Λίγα πράγματα αξίζουν σε αυτήν την ζωή. Αλλά οι λέξεις «λίγος» και «ζωή» είναι υποκειμενικές, όπως τα πάντα-να γιατί έχει δυσκολέψει η μεταξύ μας επικοινωνία, λόγω της Απανταχού Υποκειμενικότητας. Ας συμφωνήσουμε όμως ότι το φαγητό, η τέχνη, ο έρωτας, το γέλιο, η συγκίνηση είναι ικανοί λόγοι να μας συγκρατήσουν από τον θάνατο. Όπου θάνατος, εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημος με τις έννοιες «αναχωρητικότητα», «θα μείνω μέσα», «βαριέμαι».
Είναι κρίμα που δεν έχουμε όσα χρήματα (νομίζουμε πως) μας αξίζουν για να γυρίσουμε τον κόσμο, να γίνουμε πιο όμορφοι, πιο σοφές, πιο δημοφιλείς. Για να μένουμε σε σπίτι ονειρικό και να κάνουμε ό, τι μάς καπνίσει. Είναι κρίμα γιατί αν τα είχαμε θα καταλαβαίναμε πως δεν ήταν εκείνα που μας έλειπαν όταν ήμασταν φτωχοί.
Η γράφουσα ασπάζεται ευλαβικά την θρησκεία της Μποεμίας. Με βαριές τσέπες και κυρτές πλάτες, με κρύα ντους και φρικτά προγράμματα γυμναστικής, με εξαναγκαστικά χαμόγελα σε frames ψηφιακής ευτυχίας και με την ανάγκη να ανήκω οπωσδήποτε σε μία πλευρά, δεν μπορώ να απογειωθώ στην ζωή.
Πρέπει να ανοίξω την πόρτα του διαμερίσματός μου και να της επιτρέψω να με βγάλει στον κόσμο κλείνοντάς την πίσω μου σθεναρά. Ύστερα, να ερωτευτώ ένα πουλί που αψηφά το μεγάλο λεωφορείο, να ξεχάσω αφόρτιστο το κινητό μου όλη μέρα, να επιλέξω μια άλλη διαδρομή για τον γυρισμό, να πω την αλήθεια έστω σε έναν άνθρωπο, έστω σε μένα. Η ζωή είναι το μοναδικό όνειρο που αξιωνόμαστε ως απόντες. Καλό είναι να έχει γεύση, χρώμα, συναντήσεις. Και, αντί πολιτικής ορθότητας, αγάπη.
Δεν θέλω να μάθω πώς να είμαι ευτυχισμένη με όσα έχω. Θέλω η ευτυχία να με βρίσκει απροειδοποίητα στη στροφή του δρόμου. Να πετάω τα σκουπίδια και στην άκρη του κάδου να βρίσκω το πιο όμορφο βλέμμα γάτας. Να συναντώ την ομορφιά όπου την συναντούσα πάντα-στα ευτελή, στα σχεδόν αόρατα, στα ανείπωτα, αυτά για τα οποία καμία στιχουργική μαεστρία δεν μπορεί να γράψει τραγούδια.
Αλλά για αυτήν την σούπερ διευρυμένη όραση που μοιάζει με μυστική δύναμη, ασπίδα ή αχίλλειο πτέρνα καμιά φορά, χρειάζεται ενδυνάμωση, ψυχική γυμναστική και χρήσιμα καύσιμα, από αυτά τα πολύτιμα, που δεν κοστίζουν πολύ.
Καλωσορίζω το μήνα με ένα σετ γαλλικών εσωρούχων Vivian Filidsi και νιώθω όμορφη, γιατί είναι ό, τι καλύτερο έχω φορέσει εδώ και πάρα πολύ καιρό από άποψης ποιότητας και αισθητικής. Όταν ήμουν 20 αδιαφορούσα για τα εσώρουχα. Με ένοιαζε να πετύχω καλά το eye liner και το ίσιωμα των μαλλιών στην καλύτερη. Στα 30 μου, μπορώ να φοράω έναν σάκο με ένα σκοινί στη μέση να τον συγκρατεί, αλλά από μέσα θέλω να νιώθω υπέροχη.
Αυτή τη φορά, δεν περιμένω να δώσω στο στρινγκ μου αξία από τα επιδέξια χέρια εκείνου που γλυκά θα μου το ξεφλουδίσει από τη λεκάνη. Έχει αξία επειδή το φορά, επειδή νιώθω αυτοπεποίθηση, επειδή έκανα κάτι για μένα που το ξέρω μόνο εγώ. Oh wait. Τώρα κι εσείς. Βρίσκω τέλεια ιδέα δώρου σε κολλητή ένα φίνο κορμάκι. Κι αν δεν ξέρετε πώς να ενθουσιάσετε το εδώ και καιρό βαριεστημένο σας κορίτσι, μαντέψτε. Ένα όμορφο βρακάκι έχει πάντοτε σοφία, αρκεί να το δωρίσετε την κατάλληλη στιγμή-που θα πει, όλες τις ώρες της ημέρας και όλες τις εποχές του χρόνου.
