Έχουμε ξαναδεί να μεταφέρουν video – games στη (μεγάλη) οθόνη. Από τις γλυκές γραφικότητες τύπου «Mortal Combat», μέχρι το «Street Fighter» με Ζαν Κλοντ Βαν Νταμ και Κάιλι Μινόγκ (δυστυχώς, ήταν η τελευταία ταινία όπου εμφανίστηκε ο σπουδαίος Ραούλ Τζούλια). Κι από τη σειρά ταινιών «Resident Evil» με τη Μίλα Γιόγιοβιτς, που ξεκίνησε καλά αλλά έγινε καρικατούρα, μέχρι το «Tomb Raider» με την Αντζελίνα Τζολί, που είχε μια ακραία, σχεδόν καρτουνίστικη υπερβολή.
Έχουμε δει επίσης ταινίες και σειρές με ζόμπι – στη μικρή οθόνη, το «Walking Dead», τα spin – off του, τα origins του και οι παράλληλες ιστορίες του περπάτησαν μαζί μας για πολλά χρόνια, αλλά κάπου μας κούρασαν. Μας κούρασαν πολύ για την ακρίβεια, τόσο που κάποιοι το παρατήσαμε σε κάποιο σημείο της διαδρομής, παλεύοντας με τον ψυχαναγκασμό μας, που συνήθως μας προστάζει να ολοκληρώνουμε μια σειρά που ξεκινάμε πάση θυσία…
Και ξαφνικά, εμφανίστηκε στις οθόνες μας και μπήκε στη ζωή μας το «The Last of Us», η τηλεοπτική μεταφορά ενός σούπερ – ντούπερ επιτυχημένου video – game. Που καταπιάνεται με μια post – apocalyptic ανθρωπότητα, με το σύνολο του πληθυσμού να έχει προσβληθεί από έναν μύκητα που μετατρέπει τους ανθρώπους σε κάτι σαν ζόμπι, με ελάχιστους επιζώντες που προσπαθούν να επιβιώσουν, με τη FEDRA να είναι η σκληρή, σχεδόν φασιστική κυβέρνηση – εταιρεία που ελέγχει τα πάντα, με τους ανθρώπους να παλεύουν όχι απλά με τα ζόμπι αλλά και ο ένας με τον άλλον. Όχι ακριβώς πράγματα που δεν έχουμε ξαναδεί. Τότε γιατί έχουμε ξετρελαθεί με τη σειρά; Διότι τα κάνει όλα καλύτερα από κάθε προκάτοχό της.
Κυρίως, τα κάνει όλα με έναν τρόπο που δεν αποκλείει και δεν βάζει στο περιθώριο τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, τους μη – gamers τέλος πάντων, εμάς που δεν έχουμε την όρεξη, το χρόνο ή τη διάθεση να λιώσουμε μπροστά από μια κονσόλα. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται να έχεις παίξει το παιχνίδι για να δεις και να απολαύσεις τη σειρά: παίρνεις μια βαθιά ανάσα, βουτάς μαζί της στο πρώτο επεισόδιο και κάνεις ένα μακρύ μακροβούτι στον φόβο, το συναίσθημα, την έκπληξη, την ανατροπή, τη βία, την προδοσία, την αυταπάρνηση, την αγάπη, την εκδίκηση. Σε όλο αυτό το σκηνικό που έστησε με μαεστρία το HBO, βοηθάει προφανώς η «πρώτη ύλη»: το «The Last of Us» ήταν το πιο «τηλεοπτικό video – game» που φτιάχτηκε ποτέ, ένα παιχνίδι που έδινε στους χαρακτήρες του το χρόνο και την άπλα να ξεδιπλωθούν, να τους γνωρίσουμε, ακόμα και να μας γνωρίσουν με έναν τρόπο.
Βοηθάει ασφαλώς η σκηνοθεσία και η ακριβή παραγωγή: το τοπίο είναι κατεστραμμένο, οι πόλεις έχουν ερημώσει, τα «ζόμπι» μπορεί να πεταχτούν από παντού, οι γέφυρες είναι γεμάτες από κατεστραμμένα αυτοκίνητα. Κατά την προσφιλή του συνήθεια το HBO, όπως έκανε και με το «Game of Thrones», δεν φείδεται χρημάτων: κάθε επεισόδιο είναι τόσο «πλούσιο», που θα μπορούσε να σταθεί ως μια ταινία. Και όσο βλέπεις το ένα επεισόδιο μετά το άλλο, σκέφτεσαι πόσο κρίμα θα ήταν να είχε γίνει ταινία, όπως ήταν ο αρχικός σχεδιασμός και να είχε «στριμωχτεί» το σενάριο μέσα σε ένα δίωρο, που δεν θα είχε αφήσει το περιθώριο στους χαρακτήρες ούτε να αναπτυχθούν, ούτε να αναπνεύσουν, ούτε να αλληλοεπιδράσουν.
