Την ώρα που ξεκίνησε ξανά στο Mega η προβολή της σειράς Οι Απαράδεκτοι, ξύπνησαν στο μυαλό μου οι αναμνήσεις από τον Σεπτέμβριο του 1991.
Φοιτήτρια τότε και λάτρης της μποέμικης ζωής, θυμάμαι ότι βρισκόμασταν στο σπίτι μίας φίλης περιμένοντας να ξεκινήσει η σειρά, λίγο πριν ξεκινήσει η βραδινή μας έξοδος (ναι, εκείνη την εποχή είχε βραδινή έξοδο κάθε μέρα).
Η ιδιωτική τηλεόραση ήταν στα πρώτα της βήματα και αν και η γενιά μου εκείνη την εποχή δεν έβλεπε μετά μανίας τηλεόραση, κατ’ εξαίρεση υπήρχαν κάποιες σειρές που περιμέναμε να δούμε γιατί νιώθαμε ότι εκφράζουν το πνεύμα της εποχής, ίσως γιατί μέσα μας νιώθαμε ότι κάποιοι από τους χαρακτήρες τους πατούσαν πάνω και στα δικά μας βιώματα.
Καθόμασταν λοιπόν στο φοιτητικό σαλονάκι, κάπου στην περιοχή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, η τηλεόραση ήταν ασπρόμαυρη, γιατί ανήκε στην ιδοκτήτρια του σπιτιού που νοίκιαζαν οι φίλοι και μας είχαν συνεπάρει οι «μικροί» ήρωες της μικρής ασπρόμαυρης οθόνης: ο Γιάννης, η Δήμητρα, ο Σπύρος, ο Βλάσσης, η Ρένια από τα Τρίκαλα και ο «ξενέρωτος» Χαλακατεβάκης.
Κάπως έτσι ξεκίνησε το κόλλημα με τους Απαράδεκτους που συνεχίσαμε να παρακολουθούμε μετά μανίας και στη συνέχεια και έγχρωμους, όταν ο πατέρας μου αποφάσισε να μου αγοράσει μία υπερσύγχρονη -για την εποχή- έγχρωμη τηλεόραση (μπορεί να έμενα σε μία γκαρσονιέρα ξεχασμένη από το χρόνο, τον πρώτο καιρό χωρίς ψυγείο και με ένα ηλεκτρικό μάτι για να μαγειρεύω, αλλά η τηλεόραση ήταν σούπερ λουξ!).
Αφήνοντας πίσω το παρελθόν και επιστρέφοντας στο σήμερα σκέφτομαι ότι Οι Απαράδεκτοι έγιναν μία διαχρονική κατάσταση, μία σειρά που δεν καταφέραμε ποτέ να ξεπεράσουμε και που όσες φορές και αν τη δούμε, ανεξαρτήτως της πολιτικής και της οικονομικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα, ανεξαρτήτως των προβλημάτων που μας περιβάλλουν, μένει πάντα επίκαιρη και σε αυτούς τους ήρωες αναγνωρίζουμε ακόμη τον εαυτό μας, όχι απλώς εμείς που ήμασταν φαν της από τα νιάτα μας, αλλά ακόμη και οι νεότεροι.
Δεν είναι τυχαίο που ατάκες της σειράς και σκηνές της γίνονται viral στα social media, δημοφιλή meme και συζητιούνται σε σχόλια σαν να πρόκειται για κάτι σύγχρονο που ρέει παράλληλα με τη ζωή μας…
Ποιοι είναι λοιπόν οι λόγοι που τους Απαράδεκτους δεν τους άγγιξε ο χρόνος;
Θεωρώ ότι ο σημαντικότερος σχετίζεται με την καλύτερη ίσως αποτύπωση της νεοελληνικής κουλτούρας.
Το χιούμορ ακόμη και όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, ο τρόπος που οι Έλληνες θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας, η ημιμάθεια που εκλαμβάνεται ως γνώση, το φλερτ, η παράνοια που επικρατεί στην καθημερινότητά μας επειδή σε κάποιο βαθμό είναι όλα ρευστά, η πονηριά, οι λύσεις άρπα κόλα και η προχειρότητα με την οποία μπορεί να διαχειριζόμαστε ακόμη και πολύ σοβαρά θέματα, όλα αυτά παρωδούνται στη σειρά με τον ιδανικότερο τρόπο.
