Περιεχόμενα
Ακόμη θυμάμαι μία βραδιά σε ένα φιλικό τραπέζι, που η συζήτηση έφτασε στην εργασία μου. Εκείνη την εποχή εργαζόμουν σε τηλεοπτικά περιοδικά και κάλυπτα καθημερινές σειρές, τις εξελίξεις και συνεντεύξεις των πρωταγωνιστών. Θέμα συζήτησης; Η σαπουνόπερα.
Η πρώτη αντίδραση των συνδαιτημόνων ήταν «εμείς δεν παρακολουθούμε τέτοια!». Στην πορεία της βραδιάς ωστόσο αποκαλύφθηκε ότι όχι απλώς τα παρακολουθούσαν, αλλά γνώριζαν και λεπτομέρειες και ήθελαν να μάθουν και σπόιλερ για την εξέλιξη!
Η σαπουνόπερα αποτελεί ίσως το πιο δημοφιλές τηλεοπτικό είδος. Ως απογευματινό, καθημερινό ή βραδινό, οι φλογεροί έρωτες και τα αδυσώπητα μίση, οι κακοί και οι καλοί, οι ίντριγκες και τα πάθη κρατάνε καθηλωμένο το τηλεοπτικό κοινό και υποστηρίζουν μία ολόκληρη «βιομηχανία» που χτίζεται και τροφοδοτείται από τα… «σαπούνια».
Τρεις άνθρωποι που έχουν γράψει τη δική τους ιστορία στην ελληνική τηλεόραση και θεωρούνται μετρ των καθημερινών σειρών μας δίνουν τις δικές τους εκτιμήσεις σχετικά με αυτό το παρεξηγημένο είδος, τη σαπουνόπερα. Η σεναριογράφος Ρένα Ρίγγα και οι σκηνοθέτες Δημήτρης Αρβανίτης και Κώστας Κωστόπουλος μιλάνε αποκλειστικά στο intronews.gr.
Τι είναι αυτό που τις κάνει τόσο ελκυστική και τόσο μισητή παράλληλα τη σαπουνόπερα;
Από την πλευρά της επιστήμης θα μπορούσε να έχει μία απλή εξήγηση: επειδή ο εγκέφαλός μας είναι συνδεδεμένος με οικεία πρόσωπα, οι θαυμαστές νιώθουν μια οικειότητα με τους χαρακτήρες της σαπουνόπερας, γιατί είναι καθημερινή συνήθως η «επαφή» μαζί τους.
Η σαπουνόπερα προσελκύει μεγάλη γκάμα του κοινού, όλων των ηλικιών και των ιδιοτήτων. Τα «σαπούνια», όπως χαρακτηριστικά αποκαλούνται στην τηλεοπτική πιάτσα, έχουν ωστόσο παράδοση ζωηρής κριτικής, χωρίς αυτό να αναιρεί ότι συγκεντρώνουν και παθιασμένους θαυμαστές.
Κάποτε τα σίριαλ προβάλλονταν όλη τη μέρα. «Η σαπουνόπερα είναι ένα πολύ σπουδαίο, δύσκολο και παράλογα περιφρονημένο τηλεοπτικό -και παλιότερα ραδιοφωνικό- είδος.
Η σαπουνόπερα ξεκίνησε στην Αμερική γύρω στο 1930 και πήρε το όνομά του από το soap, γιατί τα απορρυπαντικά ήταν οι κύριοι χρηματοδότες των σειρών αυτών, και το «όπερα» γιατί ήταν και εξακολουθεί να είναι ένα μελοδραματικό είδος όπως και οι όπερες» εξηγεί στο intronews.gr η σεναριογράφος Ρένα Ρίγγα, η οποία υπογράφει το σενάριο της σειράς «Έρωτας φυγάς» στο OPEN.
- Η σεναριογράφος Ρένα Ρίγγα
Η σαπουνόπερα βεβαίως έχει επικριθεί ως είδος για μη ρεαλιστικές και υπερβολικές ιστορίες που θα μπορούσαν να διαστρεβλώσουν την αντίληψη της πραγματικότητας και να ενισχύσουν αρνητικά στερεότυπα.
