Το ξεκίνημα στη Famagusta ήταν δυνατό, το διάγγελμα του Μακάριου υπήρξε ανατριχιαστικό. Θα κάνω μία αυτοαναφορική εισαγωγή. Στις πρώιμες παιδικές μου μνήμες υπάρχουν αυτές οι αναμνήσεις, στιγμές που τότε γέμιζαν την παιδική μου ψυχή με φόβο και ανασφάλεια.
Σκεφτόμουν τότε -επειδή νιώθαμε πώς ό,τι βλέπαμε στην τηλεόραση ήταν και αυτό οικογένειά μας (ήταν οι πολύ αθώες ασπρόμαυρες εποχές της τηλεόρασης)- πώς όπως αυτά τα παιδιά τα κυνηγούσε ο πόλεμος -ταυτιζόμουν κυρίως με τα παιδιά ως παιδί και εγώ τότε- μπορεί να κυνηγούσε και μένα και τη δική μου οικογένεια.
Ότι μπορεί όπως εκείνων οι γονείς έγιναν φωτογραφίες αναζήτησης, το ερώτημα «αν κάποιος τον είδε», ότι έπρεπε και εγώ να φοβάμαι μήπως οι δικοί μου γονείς γίνουν τέτοιες φωτογραφίες. Θυμάμαι και τη φωνή του Μακάριου…
Επομένως σίγουρα για εμένα υπήρξαν τραυματικές, που ουσιαστικά τις ζούσα από τη σιγουριά του σαλονιού μας, πολλαπλάσια -ατελείωτα- τραυματικές ήταν για εκείνους που τις βίωσαν στην πραγματικότητα. Υπάρχουν συνομήλικοί μου που είναι τα βιώματά τους ο διωγμός του πολέμου και η απώλεια των αγαπημένων τους, για αυτό και «Δεν ξεχνώ». Πώς να ξεχάσεις;
Υποθέτω λοιπόν ότι είναι ένα διαβρωτικό τραύμα που κουβαλούν μέσα τους οι Κύπριοι, η εισβολή και η πράσινη γραμμή που τους χώριζε πλέον από τα σπίτια τους και ότι ο Ανδρέας Γεωργίου και ο Κούλης Νικολάου ήθελαν καιρό να μιλήσουν για αυτή την ιστορία και έψαχναν την κατάλληλη στιγμή για να το κάνουν.
Και το έκαναν.
Οι πρώτες σκηνές επομένως είχαν συγκινησιακή φόρτιση και θα πω ότι όταν δημιουργείται αυτή η διάδραση στον θεατή, τα τεχνικά στοιχεία και όλα όσα λειτουργούν στη δημιουργία μίας σκηνής έχουν μικρή σημασία, η συγκίνηση που μπαίνει στον θεατή υπερέχει, επομένως το ξεκίνημα ήταν συγκινησιακά φορτισμένο.
Να σημειώσουμε επίσης ότι στο πρώτο επεισόδιο εισάγεται ο τηλεθεατής στον μύθο και δεν έχουν γίνει ακόμη γνώριμα τα πρόσωπα ώστε να ταυτιστείς.
Από αυτό που είδαμε λοιπόν φαινόταν έντονα η προσπάθεια αυτό το κομμάτι να εξομαλυνθεί. Δεν απέφυγαν βεβαίως τα μεγάλα μουσικά μέρη, θα μπορούσαν να είναι πιο σύντομα, ώστε να γίνει πιο άμεση η εισαγωγή, ενώ δεν είδαμε σε πρώτο στάδιο εκπλήξεις, ήταν προβλεπόμενο τι συμβαίνει.
Άρπαξαν το παιδί μίας γυναίκας κατά την εισβολή και αυτό το παιδί μεγαλωμένο σε μία άλλη οικογένεια στο Λονδίνο, επέστρεψε στην Κύπρο 50 χρόνια μετά.
Το καστ είναι δυνατό, ονόματα πρώτης γραμμής, αλλά και σταθεροί συνεργάτες των Γεωργίου – Νικολάου με τους οποίους είναι εξοικειωμένοι και έχουν ρολάρει τη συνεργασία τους ομαλά.