Ο Γιάννης ίσως η πρώτη και η καλύτερα στημένη μορφή ενός γκέι χαρακτήρα, ερμηνεύτηκε από τον Γιάννη Μπέζο υποδειγματικά.
Δεν ήταν κάποιος υστερικός ή μία καρικατούρα, ήταν ένας άνθρωπος καθημερινός, με τα προβλήματά του, τις συναισθηματικές του ανησυχίες, που πάλευε με την μοναξιά του και τις ενοχές του με αξιοπρέπεια, που πετούσε ίσως τις πιο δυνατές ατάκες που προκαλούσαν.
Ο Γιάννης που σε κάποιο επεισόδιο της σειράς έστησε -τότε το ’90- ένα απίστευτο γλέντι στο διάδρομο ενός νοσοκομείου, ανάλογο με εκείνο που σχολιάστηκε έντονα τα φετινά Χριστούγεννα στον Ερυθρό.
Η Δήμητρα, μία γυναίκα παντρεμένη, περιορισμένη στο σπίτι, καλή φίλη του Γιάννη, με αισθήματα κατωτερότητας επειδή δεν εργαζόταν -αν και το επιχείρησε και αυτό- που προσπαθούσε να ξυπνήσει τα ερωτικά συναισθήματα στον σύζυγό της τον Σπύρο, κάποιες φορές αδέξια, κάποιες φορές προάγοντας τη γυναικεία πονηριά και να του αποδείξει ότι είναι η καλύτερη και ότι αυτή και μόνο αυτή θα μπορούσε να είναι δίπλα του.
Πολλές φορές σε αυτές τις προσπάθειες τη βοηθούσε και το φιλαράκι της ο Γιάννης βάζοντας και αυτός την πινελιά του σε όσα επρόκειτο να συμβούν θα έλεγα καταλυτικά.
Ο Σπύρος, ένας τύπος που ήθελε να αυτοχαρακτηρίζεται σκεπτόμενος και αριστερός, αλλά ο τρόπος ζωής του και τα ζητούμενά του δεν συμβάδιζαν σε τίποτα με το «ένδοξο αριστερό» παρελθόν, με τους αγώνες του Πολυτεχνείου.
Αγαπούσε τη Δήμητρα αλλά ως γνήσιο αρσενικό έπαιζε και το ματάκι του αν υπήρχε κάτι ενδιαφέρον τριγύρω, οδηγώντας τη Δήμητρα στα όριά της.
Ο Βλάσσης, ο μποέμης της παρέας, ένας underground bon viveur, που του άρεσε η διασκέδαση, οι γυναίκες, προσπαθούσε να ισορροπήσει τη συγκατοίκησή του με τον Γιάννη, αγαπούσε τη Ρένια και φυσικά πολλές φορές με την ανεμελιά του και τον παρορμητισμό του έδινε λύσεις στα προβλήματα που παρουσιάζονταν στους φίλους του.
Μαζί τους η Ρένια, ο έρωτας του Βλάσση, μία νεαρή παιχνιδιάρα και ζουμερή (έτσι ήμασταν τα νεαρά κορίτσια εκείνη την εποχή και έτσι παραμένουν), που η μόνη της ανασφάλεια είχε να κάνει με τα αισθήματα του γυναικά Βλάσση για εκείνη, χωρίς όμως έντονους συναισθηματικούς προβληματισμούς, με μία ελαφρότητα. Ήθελε να είναι μέλος της παρέας, αλλά γνώριζε ότι βρίσκεται εκεί με το ένα πόδι.
Ο κύριος Χαλακατεβάκης από την άλλη πλευρά, ο σπιτονοικοκύρης της παρέας, ήταν ο κλασικός «ξενερουά» τύπος, που ζει μία ρουτινιάρικη ζωή, χωρίς σκαμπανεβάσματα, έχει το μυαλό του στο χρήμα, ο έρωτας είναι για εκείνον μία άγνωστη λέξη και ψάχνει να τονώσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή μέσα από τις περιπέτειες των εκκεντρικών ενοίκων του που πάντα κάτι τους συμβαίνει.
Και φυσικά είναι αξέχαστο το επεισόδιο όπου ερωτεύτηκε και ήθελε και να παντρευτεί και ήθελε η νύφη να ξεφορτωθεί τους νοικάρηδες αποσκοπώντας σε πιο επικερδή εκμετάλλευση των διαμερισμάτων και φυσικά έγιναν ένα σωρό έκτροπα για να αποφευχθεί αυτό (για δες τι συμβαίνει σήμερα με τα υψηλά ενοίκια και το πρόβλημα στέγασης).