«Η ενοχική απόλαυση σαν φαινόμενο στην ελληνική τηλεόραση έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του ‘70, με τις σειρές του Νίκου Φώσκολου “Άγνωστος πόλεμος” και “Παράξενος ταξιδιώτης” του Φίλιππου Φυλακτού. Και στα δύο μάλιστα στο σκηνοθετικό κομμάτι συνεργάστηκε και ο Κώστας Κουτσομύτης.
Εκείνη την εποχή την ώρα προβολής τους στη μικρή οθόνη, έκλειναν κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας επειδή έξω από τα μαγαζιά ηλεκτρικών ειδών συγκεντρωνόταν πλήθος κόσμου για να τις παρακολουθήσει, επειδή ακόμη δεν είχαν όλοι τηλεοράσεις στα σπίτια τους. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε και το σνομπάρισμα προς το Μέσον, δηλαδή την τηλεόραση και τους δημιουργούς της.
Το ’90 όταν ξεκίνησε η «Λάμψη» δημιουργήθηκε το ίδιο φαινόμενο, όσον αφορά τις τηλεθεάσεις, αλλά η ενοχή αυξήθηκε στο κοινό που έβλεπε αυτές τις σειρές. Εκείνη την περίοδο δημιουργήθηκε ο σνομπισμός προς τη σαπουνόπερα, παρότι στους τηλεθεατές υπήρχαν άνθρωποι ανώτερου πνευματικού και κοινωνικού επιπέδου.
Ενδιάμεσα είδαμε τη «Βέρα στο δεξί» που εισήγαγε μία άλλη αισθητική στην ελληνική σαπουνόπερα ως είδος τόσο οπτικά όσο και σεναριακά» σημειώνει στο intronews.gr ο Κώστας Κωστόπουλος, σκηνοθέτης του «Σασμού» που προβάλλεται για δεύτερη σεζόν με επιτυχία στον Alpha.
Μία διαφορετική προσέγγιση δίνει ο Δημήτρης Αρβανίτης που έχει υπογράψει μεγάλες καθημερινές επιτυχίες, όπως τα «Κλεμμένα όνειρα» και «Η ζωή της άλλης»: «Έχουν χυθεί τόνοι μελάνης στο κατά πόσο η “πρόθεση τηλεθέασης” συμβαδίζει με την πραγματική τηλεθέαση. Μόνο ένα παράδειγμα: Στην κατ’ εξοχήν χώρα της σαπουνόπερας, την Αγγλία, το 45% των τηλεθεατών δηλώνει ότι βλέπει ντοκιμαντέρ!!!
Όμως γιατί κάποιος νιώθει ένοχος γι’ αυτό που πραγματικά τον ικανοποιεί ως θέαμα; Και στη συγκεκριμένη περίπτωση τη «σαπουνόπερα»; Γιατί “η κουλτούρα”, με ό,τι αυτό σημαίνει, έχει επιβάλλει την άποψη ότι “πάει και τελείωσε… η σαπουνόπερα απορρίπτεται σαν κατώτερο είδος θεάματος”».
- Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Αρβανίτης
Ωστόσο, οι σαπουνόπερες παραμένουν δημοφιλείς και μάλιστα σημειώνουν τις υψηλότερες τηλεθεάσεις και με σταθερό κοινό. Γιατί οι θεατές δένονται τόσο πολύ με αυτά τα μακροχρόνια σίριαλ;
Ένας συναισθηματικός δεσμός
Σύμφωνα με ψυχολογικές μελέτες, μας ελκύουν οικεία πρόσωπα και νιώθουμε μια ικανοποιητική αίσθηση του «ανήκειν» όταν βρισκόμαστε με άτομα που γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό -ακόμα κι αν πρόκειται για φανταστικά πρόσωπα. Για το λόγο αυτό, οι τηλεθεατές αποκτούν έντονη προσκόλληση στους χαρακτήρες της σαπουνόπερας, επειδή τους βλέπουν πέντε μέρες την εβδομάδα.
