Δεν θα ήταν υπερβολή αν γράφαμε πως είναι μάλλον το θρυλικότερο μεζεδοπωλείο όλων. Ξεπερνάει η φήμη του και το Ουσίες Κι Οινοπνεύματα που σου είχαμε θυμίσει πριν μερικές βδομάδες, αλλά και του Αμοργιανού Περάσματος που επίσης σου είχαμε θυμίσει εδώ.
Το Τηνιακό Καφενείο ή μεζεδοπωλείο, όπως επικράτησε να το λένε όσοι ήταν θαμώνες, αφού περισσότερο για μεζέ πήγαινες εκεί προς το μεσημέρι και μετά και λιγότερο για καφέ, είναι θρυλικό γιατί στον χώρο του γράφτηκαν πολλές προσωπικές ιστορίες για πολλούς ανθρώπους, για δεκάδες χιλιάδες φοιτητές. Ναι, δεκάδες χιλιάδες, χωρίς υπερβολή. Σε μια περίοδο οικονομικής κρίσης, το να ξέρεις πως μπορείς να πιεις τρεις μπίρες και να δώσεις 5.5 ευρώ, ήταν σπουδαία υπόθεση. Αν σε πείραζε λίγο πιο εύκολα η μπίρα, τότε με τρεις είχες μπει γκολ, είχες βγει οφσάιντ και όλα τα σχετικά.
Το μεζεδοπωλείο αυτό είχε όλη αυτή την αίγλη του vintage, του παλιού μεζεδοπωλείου που με κάποιο τρόπο είχε επιβιώσει από τα 80s και 90s και είχε φτάσει στην 2η δεκαετία του 21ου αιώνα. Το καταλάβαινες από τις τουαλέτες του ή από το πάτωμά του. Δεν σε πολυενοχλούσε. Από τη στιγμή που μπορούσες να βρεις ένα τραπέζι να κάτσεις με 3-4 φίλους, δε σε ένοιαζε κάτι άλλο.
Το βράδυ που το θρυλικό μεζεδοπωλείο έκλεισε και άνοιξε ξανά
Οι συχνοί θαμώνες που μεγάλωσαν τον μύθο του, το έλεγαν Φτηνιακό, διότι έβρισκες μια μικρή, αλλά επαρκή ποικιλία στα 4 ευρώ, μπίρα στο 1,80, το ίδιο και το καραφάκι κρασί, ενώ πάντοτε οι άνθρωποι του μαγαζιού θα έκαναν κέρασμα ή θα ξεχνούσαν να μετράνε από ένα σημείο και μετά. Πρακτικά, 4 άνθρωποι με 10 ευρώ ο καθένας, θα είχατε πιει αρκετά και θα είχατε φάει καλά.
Όπως κάθε μεζεδοπωλείο που σέβεται τον εαυτό του, το Τηνιακό έγινε γνωστό και για τα κεφτεδάκια του, που μπορεί να μην ήταν τα καλύτερα του κόσμου ή τόσο γιαγιαδίστικα, αλλά την πείνα του φοιτητή δεν την ένοιαζε πώς θα ικανοποιηθεί. Κεφτεδάκια άκουγε, ποικιλία με ψωμί, σαλάμι, τυρί και αυτά και ήταν ευτυχής. Ξεκάθαρη πασοκίλα των 80s, λίγο πριν γίνουμε πιο κυριλέ, το Τηνιακό ήταν ένα σταυροδρόμι εποχών που όλες έμπαιναν κάτω από την ομπρέλα του βαθιά λαϊκού.
Το καταλάβαινες ακόμα και στη μουσική ή στις καλτ επιλογές του, αφού μπορεί να έπαιζε μέχρι και 10η Εντολή.
Κάποια στιγμή, το 2016, έκλεισε, αλλά όχι για πολύ, αφού το τελευταίο του βράδυ, δεν θα ήταν το τελευταίο, με μια παρέα νεαρών να το παίρνει από την προηγούμενη ιδιοκτησία και με μερικές προσαρμογές να το συνεχίζει με την ίδια φιλοσοφία, αυτή του συνεργατικού καφενείου-μπαρ.