Το φαγητό είναι κάτι που σε ένα μεγάλο ποσοστό δεν υπάρχει για να καλύπτει τις βιολογικές μας ανάγκες, μα τις κοινωνικές και συναισθηματικές. Τις κοινωνικές τις καλύπτει στο παρόν, τις συναισθηματικές σε όλο το χρονικό φάσμα, αλλά κυρίως ως προς το παρελθόν. Κι αυτό το πιάτο στο οποίο θα αναφερθούμε, είναι ένα πιάτο και κοινωνικοποίησης και «πυρηνικών» αναμνήσεων από τα παιδικά και εφηβικά σου χρόνια.

Πατάτες τηγανητές. Οι πατάτες τηγανητές είναι πάντα core memory πιάτο. Πατάτες τηγανητές με φέτα. Πατάτες τηγανητές με φέτα και αυγά μάτια. Μαγεία. Στο έφτιαχνε συνήθως η μάνα σου ή οι γιαγιοπαππούδες σου, κάτι ξέμπαρκες Δευτέρες επειδή ήταν εύκολο κι επειδή, πιθανώς, βαριόντουσαν να κάνουν κάτι άλλο, έχοντας κουραστεί από τις δουλειές του σπιτιού και από μια κουραστική μέρα στη δουλειά. Ήταν ένα πιάτο σαν χυμός με όλες τις βιταμίνες, αφού ικανοποιούσε όλες σου τις ανάγκες, είχε όσα αγαπάς στο φαγητό και ξεκινούσε η εβδομάδα σου με δύναμη.

Είχες την κάψα και το κρατσάνισμα της πατάτας, είχες τη δροσιά και τον σκληρό χαρακτήρα της φέτας που την έκανες τρίμμα κι αν έβαζες κι αυτό, είχες τον ζεστό, υγρό κρόκο να ρέει σαν ωραία λάβα πάνω από όλα και να ενώνει την πατάτα με τη φέτα, ώστε σε κάθε μπουκιά να είχες όλο το πακέτο, να μη σου έπεφτε κανένα τρίμμα φέτας.

Στο έκανε η μαμά σου πάντα μετά τη θάλασσα ή το έπαιρνες στην ταβέρνα: Το πιο απλό πιάτο που θυμίζει πάντα καλοκαίρι

Το πιάτο-μηχανή του χρόνου

Ο Ελύτης έγραψε κάποτε πως με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι ξαναφτιάχνεις την Ελλάδα. Εμείς θα πούμε πως με μια τηγανιά πατάτες, τριμμένη φέτα και δυο αυγά μάτια, ενώνεις την Ελλάδα. Σαν μια μηχανή του χρόνου λειτουργεί η γεύση αυτού του πιάτου, που σε πάει πίσω στα 11 σου χρόνια, που γυρνούσες το απόγευμα από τις υποχρεώσεις σου σε σχολεία, ξένες γλώσσες, άλλες δραστηριότητες, πηγαίνατε με τους γονείς και τα αδέρφια στο σπίτι του παπού και της γιαγιάς

Κι αν δεν ήταν στο σπίτι, υπήρχε πάντα η ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα ή στην πλατεία του χωριού, όπου οι πατάτες με φέτα ήταν πάντα στο μενού και σε αφθονία. Κάποιες φορές δεν χρειαζόταν καν να τις γράψει στον κατάλογο ο μαγαζάτορας. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονταν. Ήταν σαν το νερό.

Δεν έχω βρει σε πολλά μαγαζιά στην Αθήνα αυτό το πιάτο. Το έχω πετύχει στη Φυσαρμόνικα στον Χολαργό, παλιότερα με στάκα αντί για αυγά και τώρα με γλυκοπατάτες και τριμμένη φέτα.

Αυτό το πιάτο όμως, δεν αναδεικνύεται πλήρως ποτέ αν το φας ως ενήλικας σε μια ταβέρνα ή εστιατόριο. Θέλει να ανασυνθέσεις όλα τα στοιχεία της ανάμνησης και αυτή τη φορά να κάνεις εσύ στη μάνα σου και στον πατέρα σου αυτό το πιάτο όσο αυτοί θα παίζουν στο τραπέζι με τον αδερφό ή την αδερφή σου ή με τα παιδιά σου.

Ο παππούς μου κι η γιαγιά μου φρόντιζαν πάντα να μου έχουν έτοιμο ένα πιάτο τα βράδια τα αδιάφορα, τα ξέμπαρκα, κάτι Δευτέρες ή Τρίτες που γυρνούσα από τα αγγλικά ή τα ισπανικά (τη γλώσσα εννοώ, όχι τίποτα kinky) και μου έφτιαχνε όλη η διάθεση, ήταν το μπουστάρισμά μου για την εβδομάδα.

Τα φαγητά μας είναι τα χέρια που τα φτιάχνουν και γι’ αυτό ποτέ δεν θα θυμόμαστε ως τα βαθιά μας γεράματα το Χ πιάτο που φάγαμε σε ένα εστιατόριο. Θα θυμόμαστε αυτά που φτιάχτηκαν από τα χέρια ανθρώπων που θα δίναμε τη ζωή μας για πάρτη τους. Κι ας μην ήταν τα τελειότερα πιάτα. Ας ήταν πότε ανάλατα ή πότε αλμυρά. Ήταν από αυτούς που αγαπάμε.