Στον αστερισμό του Maestro βρίσκεται και πάλι ένα σημαντικό κομμάτι της δημόσιας συζήτησης και δη στα τηλεοπτικά και στις ιστοσελίδες, μετά την διαθεσιμότητα της σειράς στο Netflix παγκοσμίως. Λίγους μήνες μετά την είσοδό του στην ελληνική πλατφόρμα και την κυπριακή, η σειρά του Χριστόφορου Παπακαλιάτη βρίσκεται σε όλες τις χώρες όπου υπάρχει Netflix και με την είσοδό της, κατάφερε να βρεθεί στο top-10.

Αυτό που δε γίνεται να μην παραδεχτεί κανείς, είναι ότι αυτός που κάνει πρώτος κάτι, είναι πάντοτε αυτός που παίρνει τα περισσότερα εύσημα. Το Maestro έγινε η πρώτη ελληνική σειρά που βρέθηκε στην πλατφόρμα σε διεθνές επίπεδο, επομένως, οφείλουμε να της το αναγνωρίσουμε.

Το ότι βρέθηκε στην ελληνική έκδοχη και την κυπριακή, δεν έχει να λέει κάτι, γιατί προφανώς όταν μια σειρά έχει τόση απήχηση και είναι κάθε βδομάδα talk of the town, θα μπει στο ελληνικό Netflix, το οποίο βλέπει ελληνικό κοινό και δη η γενιά των ανθρώπων που δεν ανοίγουν τηλεόραση ή δεν έχουν καν τηλεόραση.

Ήταν όμως ένας προθάλαμος το ελληνικό Netflix για τον διεθνή πλου του Maestro και του καστ που σαφέστατα βιώνει μια σπουδαία στιγμή στην καριέρα του, είτε μιλάμε για βετεράνους όπως η Μαρία Καβογιάννη και ο Τσορτέκης, είτε για πιο νέους όπως η Ανδριολάτου, ο Χαλκιάς και ο Κίτσος.

Είναι ένα επαρκές κριτήριο για το Maestro ότι υπάρχει στην 8η θέση των trends σε κάποιες χώρες; Ανάλογα τι ικανοποιεί τον καθένα. Αν το ενδιαφέρον στρέφεται στην εμπορικότητα, τότε ναι. Αν υπάρχουν και άλλα κριτήρια, τότε αυτό δεν έχει να λέει απολύτως τίποτα. Είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης.

Άλλωστε, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες αγορές, έχουμε δει «πατάτες» και «πατάτες» να μπαίνουν όχι απλώς στην δεκάδα, αλλά να πιάνουν και την πρώτη θέση. Αν δείτε για παράδειγμα την πρώτη ταινία στο Netflix στην Ελλάδα, είναι το Fast and the Furious 9. Αν δείτε την ταινία και αντέξετε πάνω από 20 λεπτά, ελάτε να μου τηλεφωνήσετε. Ναι οκ, δεν έχετε τον αριθμό μου.

Τα trends του Netflix δεν αποτέλεσαν ποτέ κριτήριο

Μια σειρά, μια ταινία, ένα τραγούδι στις μέρες μας, φτάνει να γίνεται επιτυχία επειδή σάρωσε στο TikTok, επειδή έγραψαν 50 άνθρωποι στο Twitter και την έκαναν trend και μετά οι ιστοσελίδες το πούλησαν σαν κάτι το σπουδαίο.

Ότι το Maestro έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, δεν λέει κάτι για την ποιότητα του, η οποία είναι και ένα υποκειμενικό κριτήριο. Αλλά γιατί να καταργείται στον βωμό του «εδώ κοτζάμ Netflix την πήρε και θα εμπιστευτώ εσένα;», αυτό το υποκειμενικό κριτήριο; Έτσι όπως είναι το Netflix, αύριο να φτιάξω μια σειρά με την καθημερινότητα μου, χωρίς κανέναν ειρμό και να τους δώσω 2 εκατομμύρια ευρώ για να την βάλουν στην πλατφόρμα, πρωτιά στα trends θα πάρει.

Ας το δούμε κι από την πλευρά του θεατή. Δείτε πώς λειτουργείτε με κάθε νέα σειρά και ταινία που εμφανίζεται κάθε Παρασκευή. Την βλέπετε. Και το Netflix έχει αλγόριθμο που ανεβάζει τη σειρά, αρκεί να την δει κάποιος για τουλάχιστον δύο λεπτά. Είναι μια από τις περιπτώσεις που η στατιστική δεν βρίσκεται ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, αλλά πιο κοντά στο ψέμα. Όπως λειτουργούμε εδώ, λειτουργούν και στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, το Ισραήλ, τη Μάλτα και όπου αλλού το Maestro έπιασε top-10.

Δεν επιχειρώ να αποδομήσω το Maestro. Επιχειρώ μια προσέγγιση στο γιατί καιγόμαστε τόσο να πιστοποιηθεί με κάποιον βαρύγδουπο τίτλο ότι μια επιλογή μας είναι καταπληκτική. Αν το Maestro δεν έμπαινε ποτέ στο Netflix, θα νιώθαμε λιγότερο καλά που μας άρεσε; Ή, τώρα νιώθουμε άσχημα που δε μας άρεσε;

Ο καθένας κρίνει από το μετερίζι του. Ο Παπακαλιάτης από το μετερίζι του δημιουργού θα νιώθει, υποθέτω, τρισευτυχισμένος που η σειρά του φτάνει σε τόσες δεκάδες εκατομμύρια μάτια. Η παραγωγή Foss το ίδιο. Οι ηθοποιοί επίσης. Ο θεατής όμως δεν κοιτάζει ισολογισμούς και μπάτζετ. Κοιτάζει την εικόνα, το αποτέλεσμα, αυτό που του δημιουργεί κάθε μορφή αφήγησης.

Κι ο Παπακαλιάτης γεννά συναισθήματα με τις αφηγήσεις του. Απλώς δεν το κάνει με την ίδια την ιστορία. Το κάνει με τη μουσική κυρίως και μετά με την εικόνα και το μοντάζ. Ίσως κάπου και τον τρόπο λήψης.

Με λίγα λόγια, το Maestro δεν πέτυχε κάτι το εξωπραγματικό με το να πάει στα trends του Netflix. Πέτυχε κάτι πολύ όμορφο τη στιγμή που γυριζόταν ενδεχομένως, αλλά και μετά στο μοντάζ. Από κει και πέρα, όλα είναι μάρκετινγκ και «φούσκες» που τις κυνηγούν τα παιδιά και τις σπάνε.