Οι νευρώνες του εγκεφάλου μας δεν κάνουν διάκριση μεταξύ των ανθρώπων που ερχόμαστε διά ζώσης σε επαφή και των ανθρώπων που βλέπουμε μέσω οθόνης, όταν πρόκειται να συνδεθούμε με τους άλλους.
Η παρακολούθηση του ίδιου καστ χαρακτήρων για πολλές δεκαετίες είναι μια συναισθηματική άγκυρα, ειδικά σε περιόδους αβεβαιότητας και αλλαγής. Καλύπτουν με κάποιο τρόπο τα αισθήματα μοναξιάς σε έναν κόσμο που αποσυνδέεται όλο και περισσότερο.
Η μακροζωία των σαπουνόπερων σημαίνει επίσης ότι οι θεατές έχουν εκτενή γνώση της ιστορίας και της εξέλιξης των χαρακτήρων και αντλούν από αυτές τις αναμνήσεις ένα ευχάριστο συναίσθημα.
Η κριτική, η κοινότητα, η διαφυγή και οι ιδανικοί έρωτες στη σαπουνόπερα
Η μακρά ιστορία οδηγεί επίσης σε μια παράδοση ζωηρής κριτικής, με τους θαυμαστές να κριτικάρουν τις ιστορίες, την πλοκή και τις στιγμές ενός χαρακτήρα και έτσι να αναπτύσσουν μια αίσθηση κοινότητας με τους άλλους θαυμαστές.
Επειδή οι σαπουνόπερες μεταδίδονται πέντε ημέρες την εβδομάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, οι θαυμαστές έχουν ακόμη μεγαλύτερη αίσθηση εξοικείωσης με αυτούς τους χαρακτήρες από ό,τι με άλλους τηλεοπτικούς ή κινηματογραφικούς χαρακτήρες.
Το είδος είναι επίσης διάσημο για τους ιδανικούς έρωτες που συχνά βρίσκονται στο επίκεντρο της πλοκής και τα συναισθήματα που διεγείρουν στον τηλεθεατή.
«Είναι ένα είδος, το οποίο, παρ’ ότι κάποιος μπορεί να πιστεύει το αντίθετο, είναι δύσκολο στη γραφή, γιατί διαχειρίζεται αποκλειστικά και μόνο συναισθήματα, όπως η χαρά, η λύπη, ο φόβος, ο έρωτας, η αγάπη, η έκπληξη, η αποστροφή, όλα στις σωστές αναλογίες και με τρόπο ώστε να φτάνουν στον θεατή, να τον συγκινούν, να τον κάνουν να συμμετέχει.
Οι ιστορίες δεν μπορούν να φτάσουν στον κόσμο αν είναι αφελείς ή απλοϊκές ή χωρίς δεύτερο συγκινησιακό επίπεδο, ιδιαίτερα στις μέρες μας που το τηλεοπτικό κοινό είναι εκπαιδευμένο και υποψιασμένο και καλός κριτής ποιότητας.
Οι σαπουνόπερες διηγούνται τη ζωή που οι περισσότεροι δεν θα ζήσουμε ποτέ. Μεγάλους έρωτες, μεγάλες συγκινήσεις, μεγάλες θυσίες, μεγάλες απογοητεύσεις όλα στον υπερθετικό βαθμό. Γι’ αυτό και είναι το είδος που θεωρητικά απευθύνεται στο πιο ευαίσθητο και ευσυγκίνητο κοινό, τις γυναίκες» τονίζει η Ρένα Ρίγγα.
