6. Αργεντινή
Ο Κρις Μος γράφει την εμπειρία του από την Αργεντινή: «Ανάμεσα σε μια χούφτα λέξεις-κλειδιά του λεξιλογίου που μοιράζονται όλοι οι Αργεντινοί, η λέξη “bronca” είναι η κορυφαία. Ιταλικής προέλευσης, είναι σχεδόν μεταφράσιμη ως ενοχλητική, έξαλλη, κακοδιάθετη και αγωνιώδης, όλα μαζί.
Χρησιμοποιείται σε διάφορα μέρη του λόγου, με πιο χαρακτηριστική την έκφραση “me da bronca” -που σημαίνει “με κάνει να θυμώνω”. Φέρει μαζί της την αίσθηση ότι η μοίρα είναι εναντίον του ατόμου και -αφού όλοι βράζουν από bronca- ολόκληρου του έθνους. Η οικονομική και κοινωνική παρακμή, μια μοχθηρή πολιτική τάξη, οι τεράστιες ανισότητες στον πλούτο, ο υπερπληθωρισμός και όλα τα άλλα δεινά που κατατρέχουν το έθνος εδώ και έναν αιώνα, έχουν κάνει τους ανθρώπους πολύ πολύ θυμωμένους.
Προσθέστε ένα λατινικό ταμπεραμέντο, έναν υπερμεγέθη εγωισμό και τον φθόνο για πιο σταθερές και επιτυχημένες χώρες και έχετε πολλή οργή και χολή. Από τους οδηγούς ταξί μέχρι τους ποδοσφαιριστές, τους δημοσιογράφους μέχρι τους επιστάτες, τους σερβιτόρους μέχρι τα πολυταξιδεμένα μέλη της μεσαίας τάξης, η bronca είναι παντού. Ευτυχώς, έρχεται σε εξάρσεις, και συνήθως συνοδεύεται από εξυπνάδα και γοητεία που κάνουν τους Αργεντινούς καλή παρέα και πολύ διασκεδαστικούς».
7. Γαλλία
Τι έζησε η Κέρι Γουόκερ στη Γαλλία; «Οι Γάλλοι, με το γαλλικό ανασήκωμα των ώμων και το κλείσιμο του ματιού, συνηθίζουν να ανταποκρίνονται στο στερεότυπο ότι είναι ένα από τα πιο γκρινιάρικα έθνη του κόσμου. Αν θέλετε να αποφύγετε να σας απορρίψουν ως άλλον έναν εκνευριστικό τουρίστα, καλύτερα να μάθετε τα πολιτιστικά στοιχεία, να αποφύγετε την ψιλοκουβέντα (πολύ ρηχή) και να βελτιώσετε τη γραμματική και την προφορά σας tout de suite -αλλιώς να περιμένετε ένα καυστικό βλέμμα και μια αποθαρρυντική απάντηση στα αγγλικά. Έχει σημασία η γεωγραφία; Απολύτως.
Όσο κι αν θέλω να αγαπήσω το Παρίσι, βρίσκω τους Παριζιάνους θετικά ψυχρούς -τις ορδές στο μετρό, τις αποδοκιμαστικές γκρίνιες στις ουρές των boulangerie, τους αγενείς ταξιτζήδες, τους γκρινιάρηδες σερβιτόρους που σε κοιτάζουν κατευθείαν σαν να φοράς μανδύα αορατότητας, ενώ το μόνο που θέλεις είναι μπριζόλα. Μην το παίρνετε προσωπικά, είναι απλώς ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα εδώ. Αν θέλετε μια πιο φιλική υποδοχή, πηγαίνετε νότια, όπου τα πράγματα είναι πιο ζεστά σε κάθε επίπεδο».
8. Βραζιλία
Γιατί δεν άρεσε στην Αμάντα Χάιντ η Βραζιλία; «Ο σύζυγός μου, ο οποίος θα μπορούσε να περάσει για Αμερικανός τουρίστας, φαινόταν ελαφρώς αταίριαστος στη βορειοανατολική πολιτεία της Βραζιλίας, την Μπαΐα. Αυτό σήμαινε ότι τον πολιορκούσαν απροσδόκητα δύστροποι πωλητές σουβενίρ στην κεντρική πλατεία της πρωτεύουσάς της, του Σαλβαδόρ.
Εγώ ταίριαζα λίγο καλύτερα, πράγμα που θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί ο ντόπιος έμπορος ναρκωτικών προσπάθησε να μου πουλήσει τα προϊόντα του σε ένα νυσταγμένο θέρετρο στην ακτή της Μπαΐα, κουνώντας μανιωδώς ένα μικρό κουτάλι στο οπτικό μου πεδίο, ενώ φορούσε την έντονη έκφραση ενός κατά συρροή δολοφόνου κινηματογραφικής ταινίας. Η ξεναγός μας αναστέναζε και ξεφυσούσε σε κάθε αλληλεπίδραση.
Μια ομάδα παικτών του ποδοσφαίρου στην παραλία χλεύασε την προφορά μας καθώς προσπαθούσαμε να βρούμε την τοπική farmácia για να αντιμετωπίσουμε τα μολυσμένα τσιμπήματα κουνουπιών. Τα χαμόγελα ήταν τόσο σπάνια που, όταν τελικά συναντήσαμε μερικούς φιλικούς ντόπιους σε ένα beach bar, ξύπνησε μέσα μου η βρετανική μου επιφύλαξη. Καθώς χτυπιόντουσαν και λικνίζονταν με bossanova, πρόβαλλα διάφορες δικαιολογίες και το έβαλα στα πόδια.
