Δεν είμαι φαν των σειρών κατασκοπείας, προτιμώ το καθαρόαιμο αστυνομικό, αλλά βλέποντας τη Μικρή Τυμπανίστρια στο Ertflix κυριολεκτικά ενθουσιάστηκα.
Στη μεταφορά του κλασικού έργου του Λε Καρέ Η Μικρή Τυμπανίστρια από τον Παρκ Τσαν-Γουκ, ο Κορεάτης δημιουργός παίρνει την παγκόσμια γοητεία του «The Night Manager» και την βελτιώνει προσθέτοντας στη συνταγή του συναρπαστική κατασκοπεία.
Συνειδητοποίησα ότι έχω το ίδιο πρόβλημα με τα θρίλερ του Τζον Λε Καρέ, όπως και με το The Americans: Δεν καταλαβαίνω πού τελειώνει η πραγματικότητα και πού αρχίζει η φαντασία.
Γιατί όσα βλέπεις στην οθόνη είναι τόσο απίστευτα που μπορούν να γίνουν πιστευτά… Ρώσοι αδρανείς πράκτορες διασκορπισμένοι στις ΗΠΑ, που είναι έτοιμοι να ανατρέψουν το κακό του καπιταλισμού και μία ιστορία που σίγουρα δεν θα μπορούσε να συμβεί σε σένα ή ίσως και να μπορούσε… Θέλω να πω, είναι τρελό. Αλλά, προφανώς, είναι αλήθεια.
Πάντα θεωρούσα τους κατασκόπους έναν «αστικό» μύθο (ή τελικά όχι και τόσο, γιατί μπορεί να ζουν ανάμεσά μας). Ωστόσο ακόμη και αν είναι προϊόν μυθοπλασίας (ή όχι και τόσο) αποτελούσαν πάντα έμπνευση για συναρπαστικά έργα λογοτεχνίας, σειρές και ταινίες.
Για παράδειγμα ο Τζέιμς Μποντ είναι μια ωραιοποιημένη, ειρωνική εκδοχή της πραγματικότητας και αναρωτιέμαι αν υπάρχουν κατασκοπεία ή αντικατασκοπεία ή απλώς ένας κοσμοπολίτης πλούσιος που αναζητά την περιπέτεια. Πού θα έβρισκες την ενέργεια, το κίνητρο; Οι άνθρωποι δεν ανησυχούν τόσο πολύ για τις χώρες τους, έτσι δεν είναι;
Και όμως… Μπορεί η πραγματικότητα να σε εκπλήξει… Γιατί για κάποιους αυτή η δράση μπορεί να είναι η καθημερινόττητά τους, μπορεί να μη μπορούν να ζήσουν χωρίς την αδρεναλίνη που προσφέρει η αίσθηση κινδύνου.
Και το πιο ισχυρό παράδειγμα αυτού βρίσκεται στην καρδιά της τελευταίας διασκευής του Λε Καρέ, τη Μικρή Τυμπανίστρια, μία σειρά έξι επεισοδίων που προβάλλεται στο Ertflix.
Η σειρά ξεκινάει με μια βόμβα που εκρήγνυται στο σπίτι ενός Ισραηλινού ακόλουθου στη Δυτική Γερμανία, δεν τον βρίσκει τυχαία, αλλά σκοτώνει τον οκτάχρονο γιο του.
Η βόμβα τοποθετήθηκε από μια νεαρή γυναίκα που εργαζόταν στο πλαίσιο ενός δικτύου πυρήνων που διαχειρίζεται ένας πανέξυπνος και ασύλληπτος Παλαιστίνιος ονόματι Χαλίλ.
Παρέχει το σύνθημα στον Μάρτιν Κουντζ (τον οποίο υποδύεται ο αξιόλογος Μάικλ Σάνον), τον επικεφαλής μιας ομάδας Ισραηλινών κατασκόπων που εργάζονται μυστικά να οργανώσει πιο επισταμένα την αποστολή του για να βρει τον Χαλίλ και να τον σταματήσει, όχι και τόσο ευγενικά.