Μια κριτική για τα σαπούνια είναι ότι το ισχυρό συναίσθημα μπορεί να οδηγήσει σε μια προσωρινή θόλωση των γραμμών της φαντασίας και της πραγματικότητας, και είναι αλήθεια ότι οι ηθοποιοί που απλώς υποδύονται κακούς χαρακτήρες, αντλούν πολλά οργισμένα σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο, οι περισσότεροι θαυμαστές γνωρίζουν ότι ο ηθοποιός δεν είναι, στην πραγματικότητα, ο χαρακτήρας που υποδύεται.
Η ζωή των τηλεοπτικών χαρακτήρων
Οι σαπουνόπερες είναι επίσης αγαπητές γιατί υπενθυμίζουν ότι η ζωή κάποιου άλλου είναι πάντα πιο δύσκολη από τη ζωή των περισσότερων θεατών.
Οι καθημερινές προκλήσεις είναι επίσης συνεχείς -εάν ένας χαρακτήρας δεν είναι στα πρόθυρα του θανάτου, ο σύντροφός του πιθανότατα πηδά στο κρεβάτι με κάποιον άλλο ή το νεογέννητο μωρό του πρόκειται να απαχθεί. Συγκριτικά, οι θεατές μπορεί να αισθάνονται ότι οι προκλήσεις της ζωής τους δεν είναι τελικά ανυπέρβλητες.
Υπάρχει επίσης ένα στοιχείο «διασκέδασης» που ενισχύει την ευχαρίστηση των θεατών. Τα δημοφιλή τροπάρια επαναλαμβάνονται τόσο συχνά και με τόσο εξώφθαλμο τρόπο που το κοινό μπορεί να παρακολουθήσει και να παίξει το «παιχνίδι της πρόβλεψης», με απλή ανάγνωση των σημείων που μαρτυρούν τι μέλλει γενέσθαι.
Το αίσθημα του να είσαι παντογνώστης -να γνωρίζεις δηλαδή τι έρχεται πριν το βιώσουν οι φανταστικοί χαρακτήρες- ενισχύει την ικανοποίηση.
Οι ανατροπές επίσης της πλοκής κάνουν τους θεατές να επενδύουν και να διασκεδάζουν, αλλά η ίδια η εξοικείωση με τα τροπάρια -από την απιστία αργής καύσης έως τον χαμένο εραστή που επιστρέφει στη ζωή ή ένα παιδί που δεν ήξερε ποτέ ότι είχε- είναι μέρος της ευχαρίστησης της παρακολούθησης.
Αναπαράσταση πραγματικής ζωής σε υπερβολή
Ωστόσο, η έλξη για τις σαπουνόπερες δεν οφείλεται μόνο στο δράμα. Για πολλές δεκαετίες, αυτές οι σειρές προσπάθησαν επίσης να ενσωματώσουν περισσότερα ζητήματα της πραγματικής ζωής. Ο εθισμός, η στειρότητα, η ψυχική υγεία, η κακοποίηση, η απώλεια και τα επακόλουθα του τραύματος έχουν όλα απεικονιστεί με διάφορους βαθμούς ρεαλισμού.
Για παράδειγμα το «General Hospital» στην Αμερική σηματοδότησε την 60ή του επέτειο με το «Nurse’s Ball», το οποίο ξεκίνησε ως ένας τρόπος ευαισθητοποίησης για το HIV/AIDS στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Υπήρχαν queer χαρακτήρες και χαρακτήρες διαφόρων εθνοτικών καταβολών για πολλά χρόνια σε αυτό το τηλεοπτικό είδος. Οι κριτικοί επισημαίνουν ότι οι σαπουνόπερες δεν τα καταφέρνουν πάντα σωστά σε αυτές τις απεικονίσεις. Όταν όμως το κάνουν, η αναπαράσταση στην οθόνη είναι ιδιαίτερα ισχυρή επειδή οι θεατές αισθάνονται τόσο κοντά στους χαρακτήρες.