Δεν αποφεύχθηκαν ωστόσο κάποιες υπερβολές σε ερμηνείες που ενώ στόχευαν στο θυμικό, ουσιαστικά αποσυντόνιζαν, αλλά και αυτό λεπτομέρεια είναι που στον τηλεθεατή δεν περνάει ως αστοχία.
Πάμε τώρα στα τεχνικά. Ωραία μουσική επένδυση, μαλακή και γλυκιά, ένα ωραίο μουσικό χαλί που συνοδεύει μία τρυφερή ιστορία. Επίσης ενισχύει το χαρακτήρα της σειράς, ίσως όμως θα πρέπει να περιοριστεί κάπως χρονικά στη συνέχεια όταν θα ξετυλίγεται ο μύθος.
Η φωτογραφία ενδιαφέρουσα όπως και η χρωματική παλέτα, ίσως θα ήταν ωραίο όταν επιστρέφουν στο παρελθόν να χρησιμοποιηθούν κάποια φλουταρίσματα τα οποία θα δίνουν αίσθηση ντοκιμαντέρ.
Ενδιαφέροντες οι φωτισμοί ειδικά στις σκηνές του παρελθόντος, γιατί στις σύγχρονες σκηνές δεν υπήρχε κάτι διαφορετικό από άλλες σειρές των δημιουργών.
Φυσικά οι μύθοι που ξετυλίγονται έχουν όλα τα συστατικά που έχει μία σειρά του είδους, ίντριγκες, απιστίες, θέματα υγείας που κλονίζουν την ψυχολογία των ηρώων. Αν δεν υπήρχαν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε θα μιλούσαμε για μία ανιαρή εξέλιξη που όλα είναι ωραία και καλά, η μάνα στο τέλος ξαναβρίσκει το παιδί και τέλος καλό όλα καλά.
Αλλά οι μύθοι ξετυλίγονται μέσα από την πλοκή και την εμπλοκή των ηρώων σε διάφορες ιστορίες και έτσι χτίζεται ενδιαφέρουσα η μυθοπλασία, όπως συμβαίνει και στη Famagusta.
Τώρα πάμε στο καστ που έχει γίνει εξαιρετικά καλή δουλειά και στοχευμένη…
Ο Γιάννης Μπέζος και η Κοραλία Καράντη έχουν χημεία και παίζουν πολύ συντονισμένα, προσδίδοντας στους ρόλους τους και την τραγικότητα αλλά και το φυσικό στοιχείο που απαιτείται. Οι ερμηνείες τους εμπεριέχουν ένα ρεαλιστικό στοιχείο και κυριολεκτικά είναι μία ευχάριστη έκπληξη να τους βλέπουμε να παίζουν μαζί.
Δεν θα έλεγα το ίδιο για τον Ανδρέα Γεωργίου, γιατί πιστεύω ότι έχει μεγάλο ταλέντο ως σκηνοθέτης, κάνει νοικοκυρεμένες δουλειές, μεγαλύτερο ως παραγωγός, αλλά ως ηθοποιός περιορίζεται σε κλισέ ερμηνείες, αποστασιοποιημένες.
Ο Γιώργος Ζένιος προσέδωσε στο ρόλο του μία συγκινησιακή προέκταση, ακόμη και με τις σιωπές του και το βλέμμα του, που ήταν το ζητούμενο. Έμπειρος ηθοποιός που ξέρει πώς να χρησιμοποιεί την κίνηση και τη σιωπή.
Ο Χρήστος Λούλης είναι τεχνικός ηθοποιός και περιμένω να δω την ερμηνεία του όταν ο χαρακτήρας που υποδύεται αντιληφθεί την τραγικότητα που ήταν κρυμμένη στη ζωή του, γιατί μέχρι στιγμής η ερμηνεία του είναι βατή και αναμενόμενη.
Ο Λούλης φτάνει συνήθως στο υποκριτικό πικ του κλιμακωτά, ειδικά στις κρίσιμες στιγμές των ρόλων του, επομένως έχουμε να δούμε πολλά από αυτόν στα προσεχώς όταν θα ξετυλίγει τις τεχνικές του υποκριτικά.
