Οκ, το κατανοώ, εδώ παίζουμε με τα ιερά και τα όσια, με τα κεκτημένα ετών. Το να πας να πεις σε Βορειοελλαδίτη, ειδικά Σερραίο, ότι η μπουγάτσα του έρχεται δεύτερη και δη από ένα μέρος πολύ πιο χαμηλά στην Ελλάδα, είναι σαν να του λες ότι είναι σωστό το καλαμάκι και όχι σουβλάκι. Που μια χαρά σωστό είναι, αλλά άντε να του εξηγήσεις.
Στα της μπουγάτσας λοιπόν. Ναι, είναι ενοχλητικό να πρέπει να αναδεικνύεται ένα προϊόν εις βάρος κάποιου άλλου. Θα μπορούσα να γράψω «μια από τις καλύτερες μπουγάτσες που έχεις φάει», για να το κάνω λιγότερο εριστικό ή, ακόμα πιο ουδέτερα «μια φανταστική μπουγάτσα». Και να μη χρειαστεί να αναφερθώ σε Σέρρες, Θεσσαλονίκη, Μακεδονία εν γένει.
Να όμως που το έκανα και το έκανα για μια μπουγάτσα στην Πάρο. Η αλήθεια είναι ότι η σχέση μου με την μπουγάτσα ως έδεσμα είναι τρομερά νοσταλγική. Τα περισσότερα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τα πέρασα στην Χίο, δηλαδή Βόρειο Αιγαίο, δηλαδή μια σπιθαμή από Θεσσαλονίκη, όπου έτρωγα μια υπέροχη μπουγάτσα. Κι επειδή την έτρωγα κομμένη σε τετραγωνάκια, στο μυαλό μου είχε αποκτήσει μια μυθολογική διάσταση. Σε φάση που αν δεν μου την έκοβαν, νόμιζα ότι θα έτρωγα κάτι άλλο, ένα υποβαθμισμένο πράγμα.
Από την Χίο στην Πάρο
Μέχρι κάποια σχετικά μεγάλη ηλικία μάλιστα, νόμιζα πως μπουγάτσα είναι μόνο αυτή με την κρέμα, τη ζάχαρη και την κανέλα. Δεν είχα ιδέα πως η ονομασία αφορούσε το είδος του φύλλου και μπορούσε να υπάρχει μέσα σπανάκι με τυρί, τυρί, κιμάς και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο υπάρχει.
Αφού λοιπόν έφτασα στα 20+ και κατάλαβα τι είναι η μπουγάτσα, μετά από αρκετά χρόνια που αρνούμουν να φάω γιατί δεν ήταν σαν τη χιώτικη, άρχισα να μυώ τους κάλυκες μου σε αυτό το υπέροχο έδεσμα. Εμφανίστηκε κάπου το 2013 και το περίφημο μπουγατσάν και άνοιξαν νέοι ορίζοντες.
Η αυθεντική μπουγάτσα πάντως, κυρίως με κρέμα και εν δευτέροις με τυρί (με κιμά δεν αναγνωρίζω, όπως και με σοκολάτα) είναι το απόλυτο σφολιατοειδές για πρωινό. Δεν συγκρίνεται με τίποτα. Αν μάλιστα ο άνθρωπος που τη φτιάχνει, είναι μάστερ, τότε δεν θες τίποτε άλλο.
Και πραγματικά, ο μικρός φούρνος που μου σύστησαν δύο φίλοι στην Πάρο, στην Παροικιά, μέσα σε ένα στενάκι μπροστά στο λιμάνι, με εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Δεν περιμένεις να φας γενικά τίποτα το συνταρακτικό μπροστά στο λιμάνι. Τα βλέπεις όλα ως τουριστικά και είσαι αρνητικά διακείμενος.
Μπουγάτσα υπέροχη σε Χώρα γίνεται; Κι όμως γίνεται!
Στην Πάρο, στην Παροικιά, αυτό δεν ισχύει. Όχι μόνο για τη συγκεκριμένη μπουγάτσα, αλλά γενικά. Αλλά ας μείνουμε στη μπουγάτσα. Αν πας μετά τις 11 το πρωί, τότε καλύτερα να παίξεις τζόκερ, γιατί θα βρεις λίγα πράγματα. Είναι τόσο ξακουστός φούρνος, που υπάρχει μόνιμα ουρά 10-15 ατόμων σε ένα στενάκι και συνήθως οι μπουγάτσες με τυρί τελειώνουν σφαίρα.
Καλύτερα, θα πω εγώ, γιατί είχα πάει για να δοκιμάσω την κρέμα του. Και στην πρώτη κιόλας μπουκιά, έπαθα πλάκα. Δεν χρειάστηκε καν να ανοιγοκλείσω το στόμα μου, να κινήσω την οδοντοστοιχία μου. Άφησα την κρέμα να εισέλθει και να ταξιδέψει μόνη της. Να κάτσει όσο θέλει στη γλώσσα και να πάει όποτε δεήσει στον ουρανίσκο. Οριακά δεν μπορούσα να καταπιώ. Ήθελα να διαρκέσει αυτή η αίσθηση της πρώτης μπουκιάς, της μπουκιάς που σου λέει «κρατήσου γιατί θα σε συγκλονίσω».
Τελικά, κατέληξα να πάρω και δεύτερη μπουγάτσα. Κι έφαγα μία κομμένη και μία άκοπη. Και κατάλαβα ότι μικρός πρέπει να ήμουν ελαφρώς χαζός.
Κι αν μέχρι εδώ δεν έχεις διαβάσει ήρεμος γιατί είσαι από τον Βορρά και έχεις εκνευριστεί που είπα ότι ένας στην Πάρο κάνει την καλύτερη μπουγάτσα, να πω ότι στο νησί υπάρχουν τα τελευταία χρόνια πάρα πολλοί από Θεσσαλονίκη και εν γένει Βόρεια Ελλάδα. Δεν ξέρω πώς προέκυψε αυτό, είχα συνηθίσει να καταπλύζουν τις Σποράδες, τη Σαμοθράκη, τη Θάσο. Ξαφνικά (ή όχι και τόσο ξαφνικά), η Πάρος έχει μαζέψει Θεσσαλονικείς. Οπότε εικάζω ότι κάπως θα έχει συμβάλλει κι αυτό ώστε να εμφανιστεί αυτή η μπουγάτσα.
Το πιο τρανταχτό επιχείρημα για το πόσο καλή είναι αυτή η παριανή μπουγάτσα, το κράτησα για το τέλος. Υπάρχει ένας κανόνας: μαγαζί που δεν ασχολείται με τα social media για να προωθήσει τα προϊόντα του, είτε αποτελείται από άσχετους και πρωτόγονους είτε έχει τόσο μεγάλη πίστη στο word of mouth που προκαλεί το προϊόν του, που δεν μπαίνει καν σε διαδικασία να ασχοληθεί.
Εδώ συμβαίνει το δεύτερο. Τι να τις κάνουν τις αναρτήσεις και τις στυλιζαρισμένες φωτογραφίες με κρέμες και φύλλα, όταν ξέρουν πως όποιος πάει εκεί, θα μιλήσει σε καμιά 10αριά γνωστούς και φίλους και θα τους στείλει να δοκιμάσουν…