Για να πολεμήσει τη φωτιά με τη φωτιά, ο Κουρτς θεωρεί απαραίτητο να στρατολογήσει και μια νεαρή γυναίκα στην ομάδα του. Κυριολεκτικά θαυμάζω την ακρίβεια της απόδοσης της ιστορίας ή το μπρίο με το οποίο οι «ανοησίες» γίνονται πιστευτές και συναρπαστικές;
Όποιον τρόπο κι αν επιλέξουμε, μπορούμε όλοι να είμαστε ευγνώμονες που έφερε την Τσάρλι στο παιχνίδι. Την υποδύεται η Φλόρενς Που με τέτοια αυθεντική μαχητικότητα, συμπιεσμένη ενέργεια και εξυπνάδα, που αν δεν την περιέβαλλαν δύο εξαιρετικοί καλλιτέχνες, όπως ο Σάνον και ο Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, θα κινδύνευε να κάνει όλους τους άλλους να μοιάζουν με αναίμακτη κρυπτογράφηση.
Η Τσάρλι είναι μια ηθοποιός που βρίσκεται σε διακοπές εργασίας στην Ελλάδα μαζί με τους συμπρωταγωνιστές της, τις οποίες πληρώνει ο νέος ανώνυμος προστάτης τους. Εκεί τους πλησιάζει και γίνονται φίλοι -ξέρετε πώς είναι οι ηθοποιοί, βασικά ανόητοι- με έναν παράξενο, σημαδεμένο άντρα, τον Τζόζεφ (ο Σκάρσγκαρντ σε έναν ρόλο που αξιοποιεί άριστα το παράξενα αιθέριο χάρισμά του και το επίμονο υπόγειο της μελαγχολίας του).
Μόνο εκείνη είναι καχύποπτη, παρατηρώντας μεταξύ άλλων ότι εκείνος σιγοτραγουδάει μια μελωδία μοναδική που δημιουργήθηκε για την παράσταση που έκαναν στο Λονδίνο πριν φύγουν.
Τελικά, με μία σειρά σκηνοθετημένων συμπτώσεων κατά τη διάρκεια των οποίων δοκιμάζουν ο ένας τον άλλον και σφυρηλατούν μια πειστική, ιδιότυπη σχέση αντί για μια σχέση που βασίζεται απλώς στο ότι εκείνη είναι μια καυτή νεαρή ηθοποιός και εκείνος μοιάζει με τον Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, συμφωνεί σε ένα είδος ραντεβού.
Στο τέλος του ανακαλύπτει ότι η υποκριτική της ικανότητα, η άγρια μνήμη της και η δυνητικά συμπαθής πολιτική της την έχουν καταστήσει ιδανικό υλικό στρατολόγησης για τον Κουρτζ, παρά την ιδανική κοπέλα για τον Τζόζεφ.
Ενώ εκείνος την αποπλανούσε, η υπόλοιπη ομάδα παρακολουθούσε τον μικρότερο αδελφό του Χαλίλ, τον Σαλίμ -και από το επόμενο επεισόδιο, το κυνήγι αρχίζει.
Όλα είναι έξοχα, όμορφα φτιαγμένα και οι διάλογοι ακούγονται τόσο καλά όσο φαίνονται και όλα τα υπόλοιπα. Η αισθητική υπέροχη, η παλέτα με βαθιά χρώματα, τα κάδρα σουρεαλιστικά και ιδιαίτερα, η Ελλάδα μοιάζει με ζωγραφιά, δεν θα μπορούσε να προβληθεί με καλύτερο τρόπο, και οι ερμηνείες ζωντανές και όσο χρειάζεται επιτηδευμένες. Άλλωστε μιλάμε για κατασκόπους. (Θα έλεγα ότι η αισθητική, τα χρώματα και ο ζωώδης μαγνητισμός των γυναικών μου θύμισε και λίγο τον λατρεμένο Φασμπίντερ).
Μέχρι το τέλος της σειράς έχετε στρατολογηθεί και οι ίδιοι περισσότερο από όσο η Τσάρλι. Απλώς αφήστε τον εαυτό σας να παρασυρθεί στη μαγεία του Λε Καρέ.
Υ.Γ.: Αν και δεν το συνηθίζω θα κάνω και δύο ελαφρά σπόιλερ. Υπέροχη η σκηνή που γυρίστηκε στον βράχο της Ακρόπολης με τον Τζόζεφ και την Τσάρλι να παίζουν με τις σκιές και τον ρομαντισμό, μοιάζοντας όπως λέει ο Κουρτζ με πανέμορφα μοντέλα σε μία στιλιζαρισμένη φωτογράφηση, καθώς αναδίδουν εκείνη τη λάμψη που έχουν οι άνθρωποι όταν ερωτεύονται.
Το ελληνικό τραγούδι του Βασίλη Βασιλειάδη Γκουντ Μπάι ως μουσικό χαλί σε μία σκηνή δράσης, θα έλεγα και κομβική, μία ελληνική καλτιά, ήταν πραγματικά αναπάντεχη επιλογή!!!