Θα σταθώ και στην Αιμιλία Υψηλάντη που δεν την είδαμε σε πολλά πλάνα στο πρώτο επεισόδια, όμως η Υψηλάντη εκφράζει με μοναδικό τρόπο το συναισθηματικό φορτίο των ρόλων της, συνήθως δημιουργεί εντάσεις με σιωπές που μιλάνε για αυτό πιστεύω ότι και σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται υπομονή μέχρι να τη δούμε να ερμηνεύει κυριολεκτικά.
Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη είχε μία τολμηρή ερμηνεία, που άγγιξε την ψυχή. Χρησιμοποίησε εξαιρετικά τη φωνή της που συνδύαζε επιβλητικότητα και πόνο. Οι κινήσεις δωρικές χωρίς περιττές κινήσεις, όλες μετρημένες όπως και τόσο που χρειάζεται, ο βαθύς πόνος άλλωστε της ψυχής είναι σαν να αιωρείσαι σε ένα κενό, δεν έχει στεγανά. Απόδωσε υπέροχα και την απλότητα μίας γυναίκας της επαρχίας στα βλέμματα και τις εκφράσεις της.
Η Βασιλική Τρουφάκου επίσης είναι τεχνική ηθοποιός και για μία ακόμη φορά κατάφερα να δημιουργήσει υποκριτικά λεπτές ισορροπίες.
Θα σταθώ για λίγο στον Γρηγόρη Βαλτινό που κλήθηκε να ερμηνεύσει μία εμβληματική προσωπικότητα, ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Μακάριο. Πιστεύω ότι εδώ απέδωσε στο απόλυτο το ρόλο του, ακόμη και το σπάσιμο της φωνής του, οι εντάσεις, οι χρόνοι και ο ρυθμός είχαν την σημασία τους. Ναι, μας θύμισε έντονα τον Μακάριο, όσοι τον έχουμε ακούσει εκείνη την εποχή να μιλάει.
Το καστ που πλαισιώνει τους πρωταγωνιστές έχει κάποιες ενδιαφέρουσες ερμηνείες, αλλά και κάποιες άτονες ή εντελώς κλισέ. Δεν μπορώ να καταλάβω αν πρόκειται για σκηνοθετική οδηγία ή απλώς για επιλογή των ηθοποιών. Για το λόγο αυτό ίσως επανέλθω έπειτα από λίγα επεισόδια για να έχω πιο ολοκληρωμένη εικόνα.
Το σενάριο της Βάνας Δημητρίου είναι καλοδουλεμένο, θα ήθελα και να το πάει και ένα βήμα πιο πέρα από την πεπατημένη, έχει αποδείξει άλλωστε όσα χρόνια παρακολουθώ την πορεία της, ότι έχει τη δυνατότητα να εξελίσσεται και να κάνει υπερβάσεις.
Θα σταθώ και στα σκηνικά, όχι στα σπίτια των ηρώων, αλλά στο φυσικό σκηνικό των Κατεχόμενων, που προκαλεί ένα ρίγος όταν βλέπουμε την εικόνα και ξυπνούν οι αναμνήσεις της καταστροφής.
Με λίγα λόγια, η Famagusta είναι μία σειρά που σαφώς συγκινεί με το θέμα της, έχει ενδιαφέρον και δημιουργεί αγωνία και δέσμευση στον τηλεθεατή, ο οποίος δεν θα σταθεί με τόση λεπτομέρεια σε κάποιες τεχνικές ενστάσεις. Αξίζει να της δώσουμε μία ευκαιρία σε μία σεζόν που μέχρι τώρα δεν κατάφερε να καθηλώσει τον τηλεθεατή με τη μυθοπλασία.
Θα πω ότι δεν κρύβονται ούτε η έρευνα ούτε το φιλότιμο των δημιουργών της, ούτε η προσπάθεια να αποδώσουν αυτή την ιστορία με ρεαλισμό και να μεταφέρουν τον πόνο των ανθρώπων που βίωσαν αυτά τα γεγονότα, που άθελά τους έγιναν τραγικοί ήρωες της ιστορίας…
Επομένως ως πρώτη εντύπωση, ναι αξίζει να δούμε τη Famagusta και πιστεύω ότι δεν θα μας απογοητεύσει, φτάνει να μην πέσει στην παγίδα των κλισέ της σαπουνόπερας και να συνεχίσει να δίνει έμφαση στο συναίσθημα.
*Famagusta: Η Αμμόχωστος