Και πολύ άργησε. Όχι μόνο ο σεφ, αλλά και το ίδιο το σουβλάκι να περάσει σε μια διαφορετική λογική. Το παραδοσιακό θα είναι πάντα εκεί για να το απολαμβάνουμε, αλλά όπως συμβαίνει με όλες μας τις σταθερές, με τον τόπο μας, με όλα τα στέρεα «εδάφη» της ζωής μας, θέλουμε να μπορούμε να φύγουμε για να επιστρέψουμε. Και το σουβλατζίδικο που άνοιξε ο Χριστόφορος Πέσκιας είναι ένα ταξίδι «αποδημητικό», μια περιπέτεια ανακάλυψης που μας κάνει να απολαμβάνουμε και το ταξίδι, αλλά και να θέλουμε να επιστρέψουμε στο σταθερό μας έδαφος.
Εγώ για παράδειγμα, δεν μπορώ το σουβλάκι με σάλτσες και άλλα τέτοια. Θέλω να βάζω κεμπάπ, πάπρικα, κρεμμύδι, ντομάτα και τέλος. Μόνο σε περιόδους διατροφής θα επιλέξω καλαμάκι κοτόπουλο. Ούτε ο γύρος είναι μια επιλογή που έχω ψηλά. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν θα σπάσω τη μονοτονία μου.
Τυχαία περπατούσα στο κέντρο που είναι κοντά στο γραφείο και βρισκόμουν στην Σκουλένιου, όπου και είδα κάτι φρέσκο. Ένα σουβλατζίδικο που λέγεται Κάψα. Για λίγο σκέφτηκα μήπως είμαι σε καμιά ταινία ελληνική των 90s, ίσως και των 80s, αφού το όνομα θα μπορούσε να είναι τίτλος ταινίας-βιντεοκασέτας με πρωταγωνιστή τον Τσάκωνα ή τον Μουστάκα.
Μετά θυμήθηκα ότι είχα δει ένα στόρι ενός φίλου που είχε ανεβάσει το σουβλάκι που είχε πάρει από αυτό το σουβλατζίδικο, καθότι κεντρώος κι αυτός επαγγελματικά, οπότε η φλασιά με έσπρωξε προς την είσοδο, μπήκα μέσα και πήρα δύο τυλιχτά διαφορετικά, πεπεισμένος πως το ένα δε θα μου αρέσει και θα μου αρέσει το άλλο, ή ότι θα φάω πρώτα αυτό που δε με ψήνει τόσο και θα εντυπωσιαστώ τόσο ώστε το άλλο δε θα μου αρέσει ιδιαίτερα.
Πριν περάσω στην τελική ετυμηγορία, να πω πως το σουβλατζίδικο αυτό το άνοιξε ο Χριστόφορος Πέσκιας, τα αδέρφια Πιτσιλή για την ακρίβεια, με τον Πέσκια να αφήνει τον ρόλο του σεφ και να γίνεται σουβλατζής, κάτι που το ήθελε για χρόνια. Συνειδητοποιώ ότι δεν τον ανέφερα καθόλου ως τώρα κάτι που είναι ενδεικτικό για το πόσο ήθελα να μιλήσω για τις γεύσεις και να μην ασχοληθώ καθόλου με τους ανθρώπους που τις φτιάχνουν. Ίσως άδικο, αλλά η καρδιά θέλει αυτό που θέλει.
Ξέρετε, το σουβλάκι δεν έχει κανόνες, όπως και καμία γεύση. Το ίδιο σουβλάκι θα φάω σήμερα και σε 20 μέρες, αλλά η συναισθηματική μου κατάσταση και η ανάγκη της στιγμής, αλλιώς θα το εγγράψουν μέσα μου. Αν για παράδειγμα κάνω αυστηρή δίαιτα για ένα μήνα και δεν τρώω σουβλάκι, το πρώτο που θα φάω, θα το αγαπήσω. Αν τρώω 2-3 φορές τη βδομάδα, το καλύτερο του κόσμου δύσκολα θα καταγραφεί μπροστά μπροστά στη μνήμη μου. Θα πάει πίσω στη μακρόχρονη.
Μετράει πολύ η στιγμή που μπαίνεις σε ένα σουβλατζίδικο και παραγγέλνεις να φας. Κι η στιγμή που θα έχεις μπροστά σου αυτό που ζήτησες. Και πιστεύω πως όταν γράφουμε για φαγητό, οφείλουμε να το επισημαίνουμε αυτό στον αναγνώστη, για να είμαστε τίμιοι απέναντι του, αλλά και απέναντι στο ίδιο το μαγαζί.
Τι θα βρεις στο σουβλατζίδικο της Κάψας
Στο σουβλατζίδικο της Κάψας μπήκα σε μια στιγμή κούρασης, που η ζέστη με είχε πειράξει λίγο περισσότερο, σε μια μέρα που ήταν το αποκορύφωμα 3-4 ημερών γεμάτων νεύρα και μια αόριστη ενόχληση.
Οπότε, μόνο από αυτή τη συνθήκη, το σουβλάκι που θα έτρωγα ή που θα το αντιπαθούσα πολύ ή που θα με κέρδιζε κατά κράτος. Και συνέβη το δεύτερο. Έχει 3 κλασικά τυλιχτά με κεμπάπ και καλαμάκι κοτόπουλο + χοιρινό, έχει κι ένα veggie με μανιτάρια, έχει όμως και 3 signature, όπου τη διαφορά την κάνουν οι σος: pico de gallo, μαγιονέζα curry, κόκκινη καυτερή με γιαούρτι. Αυτό το τρίτο πήρα από τα signature, δεν ήταν ευτυχώς το μακρύτερο, κι ένα με κεμπάπ, ντομάτα, κρεμμύδι, τζατζίκι.
Και απόλαυσα το πόσο καλά ψημένες και ταυτόχρονα αφράτες ήταν οι πίτες, κάτι που το θέλω στο τυλιχτό, γιατί μια ξερή πίτα, δεν απορροφά την υγρασία της ντομάτας και του κρεμμυδιού και δυσκολεύει την ένωση των στοιχείων στο στόμα. Ενώ μια αφράτη, παίρνει το ζουμί της ντομάτας και τυλίγει κάθε κομμάτι του κρέατος. Όπως απόλαυσα και την καυτερή σάλτσα σε συνδυασμό με το γιαούρτι.
Όσο προχωράει το σουβλατζίδικο, ο Πέσκιας θα κάνει λογικά κι άλλες πιο γκουρμέ παρεμβάσεις, χωρίς εξαλλοσύνες. Κι επειδή μια φορά δεν είναι αρκετή για αξιόπιστη ετυμηγορία, θα υπάρξει σίγουρα και δεύτερη και τρίτη.