Θα ξεκινήσω με μία αυτοαναφορική ομολογία: υπήρξα κάποτε ένα κορίτσι της επαρχίας που ονειρευόταν να φύγει… Για αυτό η νέα σειρά του Mega Milky Way που έκανε χθες πρεμιέρα και φέρει την σκηνοθετική υπογραφή του Βασίλη Κεκάτου, με συγκίνησε.
Ξύπνησε μέσα μου εκείνο το συναίσθημα της προσμονής για το… πέταγμα, σε μία εποχή πολύ πίσω, που την είχα κρύψει βαθιά μέσα στο χρόνο… Ας πάμε όμως στη σειρά…
Όταν ο σκηνοθέτης έχει όραμα, μπορεί να μας ταξιδέψει σε έναν άλλο γαλαξία της Τέχνης. Γιατί παρακολουθώντας τη σειρά διαπίστωσα ότι εδώ μιλάμε για Τέχνη.
Για κάδρα άψογα που θύμιζαν πίνακα ζωγραφικής, για μία χρωματική παλέτα που έδινε την αίσθηση του εγκλωβισμού της επαρχίας, αλλά και την απλότητα, την απεικόνιση της αγνής φύσης που περιέβαλε τους ήρωες πότε απειλητική, πότε σαν μια ανοιχτωσιά, με μικρές χρωματικές πινελιές αισιοδοξίας, μετρημένης, για εικόνα διαδραστική στο θυμικό και τον εγκέφαλο που ντυνόταν εκπληκτικά με μουσική και δεν είχες την αίσθηση ότι πρόκειται για βιντεοκλίπ, γιατί ακόμη και τα μουσικά μέρη είχαν το «ρόλο» τους στην εξέλιξη.
Τεχνικά ήταν όλα προσεγμένα στη λεπτομέρεια, ακόμη και τα φίλερ πριν και μετά τις διαφημίσεις, με ποπ αρτ αναφορές, έδεναν μέσα στη γενικότερη καλλιτεχνική άποψη, αισθητική και έκφραση της σειράς.
Φωτογραφία εξαιρετική λοιπόν, σκηνοθεσία με έμπνευση και όραμα, μουσική επιμέλεια που ακουμπούσε στο συναίσθημα της σκηνής και διαδρούσε με τον τηλεθεατή.
Είχες την εντύπωση ότι παρακολουθείς από ένα σημείο μέσα στο σκηνικό και αυτό που έβλεπες ακουμπούσε επάνω σου, μέσα σου, γιατί αφορούσε το διπλανό σου.
Το σενάριο επικεντρώνεται σε μία ιστορία που μπορεί να προκαλέσει και αντιδράσεις, όμως αυτό που εξιστορεί είναι κάτι που πηγάζει από τη ζωή, ένα σύγχρονο δίλημμα, κάτι που χρειάστηκε να τνιμετωπίσει η φίλη μας, η συγγενής μας, κάποιο άτομο του περιβάλλοντός μας ή ακόμη και εμείς οι ίδιοι.
Ένα δίλημμα που αποτελεί απόφαση ζωής, επιλογή διαδρομής καθώς το νέο κορίτσι καλείται να αποφασίσει αν θα χτίσει το δικό της «γαλαξία» εκεί στον τόπο της, αν θα φύγει, αν θα το κάνει μόνη της ή θα βάλει και ακόμη ένα πρόσωπο στη ζωή της, μία σύγκρουση εσωτερική πρώτιστα και με το κοινωνικό περιβάλλον δευτερευόντως που πολλές φορές επιβάλλει επιλογές ή δίνει κατευθύνσεις για να επιλέξουμε οι ίδιοι.
Ίσως γιατί μπορεί οι ίδιοι να μεταφράζουμε ως «πέταγμα» κάτι άλλο από αυτό που η ίδια η ζωή μας επιφυλάσσει.
Οι διάλογοι είχαν αυτή τη φυσικότητα που ζητάμε τόσα χρόνια, οι συζητήσεις των φιλενάδων πατούσαν πάνω σε καθημερινές συζητήσεις φιλενάδων ή νέων μετάξύ τους, οι γονείς μιλούσαν όπως μιλούν διάφοροι τύποι γονέων, ο καθηγητής όπως μιλούν οι καθηγητές στο μάθημά τους, δεν υπήρχε τίποτα επιτηδευμένο ή αφύσικο σε αυτά που ακούγαμε, όλα ήταν απλά δοσμένα και αυτό έκανε τη διαφορά και έδινε αυτό το μοντέρνο, το σύγχρονο στη σεναριακή δομή και τη δραματουργία.