Τα χρόνια της απενοχοποίησης
Σχολιάζοντας όσα συμβαίνουν στην ελληνική τηλεόραση τα τελευταία χρόνια σχετικά με τις σαπουνόπερες, η Ρένα Ρίγγα επισημαίνει: «Έχοντας υπόψη τις έμφυλες ανισότητες και τον σεξισμό, η παραδοχή ότι οι σαπουνόπερες απευθύνονται σε ένα πιο αδύναμο και λιγότερο απαιτητικό κοινό, κάνει τη θέαση μιας σαπουνόπερας ενοχική απόλαυση για κάποιον που θεωρεί ότι είναι πιο ψαγμένος και λιγότερο ευάλωτος σε τόσο απλές απολαύσεις».
- Ο σκηνοθέτης Κώστας Κωστόπουλος
Ο Κώστας Κωστόπουλος κάνοντας μία αναδρομή στις εξελίξεις των πολύ πρόσφατων ετών και στην αγάπη που δείχνει το τηλεοπτικό κοινό στις καθημερινές σειρές, μας παρουσιάζει και μία άλλη πτυχή που αγγίζει την απενοχοποίηση του κοινού: «Το 2010 λόγω της κρίσης ήρθαν στην ελληνική τηλεόραση οι τουρκικές σαπουνόπερες και εκείνη την εποχή η ενοχή σχετιζόταν με τη χώρα προέλευσης. Η συνταγή βέβαια ήταν η ίδια. Μία χαμένη τάξη ηθικά, με νοσταλγία για σταθερές αξίες, ο γάμος και η οικογένεια, και αγνοί και παθιασμένοι έρωτες.
Το 2020 οι “Άγριες μέλισσες” πιστεύω ότι έφεραν μία απενοχοποίηση. Η ιστορία κινείται χρησιμοποιώντας τις βασικές αρχές του είδους, σε μία εποχή νοσταλγίας, του ’50 και του ’60. Θεωρώ ότι η απενοχοποίηση ήρθε, γιατί οι ηθοποιοί που επιλέχθηκαν είχαν κυρίως ασχοληθεί στο παρελθόν με το θέατρο. Έφεραν την “αίγλη” με κάποιο τρόπο της θεατρικής σκηνής.
Φτάνουμε και στον “Σασμό”, που σκηνοθετώ για δεύτερη σεζόν και θα συνεχιστεί και τρίτη που επειδή η ιστορία διαδραματίζεται στην Κρήτη και το αρχικό σενάριο βασίζεται σε βιβλίο δεν εμπλέκεται πλέον καμία ενοχή στους τηλεθεατές».
Ο Δημήτρης Αρβανίτης επίσης, ανοίγει μία ακόμη πτυχή επάνω στο θέμα, επισημαίνοντας: «Ο έξυπνος τηλεοπτικός σταθμός βρίσκει τον τρόπο να επαναπλασάρει το συγκεκριμένο θέαμα. Πώς; Αλλάζοντας τον τίτλο: φωτορομάντζο, σαπουνόπερα, απογευματινή σειρά, καθημερινό. Αλλάζοντας επομένως τον τίτλο ως προς το είδος, αλλά όχι το καθαυτό περιεχόμενο, απενοχοποιούμε τους θεατές και όλα καλά.
Και ποιοι είναι αυτοί που βλέπουν σαπουνόπερα; Αν κοιτάξετε τις μετρήσεις, με έκπληξη θα δείτε ότι όλα τα κοινωνικά στρώματα παρακολουθούν μετά μανίας.
Τι είναι όμως αυτό το λατρευτό, αλλά και απορριπτέο συγχρόνως είδος; Ένα παραμύθι όπου το πάθος, η υπερβολή, ο αγώνας για επικράτηση, το άσχημο με το όμορφο και ο καλός με τον κακό, εμπλέκονται στην καθημερινότητά των θεατών προσφέροντας μία απόδραση που όλοι μας την έχουμε ανάγκη.
Γιατί τότε οι ενοχές; Γιατί πάντα υπάρχει κάποιος που η κουλτούρα του είναι “υψηλών προδιαγραφών”.
Και ποιος είναι αυτός; Αυτός που κρυφά και με μανία βλέπει σαπουνόπερες!».