Με αφορμή την απομάκρυνση της Ντόρας Κουτροκόη από το ΣΚΑΪ, η Ελεονώρα Μελέτη μοιράστηκε το παρασκήνιο της δικής της εμπειρία με τον σταθμό, ο οποίος την «κρέμασε» εν μία νυκτί.
Η 44χρονη παρουσιάστρια θυμήθηκε την περίοδο που, ενώ ήταν έγκυος, της ανακοίνωσαν από το κανάλι του Φαλήρου ότι δεν θα προχωρήσει η συνεργασία τους. Μάλιστα, είχε αρχίσει ήδη να ανακοινώνει δημόσια λεπτομέρειες της επικείμενης συνεργασίας της, πριν της ανακοινώσουν μία μέρα πριν την σύμβασή της ότι δεν θα την χρειαστούν.
Μάλιστα, η ανακοίνωση έγινε τηλεφωνικά και ως αποτέλεσμα η Ελεονώρα βρέθηκε για μία σεζόν εκτός τηλεόρασης, αφού για να είναι στον ΣΚΑΪ είχε απορρίψει προτάσεις σε άλλα κανάλια.
«Έχω σταθεί και στο σημείο ότι η Ντόρα Κουτροκόη δεν είχε συμβόλαιο αλλά σύμβαση αορίστου, που σημαίνει ότι η επιχείρηση μπορεί να πάρει την απόφαση να διακόψει τη συνεργασία, ουσιαστικά αυτό συνεπάγεται ως μία απόλυση. Δεν είναι η πρώτη φορά που έχει συμβεί παιδιά. Έχει συμβεί κι άλλες φορές, και όχι μόνο με συμβάσεις αορίστου αλλά και με συμβόλαια! Μία ημέρα πριν ξεκινήσει η σύμβασή μου ενημερώθηκα κι εγώ, χωρίς να μου έχουν πει κάτι προηγούμενα, ότι τελικά δεν θα με χρειαστούν από τη νέα σεζόν. Πριν βγω στον αέρα, μία ημέρα πριν», είπε αρχικά η Ελεονώρα Μελέτη.
Η Ελεονώρα Μελέτη πρόσθεσε στη συνέχεια: «Όπου εγώ για να συμφωνήσω με τον ΣΚΑΪ, είχα απορρίψει πρόταση από άλλα κανάλια. Δηλαδή έμεινα εκτός μία σεζόν γιατί ένας άνθρωπος, ο οποίος με έχει δεσμεύσει, έχει ανακοινώσει ότι είμαι στο δυναμικό του, με έχει βάλει να δώσω συνέντευξη ώστε να ανακοινώσω και να μοιραστώ με τον κόσμο τι θα κάνουμε την ερχόμενη σεζόν και 31 Αυγούστου αποφασίζει ότι τελικά δεν θέλει. Και μου το ανακοινώνουν με ένα τηλεφώνημα, μία ημέρα πριν».
Κλείνοντας, η Ελεονώρα Μελέτη ανέφερε: «Βλέπω ότι μέσα από την ιστορία της Ντόρας Κουτροκόη –με κάποιες μικρές διαφορές- μία ίδια ιστορία. Γελάω γιατί μου φαίνονται σαν να μην τα έχω ζήσει όλα αυτά εγώ. Δεν το περιμένεις ότι θα σου συμβεί αυτό. Όταν από εκεί που μιλάς με 2-3 κανάλια και λες ότι εγώ θα πάω εκεί όπου νιώθω πιο ασφαλής και θα ‘ναι καλύτερες συνθήκες, τελικά να σε κρεμάνε μέσα σε ένα απόγευμα. Και χωρίς το γιατί. Δεν υπήρχε ένα γιατί».