Δεν ξέρω αν συνειδητοποιούμε ποτέ ότι περνάνε οι εποχές και στο πέρασμά τους καταπίνουν σαν χείμαρροι πράγματα που συνδέθηκαν με στιγμές μας, με περιόδους της ζωής μας που τις αναπολούμε. Σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες αυτό το μαγαζί στο Μοναστηράκι, όπου πέρασα ένα μεγάλο μέρος από τις βραδινές εξόδους μου στα 4.5 φοιτητικά μου χρόνια. Ήταν το μέρος όπου ήπια πρώτη φορά στη ζωή μου αλκοόλ εκτός σπιτιού, το μέρος όπου δοκίμασα πρώτη φορά ρακόμελο, το μέρος όπου έκανα το πρώτο μου μεγάλο μεθύσι, το μέρος όπου ακόμα αναρωτιέμαι πως δεν πέθανα εκεί μέσα.
Οκ, το έκανα λίγο μακάβριο, αλλά το Ουσίες Κι Οινοπνεύματα στο Μοναστηράκι, όπως μπαίνεις Ψυρρή, ένα διπλό μαγαζί, δύο χώροι, που γέμιζαν τα 5 από τα 7 βράδια της εβδομάδας από φοιτητόκοσμο και ήταν η πιο εύκολη επιλογή να πας για νωρίς ή και για after, ήταν τέτοιο που ευνοούσε το να μεθύσεις πολύ, σε βαθμό επικίνδυνο. Κι επειδή ήταν το μόνο κάπως αξιοπρεπές σε αυτή τη σαπίλα της πλατείας, ήταν μονόδρομος να βρεθείς εκεί. Και πάντα κάποιον γνωστό σου θα έβρισκες.
Η πρώτη μεγάλη έξοδος με παιδιά από τη σχολή μου, έγινε εκεί. Θυμάμαι είχαμε ξεκινήσει από ένα μπαρ στον Άγιο Ελευθέριο και μετά καταλήξαμε κοντά στα 15-20 άτομα να πίνουμε ρακόμελα, τσίπουρα, οινόμελα, χωρίς να έχουμε καμία αίσθηση του τι πίνουμε, χωρίς κριτήριο ποιότητας. Ζητούσαμε καράφες, μας τις έφερναν, ρίχναμε στα σφηνοπότηρα και κατεβάζαμε. Και για κάθε μπουκιά, πίναμε 4 σφηνάκια.
Νύχτες στο Μοναστηράκι με την πανσέληνο μαζί
Εκείνο το πρώτο βράδυ, εκεί όπου σχηματίστηκε η παρέα μας η φοιτητική, θυμάμαι τον κολλητό μου που τον έχω ευτυχώς μέχρι σήμερα στη ζωή μου – δε μείναμε πολλοί από τότε να τα λέμε μεταξύ μας, έσπασαν οι πορείες μας – να ανεβαίνει σε ένα σκαλοπάτι, να παραπατάει και δύο δεύτερα μετά να τον βλέπω οριζοντιωμένο. Και να γελάει. Και να ξεκαρδιζόμαστε κι εμείς. Ένας άνθρωπος 196 εκατοστά να μοιάζει μικρότερος μπροστά σε μένα που είμαι 15 εκατοστά κάτω.
Και οι υπόλοιποι δεν πηγαίναμε πίσω. Κάποιοι σίγουρα ξερνούσαν στις τουαλέτες που δεν ήταν με τίποτα η επιτομή της καθαριότητας. Και γι’ αυτό απορώ πώς δεν κολλήσαμε τίποτα, πώς δεν καταστράφηκε ποτέ κάτι μέσα μας. Εκείνο το βράδυ είναι ένα από τα πιο αλησμόνητα της ζωής μου. Στο τέλος του, κοντά στις 5 το πρωί, ένας από μας είχε εξαφανιστεί, είχε πάει να κατουρήσει κάπου στο Μοναστηράκι. 3-4 είχαν καταλήξει στα Everest να τρώνε για να μην γίνουν πολύ χάλια και κάποιοι άλλοι είχαμε μπει στο πρώτο μετρό για να πάμε να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή στο κρεβάτι μας.
Στο Ουσίες Κι Οινοπνεύματα θυμάμαι ένα βράδυ που κάποια κοπέλα στον από πάνω όροφο ξέρασε σε έναν σωλήνα που συνδεόταν με το ισόγειο και έπεσε ο σωλήνας και χύθηκαν όσα είχε καταθέσει. Θυμάμαι να έχω πει 33 σφηνάκια ρακόμελο και να τραγουδάμε με την παρέα το «Πού ‘σαι Θανάση» και να φεύγω τύφλα περπατώντας μέχρι το Γκάζι για να πάω να πω σε μια κοπέλα πως είμαι ερωτευμένος μαζί της.