Αφιερώνομαι στο διάβασμα. Και διαβάζω υπέροχα πράγματα αυτόν τον καιρό. Τη νέα ποιητική συλλογή του Γιώργου Λίλλη, που δεν σταματά να εκπλήσσει με το εύρος και το βάθος της γραφίδας του. «Το Χάπι» από τις εκδόσεις Ενύπνιο διαβάζεται με δύο τρόπους: είτε μονοκοπανιά να σε βαρέσει στο κεφάλι όπως κάνει ακόμα και το πιο ποιοτικό ποτό της οικουμένης αν το πιεις μονοκοπανιά, είτε σε δόσεις, μικρά, αθώα σφηνάκια των επτά ή οκτώ νυκτών, πριν τον ύπνο, εν είδει προσευχούλας. Δείτε λίγο:
«…ο τοίχος όταν δεν είναι σοκολατένιος/τότε εγκατέλειψε/υπάρχουν Ουτοπίες κρυμμένες/κάτω από τα χαλάκια των εισόδων/το όνειρο είναι η επίσημη εκδοχή του ανεκπλήρωτου/και η ποίηση η πρώτη λιθοβόλος/των πιστεύω μου».
Από την άλλη, η συλλογή «Χρειάζομαι μουσική» του Σωτήρη Κακίση με στίχους και πεζά έχει μια άλλη απόκριση εντός μου. Πιο κρουστή, πιο σαφή. Πιο γειωμένη. Δεν ερωτεύομαι την γραφή του Κακίση, με αφορά όμως ενοχλητικά πολύ. Τραγούδια καταδικασμένα στην εξορία των όχι-σουξέ, βαλμένα στο χαρτί με το μεράκι των εκδόσεων Ερατώ που λένε παράξενες ιστορίες σαν αυτές που λέμε με τους πιο αγαπημένους μας φίλους, σε ανύποπτους χρόνους. Μια νοσταλγία ούτε κατ’ ελάχιστον ελληνοπρεπής, μια οικουμενικότητα φτιαγμένη από παιδικά υλικά, άκακα, καταραμένα. Σαν να μπλέχτηκε ο Άλκης Αλκαίος με τη Μαριανίνα Κριεζή ένα πράγμα. «Τις κερασιές στο δρόμο μου τις βλέπω σαν παιδιά» διαβάζω και χαμογελώ, χαμογελάω, χαμογελώ.
Ακούστε και ένα τραγούδι για τις Γάτες και για τις Γυναίκες. Ναι, του Κακίση. Με την φωνάρα της Ζορμπαλά.
Αναρωτιέμαι αν το θέατρο που δεν μας πολυαρέσει (εμάς προσωπικά, ρε παιδί μου) είναι κακό ή καλό θέατρο. Αλλά, αλήθεια, στην εποχή που όλες είμαστε μουνάρες (όλες, όμως, απλώς επειδή το λέμε εμείς), στην εποχή που η κουζίνα των Ρομά γκουρμεδοποιείται και οικειοποιείται από γκράντε εστιατόρια, στην εποχή που όλοι αγαπάνε όλους υποχρεωτικά εκτός αν θέλουν να τους σκοτώσουν, στην εποχή που τα λοιπά και τα λοιπά, ποια είμαι εγώ και με ποιες περγαμηνές μπορώ να κρίνω μια παράσταση;
Το κριτήριο του θεατή δεν με καλύπτει. Κριτικός-μη χειρότερα-με τίποτα. Τότε τι; Μονάχα το θαρραλέο ονοματεπώνυμό μου στην δημοσίευση τούτη που φέρει, μαζί με μένα, το βάρος των γραφομένων μου. Bios, Πεθαίνω Σαν Χώρα, του Δημήτρη Δημητριάδη, σε σκηνοθεσία Αλίκης Στενού και Σύγχρονο Θέατρο, Η δεξιά τσέπη του ράσου, του Γιάννη Μακριδάκη, σε σκηνοθεσία Ειρήνης Φαναριώτη.
Μιλάμε για δυο λατρεμένα κείμενα-ιδίως του Δημητριάδη, μιλάμε για ένα εμβληματικό κείμενο.
