Δεν θυμάμαι πότε σταμάτησε να υπάρχει αυτό. Θυμάμαι να έντονα να τελειώνει με το που άνοιγαν τα μαγαζιά μετά από κάθε καραντίνα. Πιθανότατα να είχε συμβεί όμως αρκετά πριν εμφανιστεί η πανδημία. Συνέβαινε πολύ έντονα στο θέατρο και σε διάφορα άλλα events. Η Αθήνα είχε γίνει Λονδίνο, Παρίσι, όλα αυτά. Και τώρα, φαίνεται πως υπάρχει μια ανάγκη επιστροφής, αν κρίνω από τα πρώιμα δείγματα που βλέπω τα Εξάρχεια.
Δεν ξέρω πόσοι από εσάς που με διαβάζετε αυτή τη στιγμή, προλάβατε την εποχή που δεν χρειαζόταν να αγωθείτε για να πάτε κάπου και να κλείσετε εισιτήριο ή τραπέζι μέρες πριν. Όσοι είμαστε πάνω από 30 τη ζήσαμε, ξέρουμε ότι υπήρχαν μαγαζιά όπου έβρισκες να κάτσεις χωρίς κράτηση, αλλά, κυρίως, και να μην έβρισκες, ήξερες ότι όλα παίζονταν στην ώρα που θα πας, όχι στο πόσες μέρες νωρίτερα πρόλαβες να κάνεις κράτηση.
Συνειδητοποιώντας ότι έχω ξεκινήσει ένα κείμενο με τη λέξη «δεν» στις δύο πρώτες παραγράφους, άρα κινούμαι μέσα στον αρνητισμό, κάνω μια στροφή για να το πάω στο θετικό. Για μένα είχε πάντα μια ελεγεία να πας χύμα στο κύμα σε ένα μαγαζί στην Αθήνα, να μην ασχοληθείς με την παρέα για το ποιανού σειρά είναι να κάνει κράτηση, να μην σκέφτεσαι ότι θα εκτεθείς γιατί τελευταία στιγμή 3-4 θα κάνουν πίσω και θα πρέπει να πάρεις τηλέφωνο να ακυρώσεις.
Αυτό που επικρατεί στο 99% των μαγαζιών στην Αθήνα σήμερα, είναι η κόλαση του αγχωτικού ανθρώπου. Αυτού που δεν μπορεί τα τηλέφωνα, του κάπως introvert και του πολύ υπεύθυνου. Να πρέπει να πάρεις να κάνεις κράτηση για 7-8 άτομα και μετά να μπεις στη διαδικασία να πάρεις το μαγαζί για να το ακυρώσεις, ψάχνοντας και μια ψεύτικη δικαιολογία, πιστεύοντας ότι έτσι θα σκεφτούν «α, αφού είναι λόγω αυτού, τότε κ. Πουλερέ δε θα σας αποκλείσουμε διά παντός από τις κρατήσεις, φαίνεστε καλό παιδί, έχετε όμως πρώτο strike».
Σε μια εποχή που τα μαγαζιά στην Αθήνα λειτουργούν κατά συντριπτικό ποσοστό με κρατήσεις, πάντα μπορείς να βγεις να πας κάπου χωρίς κράτηση, αλλά οι πιθανότητες να βρεις να κάτσεις, είναι στο υπόλοιπο του συντριπτικού ποσοστό. Στα δε θέατρα, για να βρεις πλέον κάπου εισιτήριο, πρέπει να έχεις μιλήσει με τον σκηνοθέτη 6 μήνες πριν ανακοινωθεί η παράσταση και να περιμένεις σε κάποια πλατφόρμα για να κλείσεις.
Ξαναγυρίζει στην Αθήνα το «πάμε κι όπου μας βγάλει»
Στα Εξάρχεια λοιπόν, φαίνεται να είμαστε στην αρχή μιας «επανάστασης» στην εστίαση στην Αθήνα. Το Gamay Athens είναι το μαγαζί που έκανε αυτή την αρχή. Δεν υπάρχει τηλέφωνο για κρατήσεις, απλά πας και αν βρεις, βρήκες. Αν όχι, περπατάς στα γύρω μαγαζιά και συμβιβάζεσαι. Προσωπικά μου αρέσει αυτή η αδρεναλίνη του 50/50.
Πριν λίγες μέρες, πάλι στα Εξάρχεια, στη Μαυρομιχάλη αυτή τη φορά, άνοιξε το Walkin Athens, ένα πρότζεκτ των ανθρώπων που έχουν φτιάξει το Line Athens (να περιμένουμε να το δούμε κι αυτό του χρόνου στα 50 καλύτερα μπαρ στον κόσμο;), όπου είναι πυρήνας της φιλοσοφίας τους το no reservations. Αυτό σημαίνει το όνομά τους, άλλωστε. Δες και πέρνα.
Το φωνάζουν οι άνθρωποι πως θέλουν να είναι ανοιχτοί σε αυτόν που περνάει απ’ έξω και θέλει να μπει μέσα να δοκιμάσει, να το δει. Στο μαγαζί αυτό, για το οποίο θα μιλήσουμε αναλυτικότερα σε άλλο άρθρο, συνεχίζουν τη λογική του Line στο κομμάτι του fermentation, αλλά ένα βήμα πιο πέρα και ποντάρουν και στα σάντουιτς που κάνουν, που είναι σε άνοδο ως street food.
Μπορεί τα δύο μαγαζιά σε ολόκληρη Αθήνα να μην θεωρούνται επαρκές δείγμα, αλλά σίγουρα θα μου έχει ξεφύγει και κάποιο σε άλλες περιοχές, σίγουρα υπάρχουν πιο συνοικιακά μπαρ που μπορεί να δέχονται κρατήσεις, αλλά να ξέρεις πως και το χυμαδιό το υποδέχονται, αλλά το ότι είναι δύο μαγαζιά που άνοιξαν τους τελευταίους 6 μήνες, στην ίδια περιοχή, που έχουν πάρει προβολή, κάτι πρέπει να σημαίνει. Δε γίνεται να είναι τυχαίο.
Και η τοποθεσία έχει διπλή σημασία. Δεν είναι οπουδήποτε στην Αθήνα. Στα Εξάρχεια τελευταία έχουν γίνει διάφορα περίεργα και ανησυχητικά με επιθέσεις σε μαγαζιά που δεν «ταιριάζουν» με τα γούστα της «αναρχίας», οπότε κάνω μια τολμηρή εικασία πως το no reservations είναι σαν την πόρτα που βαφόταν με αίμα στην ταινία Μωυσής, για να μην μπει ο θεός και πάρει τη ζωή των πρωτότοκων γιων.
Ούτε ξέρω κι εγώ πώς κατέληξα σε αυτή την παρομοίωση, μπορεί να είναι και σκέτη μπούρδα, ας την αφήσουμε να περάσει απαρατήρητη. Επανέρχομαι στο ζουμί. Η Αθήνα είναι πια μια πολύ οργανωμένη πόλη σε επίπεδο εστίασης, κάτι που (κατανοώ ότι) εξυπηρετεί τους ανθρώπους που δουλεύουν σε αυτή, αλλά θέλουμε και τα μαγαζιά που είναι ένα νόμισμα στον αέρα, θέλουμε αυτή τη γοητεία του «αν πάω 8 θα βρω, αν πάω 9 είμαι στο ντεμί, αν πάω 9 και 30 χλωμό το βλέπω».