9. Ο γαλλόφωνος Καναδάς
Γιατί τάραξε τον Ρόμπερτ Τζάκμαν μόνο ο γαλλόφωνος Καναδάς; «Υπάρχει μια διάσημη ιστορία για τον Τζέρι Σάντοβiτς, τον αθυρόστομο κωμικό, που εμφανιζόταν στο Μόντρεαλ τη δεκαετία του 1990. Αφού άνοιξε με ένα αστείο για το γαλλόφωνο καθεστώς του Κεμπέκ, δέχτηκε γροθιά από ένα εξοργισμένο μέλος του κοινού.
Μέχρι εκείνο το σημείο αναφοράς, η υποδοχή μου στο Μόντρεαλ, τη μεγαλύτερη πόλη του Κεμπέκ, ήταν θετικά λαμπερή. Ωστόσο εξακολουθεί να ξεχωρίζει ως ένα από τα πιο κακότροπα μέρη που έχω επισκεφθεί ποτέ, με τους Κεμπέκους να απολαμβάνουν το στερεότυπο της υπεροψίας τους. Πάρτε για παράδειγμα την εξυπηρέτηση: Ενώ ο τοπικός νόμος υπαγορεύει ότι στους πελάτες πρέπει να δίνεται γαλλικό μενού, τα εστιατόρια δίνουν αγγλικό σε όποιον το ζητάει. Στην πράξη, όμως, τέτοια αιτήματα μπορούν να προκαλέσουν την κατσουφιά που ανάλογη θα περιμένατε να δείτε αν ζητούσατε να σας αφαιρέσουν μια χρέωση σερβιρίσματος στο Λας Βέγκας.
Για τους μη γαλλόφωνους, το Κεμπέκ είναι γεμάτο από τέτοιες “παγίδες”, πολλές από τις οποίες πηγάζουν από την ιστορία του αυτονομισμού της επαρχίας. Ίσως η πιο χρήσιμη συμβουλή ήρθε από έναν Καναδό φίλο που με συμβούλεψε να ρωτάω πάντα τους Κεμπέκους αν είναι εντάξει να μιλάω αγγλικά εκ των προτέρων. Σίγουρα, σχεδόν όλοι τους είναι πλήρως δίγλωσσοι, εξήγησε, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Δεν ελέγχετε την ικανότητά τους -ζητάτε την άδειά τους».
10. Αυστρία
Γιατί δεν είναι φιλική η Αυστρία σύμφωνα με τον Ρομπ Κροσάν; «Υπάρχει ένας στερεοτυπικός χαιρετισμός και απάντηση που χρησιμοποιούν οι πολίτες της Βιέννης. Σε αδρή μετάφραση από τα γερμανικά στα αγγλικά έχει την εξής μορφή: “How are you? (Πώς είστε;)”, “Δεν παραπονιέμαι -αλλά θα το ήθελα”.
Αυτό συνοψίζει τέλεια την Αυστρία, και ιδιαίτερα την πρωτεύουσά της. Αν νομίζετε ότι το κεντρικό Παρίσι έχει την τάση να πιστεύει ότι η κορύφωση του πολιτισμού επιτεύχθηκε γύρω στο 1909, θα πρέπει να δείτε τη Βιέννη. Εδώ, το ρολόι σταμάτησε κάπου γύρω στην εποχή που ο Λεοπόλντ φον Σασέρ- Μαζόχ έγραψε την “Αφροδίτη με τις Γούνες” και έδωσε σε ολόκληρο το έθνος τη γεύση του σαδομαζοχισμού. Αυτό το ήθος μεταφράζεται σήμερα σε μια πόλη που δεν είναι φιλική προς τους τουρίστες, τους σκύλους ή τα παιδιά. Στην πραγματικότητα, δεν είναι φιλική προς κανέναν, συμπεριλαμβανομένων των ντόπιων.
Ίσως όλα αυτά τα χρόνια που βρισκόταν στην πρώτη γραμμή της μάχης κατά των κομμουνιστών και των Οθωμανών να έχουν καταβάλει το τίμημά τους. Η ξεναγός μου αρνήθηκε να χαμογελάσει, φάνηκε να προσβάλλεται σφόδρα από κάθε ερώτησή μου και μου είπε ότι οι (στην πραγματικότητα μάλλον κομψές) βυσσινί μπότες μου ήταν “πολύ ατημέλητες” για να τις “δει” στο αγαπημένο της βιεννέζικο καφέ.
Ίσως η σιωπηλή οργή τους να πηγάζει από την επίγνωσή τους ότι ο πιο διάσημος Αυστριακός στις μέρες μας δεν είναι ο Γκούσταβ Κλιμτ, ο Σίγκμουντ Φρόιντ ή ο Μότσαρτ. Είναι ο Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ. Πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς την αντίδραση ενός ιδιοκτήτη καφετέριας που με είδε να φωτογραφίζω την είσοδο του χώρου του. Βγαίνοντας έξω, όπου στεκόμουν στο πεζοδρόμιο, φώναξε: “Θέλετε να καλέσω την αστυνομία;”. Ανταπάντησα ρωτώντας τι έγκλημα υποτίθεται ότι διέπραξα. Ο ιδιοκτήτης επέστρεψε ορμητικά στο εσωτερικό του (εγκαταλελειμμένου) καφενείου του μουρμουρίζοντας βρισιές.
Η μεγαλοπρέπεια των κτιρίων, η αγένεια των καταστηματαρχών, οι υψηλές τιμές των πάντων, από τον καφέ μέχρι τα λάχανα, συνωμότησαν για να με στείλουν πίσω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου το τελευταίο βράδυ μου στη Βιέννη, κρυμμένο με ένα μπουκάλι (απαίσιο) Grüner Veltliner. Η ξινίλα της Αυστρίας με είχε λυγίσει. Η παρακολούθηση του Terminator 2 στο απαίσιο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου δεν βοήθησε πολύ στην άρση της κατήφειας».