Σε αυτό το μαγαζί πηγαίναμε χύμα, πηγαίναμε λίγο πιο καλά ντυμένοι, πηγαίναμε τελευταία στιγμή, πηγαίναμε με κράτηση, ήταν όλα σε ένα, ένα χωνευτήρι πραγμάτων. Τρώγαμε κιόλας ποικιλίες εκεί. Είχε και ναργιλέδες. Θυμάμαι ο κολλητός μου, αυτός που είχε οριζοντιωθεί, να κάνει εκεί τα γενέθλια του, και να βάζουμε στόχο τα αγόρια της παρέας κάποιος να τρώει τα μούτρα του κάθε φορά που πάμε σε αυτό το μαγαζί. Και το κάναμε πράξη. Γι’ αυτό μάλλον λένε πολλοί πώς καταφέρνουν τα αγόρια να φτάσουν ζωντανά στην ενηλικίωση. Και πιο μετά, θα προσέθετα εγώ.
Ήταν άραγε αλήθεια;
Έχω χτυπήσει το πάτωμα και στις Ουσίες και στα Οινοπνεύματα στη διάρκεια ενός ζεϊμπέκικου, πιστεύοντας πως θα φανώ και πολύ άντρας και θα πέφτουν τ’ ανάσκελο οι συμφοιτήτριες από οργασμούς, ότι θα τους προκαλέσω ωορρηξία κι ας μην έχουν, πάρα πολλές φορές.
Δεν ξέρω πότε σταμάτησα να πηγαίνω, πότε είπαμε ένα στοπ με την παρέα, που κάθε χρόνο ήταν όλο και πιο μικρή. Απλά θυμάμαι μια μέρα να κάθομαι στο Μοναστηράκι, απέναντι, στο Αρόδου, και να το βλέπω σχεδόν άδειο. Και μια άλλη μέρα, να μην υπάρχει τίποτα πια εκεί. Και μια άλλη μέρα να έχει γίνει μαγαζί με λαστιχάκια, κορδέλες και άλλα τέτοια.
Σαν να μην υπήρξε ποτέ αυτό το μαγαζί στο Μοναστηράκι. Σαν να εμφανίστηκε μόνο για να ζήσουμε εκεί όσοι ζήσαμε τις πιο ωραίες φοιτητικές μας στιγμές, και μετά εξαϋλώθηκε. Δέκα χρόνια μετά το τέλος της φοιτητικής μου ζωής, πολύ συχνά αναρωτιέμαι αν υπήρξε ποτέ αυτή η εποχή. Προσπαθώ να με εντοπίσω ως εικόνα, να με θυμηθώ με αυτά τα πουλοβεράκια που φορούσα τότε και τα πάντοτε λερωμένα λευκά παπούτσια που τα φορούσα 1 χρόνο σερί. Προσπαθώ να τοποθετήσω ξανά στο κάδρο όλους αυτούς με τους οποίους περάσαμε ένα ή και πολλά βράδια σε αυτά τα τραπέζια στο Μοναστηράκι.
Θυμάμαι να περπατάω στην Θέτιδος στο Μοναστηράκι και αυτό το μαγαζί να είναι τιγκαρισμένο από φοιτητόκοσμο. Και γύρω του, το μόνο άλλο που είχε κόσμο, ένα μπαρ πιο πριν που ήταν για φοιτητές από το εξωτερικό που είχαν έρθει με Εράσμους.
Δεν θυμάμαι να συγκινούμαι όταν είδα ότι δεν υπήρχε πια. Έχω μια αμυδρή εικόνα από τους ανθρώπους που δούλευαν εκεί και που κάθε Παρασκευή-Σάββατο-Κυριακή είχαν να αντιμετωπίσουν την παράνοια. Τους μεθυσμένους, τα «πιστόλια», τους σαματατζήδες, τους θρασείς, τους ήρεμους, τους επαναστάτες, τους δειλούς, τους μυγιάγγιχτους, τους ευγενείς.
Να χάθηκε άραγε αυτό το μέρος στο Μοναστηράκι επειδή τελείωσε και η φοιτητική μου ζωή; Ή να τελείωσε η φοιτητική μου ζωή επειδή θα τελείωσε αυτό το μέρος στο Μοναστηράκι; Ούτε που θέλω να βρω κάποια απάντηση.
Να υπήρξαν άραγε όλοι αυτοί οι άνθρωποι στη ζωή μου; Η σημερινή εποχή και τα social media αφαιρούν λίγο την ελεγεία της αναρώτησης. Τους έχεις στο Instagram, τους βλέπεις, σε βλέπουν και η πιθανότητα να έζησες ένα παραμύθι, έχει σβηστεί.
Να υπήρξα άραγε εγώ στη ζωή τους; Να βρέθηκα όλα αυτά τα βράδια στο Μοναστηράκι; Να έκλαψα για αυτές τις κοπέλες; Να χορέψαμε τόπλες με τους φίλους μου; Ποιος ξέρει κάποιοι πού βρίσκονται και τι κάνουν;
Όχι, δεν εύχεται κανείς μας να ξαναβρεθούμε. Για κάποιο λόγο πήραμε όλοι αυτά τα μονοπάτια. Και παρόλη την ομορφιά των αναμνήσεων, δε θα γυρνούσα ξανά εκεί, γιατί δεν θα ήθελα να επιβεβαιώσω κάποια αλήθεια ή να αλλάξω κάτι. Να μείνουν όλα άθικτα στο παρελθόν.
Στο Μοναστηράκι ήπιαμε οινοπνεύματα και ζήσαμε τις ουσίες της ζωής μας πριν βγούμε στον βασανιστικό θάνατο της ενηλικίωσης!