Αλλά αυτό που βοηθάει περισσότερο απ’ όλα, είναι το καστ. Ο Πέδρο Πασκάλ, είναι όσο τσακισμένος και διαλυμένος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που είδε την κόρη του να ξεψυχά στα χέρια του, έχασε ό,τι αγάπησε και ό,τι είχε σημασία στη ζωή του και απλά επιβιώνει – μέχρι να βρει ένα νέο νόημα στη ζωή. Το ξέραμε πόσο καλός ηθοποιός είναι, τον είχαμε απολαύσει στο «Narcos», τον καμαρώνουμε στο «Mandalorian» (αν και εκεί έχει βγάλει το κράνος δυο φορές όλες κι όλες, οπότε μάλλον τη φωνή του καμαρώνουμε), αλλά εδώ βρίσκει την ευκαιρία να απλώσει στις τηλεοράσεις μας ολόκληρη την υποκριτική του γκάμα. Και η Μπέλα Ράμσεϊ, είναι το αθυρόστομο, κυνικό και μικρομέγαλο κορίτσι, που ίσως κρύβει τη γιατρειά στη μόλυνση στο DNA της, καθώς έχει δαγκωθεί και γρατζουνιστεί από τα «ζόμπι», αλλά δεν λέει να αρρωστήσει με τίποτα.
Οι δυο τους, τόσο αταίριαστοι αλλά με έναν τρόπο τόσο συμβατοί, τόσο μακριά από το «πατέρας – κόρη» αλλά με τόσο μεγάλη ανάγκη τελικά να βρουν ο ένας τον άλλον, πορεύονται μέσα στο χάος, προσπαθώντας απλά να μείνουν ζωντανοί.
Το «The Last of Us» δεν έχει απλά με το πώς να σκοτώσεις ζόμπι, αλλά και με το πώς να μην σκοτώσεις τα όνειρά σου. Δεν έχει να κάνει απλά με την επιβίωση από τους κινδύνους αλλά και από ένα απολυταρχικό καθεστώς. Μιλάει για κοινωνική αναταραχή, ανέχεια, «παρίες» και προνομιούχους, ακουμπώντας στα ταξικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής όπου ζούμε. Μιλάει για τη φτώχεια, την πείνα, τη στέρηση δικαιωμάτων, με την ίδια άνεση που μπορεί να μιλήσει για τον έρωτα δυο αντρών, εντελώς διαφορετικών μεταξύ τους, που συναντιούνται τυχαία και ζουν μαζί πάνω από 20 χρόνια μια αγάπη ειλικρινή, τρυφερή και τόσο δυνατή που νικάει κάθε αντίθεση, μέχρι το τέλος της ζωής τους, που έρχεται με έναν τρόπο σπαρακτικό. Εκείνο ακριβώς το επεισόδιο, το «Please Hold my Hand», παρότι προβλήθηκε τη βραδιά των «Grammys», κατέγραψε αύξηση 17% σε σχέση με το προηγούμενο επεισόδιο και ουσιαστικά εκτόξευσε τη σειρά στην στρατόσφαιρα της τηλεθέασης: το όγδοο επεισόδιο, ενόψει του φινάλε της σεζόν, κατέγραψε αύξηση τηλεθέασης σχεδόν 75% σε σχέση με την πρεμιέρα εκεί στα μέσα Ιανουαρίου.
Τι σημαίνουν πρακτικά όλα αυτά; Ότι έχει ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη για όποιον επιχειρήσει μελλοντικά να καταπιαστεί με ένα παρόμοιο δυστοπικό θέμα, αλλά και με όποιον αποφασίσει να μεταφέρει κάποιο άλλο video – game στην τηλεόραση. Είναι πάντως χαρακτηριστικό, ότι σε έναν χώρο γεμάτο λυσσασμένο ανταγωνισμό και ζήλεια, που συχνά φτάνει στο φθόνο, το «The Last of Us» τον έχουν υποδεχθεί οι ανταγωνιστές του με τον πιο θερμό τρόπο. Για παράδειγμα ο Κόρι Μπάρλογκ, game – director του δημοφιλέστατου «God of War» και εκτελεστικός παραγωγός της ομώνυμης σειράς που ετοιμάζει το Amazon Prime Video, χαρακτήρισε το αντίπαλον δέος «πραγματικά εκπληκτικό, συνεσταλμένο και εμπνευσμένο έργο που με γεμίζει χαρά και ευτυχία για όλους αυτούς που το δημιούργησαν. Νιώθω μια αρκετά μεγάλη πίεση, αναστάτωση και λίγη ζήλια που είναι τόσο καλό. Σοβαρά, αυτό που επιτυγχάνουν είναι θεϊκά μνημειώδες. Είμαι τόσο περήφανος γι’ αυτούς». Με δυο κουβέντες, τα είπε όλα.