Τα φαγητά του καλοκαιριού είναι πάντα αλλιώς. Το πιο αδιάφορο πιάτο, αν το φας καλοκαίρι σου μένει η ανάμνηση, αν το φας χειμώνα, θες να σβήσεις την ανάμνηση. Το ίδιο ισχύει και για το καλοκαίρι της ζωής, την παιδική ηλικία. Ό,τι φαγητό φας σε αυτή τη φάση της ζωής σου, σου μένει αλησμόνητο και διαμορφώνει και τις γευστικές σου επιθυμίες στην ενήλικη ζωή.

Φαντάσου λοιπόν να ενώνεις αυτές τις δύο πανίσχυρες δυνάμεις, δηλαδή το καλοκαίρι της ζωής με το κανονικό καλοκαίρι, πόσο δυνατές αναμνήσεις ζεις, πόσο σε στιγματίζουν…

Ένας κοινός τόπος σχεδόν όλων μας, είναι η αναμονή της επιστροφής από τη θάλασσα το καλοκαίρι. Παρόλο που διασκεδάζαμε στη θάλασσα, που ξεδίναμε, που ήμασταν στο απόλυτο του παιδικού μας εαυτού, συχνά το βλέπαμε ως μια πίστα για να φτάσουμε στον τελικό μας στόχο που ήταν να βραχούμε με το κρύο νερό από το λάστιχο στο εξοχικό και να πάμε να κάτσουμε στο τραπέζι στη βεράντα, να παίζουμε με τα αδέρφια ή ξαδέρφια, με τους γονείς, με τους φίλους στο χωριό κανένα επιτραπέζιο καθώς θα τρώμε ένα συγκεκριμένο πιάτο.

Πατάτες τηγανητές. Οι πατάτες τηγανητές είναι πάντα core memory πιάτο, αλλά το καλοκαίρι αποκτούσαν άλλη διάσταση συνδυαζόμενες με ένα ή και δύο υλικά. Πατάτες τηγανητές με φέτα. Πατάτες τηγανητές με φέτα και αυγά μάτια. Μαγεία.

Είχες την κάψα και το κρατσάνισμα της πατάτας, είχες τη δροσιά και τον σκληρό χαρακτήρα της φέτας που την έκανες τρίμμα κι αν έβαζες κι αυτό, είχες τον ζεστό, υγρό κρόκο να ρέει σαν ωραία λάβα πάνω από όλα και να ενώνει την πατάτα με τη φέτα, ώστε σε κάθε μπουκιά να είχες όλο το πακέτο, να μη σου έπεφτε κανένα τρίμμα φέτας.

Στο έκανε η μαμά σου πάντα μετά τη θάλασσα ή το έπαιρνες στην ταβέρνα: Το πιο απλό πιάτο που θυμίζει πάντα καλοκαίρι

Το πιάτο-μηχανή του χρόνου

Ο Ελύτης έγραψε κάποτε πως με μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι ξαναφτιάχνεις την Ελλάδα. Εμείς θα πούμε πως με μια τηγανιά πατάτες, τριμμένη φέτα και δυο αυγά μάτια, ενώνεις την Ελλάδα. Σαν μια μηχανή του χρόνου λειτουργεί η γεύση αυτού του πιάτου, που σε πάει πίσω στα 11 σου χρόνια, που γυρνούσες με τον αδερφό ή την αδερφή σου, με τη μαμά και τον μπαμπά και ένας από τους δύο σου έφτιαχνε το πιάτο, ενόσω ο άλλος έπαιζε μαζί σας. Κι αν υπήρχε στο πλάνο κι ένας παππούς με μια γιαγιά, ακόμα καλύτερα.

Κι αν δεν ήταν στο σπίτι, υπήρχε πάντα η ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα ή στην πλατεία του χωριού, όπου οι πατάτες με φέτα ήταν πάντα στο μενού και σε αφθονία. Κάποιες φορές δεν χρειαζόταν καν να τις γράψει στον κατάλογο ο μαγαζάτορας. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονταν. Ήταν σαν το νερό.

Δεν έχω βρει σε πολλά μαγαζιά στην Αθήνα αυτό το πιάτο. Το έχω πετύχει στη Φυσαρμόνικα στον Χολαργό, παλιότερα με στάκα αντί για αυγά και τώρα με γλυκοπατάτες και τριμμένη φέτα.

Αυτό το πιάτο όμως, δεν αναδεικνύεται πλήρως ποτέ αν το φας ως ενήλικας σε μια ταβέρνα ή εστιατόριο. Θέλει να ανασυνθέσεις όλα τα στοιχεία της ανάμνησης και αυτή τη φορά να κάνεις εσύ στη μάνα σου και στον πατέρα σου αυτό το πιάτο όσο αυτοί θα παίζουν στο τραπέζι με τον αδερφό ή την αδερφή σου ή με τα παιδιά σου.

Ο παππούς μου κι η γιαγιά μου φρόντιζαν πάντα να μου έχουν έτοιμο ένα πιάτο μετά το μπάνιο, πολλές φορές αφήνοντας στην άκρη τη δική τους ανάγκη να πάνε στη θάλασσα. Θα ήμουν με τον παππού, το μπαμπά και την αδερφή μου στη θάλασσα κι η γιαγιά σπίτι θα καθόταν να καθαρίσει πατάτες και να βάλει 4-5 τηγανιές για να φάμε όλοι. Κάποιες φορές καθόταν κι ο παππούς πίσω.

Τα φαγητά μας είναι τα χέρια που τα φτιάχνουν και γι’ αυτό ποτέ δεν θα θυμόμαστε ως τα βαθιά μας γεράματα το Χ πιάτο που φάγαμε σε ένα εστιατόριο. Θα θυμόμαστε αυτά που φτιάχτηκαν από τα χέρια ανθρώπων που θα δίναμε τη ζωή μας για πάρτη τους. Κι ας μην ήταν τα τελειότερα πιάτα. Ας ήταν πότε ανάλατα ή πότε αλμυρά. Ήταν από αυτούς που αγαπάμε.