Έξι ανθρωπότυποι που παραμένουν αναλλοίωτοι στο χρόνο και συναντούμε ακόμη και σήμερα στο περιβάλλον μας ή στον καθρέφτη μας με μικρές παραλλαγές και ένας από τους σημαντικότερους λόγους που τα ελληνικά «Φιλαράκια» όσα χρόνια και αν περάσουν θα τα αγαπάμε και θα «μιλάμε» με τις ατάκες τους.
Έξι ιδανικές μορφές μίας κουλτούρας που παραμένουν εικόνες του καθρέφτη μας, αποδίδοντας διαχρονικότητα σε μία σειρά που μπορεί να γυρίστηκε το ’90, αλλά εξακολουθεί να είναι φρέσκια και σύγχρονη για αυτό ποτέ δεν βαρεθήκαμε να βλέπουμε τις περιπέτειες των Απαράδεκτων… Για σκέψου το, ίσως γιατί και εμείς παραμένουμε… Απαράδεκτοι!
Οι Απαράδεκτοι: Trivia
Η σειρά ξεκίνησε την προβολή της στο Mega Channel στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έκανε φινάλε τον τον Ιανουάριο του 1993.
Έκαναν τις πρώτες τους εμφανίσεις ηθοποιοί που αργότερα έγιναν ευρύτερα γνωστοί στο ελληνικό τηλεοπτικό κοινό, όπως η Ρένια Λουιζίδου στο ρόλο της φίλης του Βλάσση (οι ρόλοι είχαν τα πραγματικά ονόματα των ηθοποιών), ο Χριστόφορος Ζαραλίκος και πολλοί άλλοι.
Το σενάριο είχε προταθεί αρχικά το 1990 στον νεοσύστατο τότε ΑΝΤ1. Όμως απορρίφθηκε λόγω «ακαταλληλότητας». Λίγο καιρό μετά, η Δήμητρα προσέγγισε το Mega Channel, το οποίο με αρκετές επιφυλάξεις, δέχτηκε να την υλοποιήσει.
Έκανε πρεμιέρα την Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 1991, σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Ρήγα. Στα πρώτα τέσσερα επεισόδια είχε μικρή υποδοχή από το κοινό και χαμηλή τηλεθέαση, αλλά ξαφνικά από το πέμπτο επεισόδιο και μετά, υπό τη διεύθυνση του καινούργιου σκηνοθέτη Δημήτρη Παπακωνσταντή, «εκτινάχθηκε» και σημείωσε εξαιρετικά υψηλά νούμερα τηλεθέασης σταθερά σε ολόκληρη την 1η σεζόν προβολής της.
Τον Ιανουάριο του 1993, η σειρά ολοκληρώθηκε μετά από 48 επεισόδια, συν ένα εορταστικό πρωτοχρονιάτικο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1992.
Το επεισόδιο 25, με τίτλο «Παρακολουθήσεις πρώτου τύπου», που προβλήθηκε στις 11 Μαρτίου 1992, σημείωσε το υψηλότερο ποσοστό τηλεθέασης σε όλη τη σειρά, με 73%. Πήρε την 4η θέση στα μεγάλα νούμερα της συνολικής ιστορίας του Mega.
Το σπίτι στο οποίο μένουν οι Απαράδεκτοι βρίσκεται στη φανταστική οδό Αδάμαντος 4 στον Λυκαβηττό.
Η πολυκατοικία η οποία χρησιμοποιήθηκε για τα εξωτερικά πλάνα βρίσκεται όντως στον Λυκαβηττό, στη συμβολή των οδών Συνεσίου Κυρήνης και Κοσμά Μελωδού.
Οι Απαράδεκτοι ήταν το τελευταίο πρόγραμμα που μετέδωσε το Mega, λίγο πριν από το πρόσκαιρο, όπως τελικώς αποδείχθηκε, κλείσιμό του.
Η διακοπή του επίγειου σήματος από την ψηφιακή πλατφόρμα της Digea έγινε στις 02:10 τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου 2018, ενώ το επεισόδιο που παιζόταν εκείνη τη στιγμή δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί (σ.σ.: δεν θεωρώ ότι ήταν τόσο τυχαία η προβολή της συγκεκριμένης σειράς εκείνη τη νύχτα που τελικά νιώσαμε έντονη συγκίνηση όλοι όταν είδαμε να πέφτει το σήμα αφήνοντας στη μέση το επισόδιο).