Και είμαι της άποψης να βουτάμε μες στα εμβλήματα, να τους ανακατεύουμε τα μαλλιά όσο γουστάρουμε, να τους κάνουμε μασάζ ή να τα αμφισβητούμε. Όχι όμως να παίρνουμε το δικό μας τσιμπιδάκι φρυδιών και να τα τσουρομαδάμε.Πολλά κοινά οι δυο παραστάσεις. Πολύ σωματικό θέατρο-αχρείαστο κατ’ εμέ-, πολλές εντάσεις, δωράκια στο κοινό (χαρτάκια, λουλουδάκια) για την υποτιθέμενη διάδραση, ταλαντούχοι ηθοποιοί, εξαιρετικές μουσικές. Στο Πεθαίνω Σαν Χώρα, ο Νίκος Τουλιάτος με τα επικά κρουστά του έδωσε γερό στίγμα και πάτημα.
Κάποια ευρήματα ήταν συγκλονιστικά, η σκηνοθέτης-ηθοποιός με μάγεψε με την άρθρωση, την εκφορά του λόγου, το παρουσιαστικό της. Δεν θα Πέθαινα κι Αν Δεν την Είχα Δει, όμως.Στην Δεξιά Τσέπη, η σκηνοθέτιδα ήθελε βεβιασμένα να παντρέψει το δράμα με το κωμικό και δεν ξέρω. Αναρωτιέμαι: αν θέλω να γελάσω θα επιλέξω την τρυφερή ιστορία του Μακριδάκη με τον ιερέα και το σκυλάκι του που πεθαίνει στη γέννα; Γιατί φοβάται η γενιά μου την τρυφερότητα, γαμώτο; Δεν θα είναι κιτς και κλισέ να βγάλουμε μια παράσταση λιτή, απλή, συναισθηματική, να μας πάρουν τα ζουμιά.
Από τα μισά της παράστασης κι ύστερα ο ρυθμός ήταν συγκλονιστικός, ο λόγος του κειμένου άρχισε να αστράφτει από τις καλές ερμηνείες των ηθοποιών και το φινάλε ήρθε ως-ας πούμε-λύτρωση.
Καλώ σας να δείτε την πρώτη παράσταση – η Δεξιά Τσέπη του Ράσου ολοκληρώθηκε την Κυριακή – ευχόμενη να διαφωνήσετε οργισμένα μαζί μου, να με πείτε ανίδεη και προκατειλημμένη. Διότι διέγνωσα καντάρια ιδρώτα, ταλέντου και δουλειάς από όλες και όλους τους συντελεστές. Και θέλω να πιστεύω ότι είναι απλώς μια δική μου ανάγνωση, λιγάκι στριφνή, της προσπάθειάς τους.
Αδημονώ να έρθει Δευτέρα, να πάω το βράδυ (20:30) στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς. Oι Athens Classical Players, το δυναμικό σύνολο εγχόρδων της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, μας προσκαλούν για να μας ξεναγήσουν στον κόσμο τους που κατασκευάζουν οι ίδιοι, υφαίνοντάς τον με τα υλικά της μουσικής των μεγάλων συνθετών.
Η Son-ata του S.Prokofieff, το Qui-nteto του W.A.Mozart και η Ser-enata του P.I.Tchaikovsky, δημιουργούν, λέει, το ιδανικό ουτοπικό μέρος, όπου συναντώνται άνθρωποι από διαφορετικές αφετηρίες και συνδιαλέγονται είτε ως unisono soli σε μία μελωδία, είτε ως πέντε διαφορετικές μελωδικές γραμμές στο κουιντέτο, είτε τέλος, στη σερενάτα, ως ομάδες οργάνων που,αν και ξεχωριστές, υπηρετούν όλες μαζί το άρρητο αποτύπωμα της μουσικής: την ένωση, την κοινή αναπνοή και το κοινό όραμα. Η παρακολούθηση της συναυλίας είναι δυνατή με την αγορά εισιτηρίου εισόδου στο ταμείο του Μουσείου Μπενάκη, Πειραιώς 138 ή ηλεκτρονικά στο tickets.benaki.gr.
Ο χορηγός επικοινωνίας της εκδήλωσης των Athens Classical Players είναι ο πάντοτε δραστήριος και ολοένα εξελισσόμενος οπτικός οίκος Occhio Papavassiliou. Όταν οι επιχειρήσεις αγαπάνε τον πολιτισμό, τις αγαπάμε κι εμείς. Λίγο περισσότερο ακόμα. Σημείωση: τα οπτικά της καρδιάς μου άνοιξαν νέο κατάστημα στην Ερμού, στο νούμερο 36. Καλοκαίρι έρχεται, πάμε για κανά γυαλί ηλίου.
Από live, έχουμε και δύο Temple (μουσική σκηνή είναι καλέ) αυτή την εβδομάδα. Την Πέμπτη στις 12/5, τους Jacks Full και την Παρασκευή 13/5 τους Echo Train που τους ανοίγουν οι ψυχεδελικοποιητικότατοι Βλέπω Αρχαίους Αμφορείς. Πάμε, πάμε!
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr:
Πράγματα που θα κάνουν το ΣΚ σου μια εμπειρία ψευδαισθήσεων: Άνοιξη άσε με να έρθω μαζί σου