Οι ερμηνείες ανεπιτήδευτες και φυσικές επίσης, η σκηνοθετική οδηγία όπως ήταν εμφανές ήθελε απλότητα και σύγχρονο παίξιμο από τους ηθοποιούς. Δεν θα αναφερθώ σε ονόματα γιατί ήταν όλοι μαζί ένα καλοκουρδισμένο σύνολο, σαν μία ορχήστρα.
Δεν είδαμε κορώνες, περιττούς θεατρινισμούς, πομπώδεις κινήσεις, έμοιαζε όλο το σύνολο σαν μία καλοστημένη χορογραφία που ο μαέστρος Βσίλης Κεκάτος καθοδηγούσε με μεθοδικότητα, ενσωματωνόταν όλο με φυσικότητα στη γενική εικαστική άποψη της σειράς.
Πάμε τώρα στην υπόθεση. Από αυτό που κατάλαβα στη μικρή αυτή επαρχιακή πολή παρακολουθούμε δύο κόσμους: έναν «κόσμο» που ονειρεύεται να πετάξει και έναν που εγκλωβίστηκε στη ρουτίνα, συμβιβάστηκε με αυτή και του κόπηκαν τα φτερά.
Άνθρωποι που παραιτήθηκαν, άλλοι που για να βρουν ενδιαφέρον έφτιαξαν έναν sur mesure μικρόκοσμο γύρω τους ως άμυνα στην πλήξη, άλλοι που προσπαθούν να βρουν διέξοδο ίσως αποτυχημένα και κάποιοι που σκλήρυναν και ξέχασαν το συναίσθημα,
Οι αλλοτινοί «σκληροί καργ…ηδες» εξελίχθηκαν σε άβουλες μορφές που τους κατάπιε η ζωή τους και έμειναν χωρίς όνειρα, η «επαρχία» -ως ένας μιρκός γαλαξίας ασφάλειας- ίσως με μία γενικότερη έννοια.
Και ανάμεσά τους εκείνοι που ονειρεύονται να πετάξουν, να χτίσουν, να ζήσουν ακόμη την ανασφάλεια, σαν έτοιμοι από καιρό… Θα μπορέσουν όμως ή θα καταλήξουν και αυτοί συμβιβασμένοι σε ένα κάδρο πλήξης όπως και οι γονείς τους;
Τα μηνύματα του έργου πολλά: αναφορές στη διαφορετικότητα και την αποδοχή της, στο σεξ και την αντισύλληψη, στο συμβιβασμό και την απραξία, στην κοινωνία ως ψυχαναγκασμό, στην απόγνωση της επαρχίας που παραμελημένη δεν δίνει τα κίνητρα και την ώθηση για να κάνεις την υπέρβαση, στους νέους με τα όνειρα για εύκολο χρήμα, στις επιλογές που κατέληξαν λάθος, στην πρσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα και όλα αυτά δοσμένα απλά, χωρίς διδακτικό ύφος, μέσα από προβληματισμούς και συμπεριφορές των ηρώων, μέσα από την πορεία προς την εηλικίωση και τους συνοδοιπόρους σε αυτή.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για μία σειρά που είναι εξ ορισμού διαφορετική, στέκει σε ένα άλλο πλαίσιο σε σύγκριση με τις σειρές που ήδη προβάλλονται στην ελληνική τηλεόραση και σίγουρα ο τηλεθεατής που θα επιλέξει να τη δει δεν θα χάσει το χρόνο του, αντιθέτως θα κερδίσει πολλά: συναίσθημα, προβληματισμό και αφύπνιση, αισθητική, θα ανοίξει το μυαλό του ρε παιδί μου!
Για το τέλος θα κρατήσω τη φράση που είπε ο Τζο: «Φεύγει το κορίτσι από την επαρχία ή η επαρχία από το κορίτσι;»…
Στη δική μου περίπτωση, έφυγε το κορίτσι από την επαρχία, αλλά κράτησε μέσα του κάποια κομμάτια επαρχίας ως μία αναφορά στο τι ήταν, ως μία αναγκαιότητα προσώπων και εικόνων που επέλεξε να υπάρχουν στη ζωή του ή θα ήθελε να έχει στη ζωή του ακόμη.
Στην περίπτωση της Μαρίας, της κεντρικής ηρωίδας της σειράς, θα δούμε προσεχώς ποια θα είναι η επιλογή της…
Περιμένω το επόμενο επεισόδιο με αγωνία, γιατί κλείνοντας την τηλεόραση χθες βράδυ, ένιωσα ότι δεν μου έφτασε ένα μόνο επεισόδιο Milky Way.