Περιεχόμενα
Λίγα πράγματα αξίζουν σε αυτήν την ζωή. Αλλά οι λέξεις «λίγος» και «ζωή» είναι υποκειμενικές, όπως τα πάντα-να γιατί έχει δυσκολέψει η μεταξύ μας επικοινωνία, λόγω της Απανταχού Υποκειμενικότητας.
Ας συμφωνήσουμε όμως ότι το φαγητό, η τέχνη, ο έρωτας, το γέλιο, η συγκίνηση είναι ικανοί λόγοι να μας συγκρατήσουν από τον θάνατο. Όπου θάνατος, εν προκειμένω, μπορεί να θεωρηθεί ταυτόσημος με τις έννοιες «αναχωρητικότητα», «θα μείνω μέσα», «βαριέμαι».
Είναι κρίμα που δεν έχουμε όσα χρήματα (νομίζουμε πως) μας αξίζουν για να γυρίσουμε τον κόσμο, να γίνουμε πιο όμορφοι, πιο σοφές, πιο δημοφιλείς. Για να μένουμε σε σπίτι ονειρικό και να κάνουμε ό, τι μάς καπνίσει. Είναι κρίμα γιατί αν τα είχαμε θα καταλαβαίναμε πως δεν ήταν εκείνα που μας έλειπαν όταν ήμασταν φτωχοί.
Η γράφουσα ασπάζεται ευλαβικά την θρησκεία της Μποεμίας. Με βαριές τσέπες και κυρτές πλάτες, με κρύα ντους και φρικτά προγράμματα γυμναστικής, με εξαναγκαστικά χαμόγελα σε frames ψηφιακής ευτυχίας και με την ανάγκη να ανήκω οπωσδήποτε σε μία πλευρά, δεν μπορώ να απογειωθώ στην ζωή.
Πρέπει να ανοίξω την πόρτα του διαμερίσματός μου και να της επιτρέψω να με βγάλει στον κόσμο κλείνοντάς την πίσω μου σθεναρά. Ύστερα, να ερωτευτώ ένα πουλί που αψηφά το μεγάλο λεωφορείο, να ξεχάσω αφόρτιστο το κινητό μου όλη μέρα, να επιλέξω μια άλλη διαδρομή για τον γυρισμό, να πω την αλήθεια έστω σε έναν άνθρωπο, έστω σε μένα.
Η ζωή είναι το μοναδικό όνειρο που αξιωνόμαστε ως απόντες. Καλό είναι να έχει γεύση, χρώμα, συναντήσεις. Και, αντί πολιτικής ορθότητας, αγάπη.
Τα τραγούδια
Χάνουμε την επαφή μας με την μουσική, αισθάνομαι. Τα τραγούδια βγαίνουν μοναχούλια τους, σαν singles, δεν είναι βαλμένα σε κάποιο αντικείμενο τύπου Cd ή δίσκος, δεν τα αγαπάς (και) σαν υλικά. Χρειάζονται ένα video clip για να «πάνε», άρα δέσμια της εικόνας.
Παλιά, όχι πάρα πολύ παλιά, ακούγαμε ένα σύνολο τραγουδιών βαλμένο σε μια ολότητα. Είχε σημασία ποιο ήταν πρώτο, ποιο δεύτερο, ποιο τελευταίο. Παλιότερα, τραγούδια από την πίσω πλευρά του δίσκου ανακαλύπτονταν χρόνια μετά κι έκαναν την δική τους πορεία. Τα περίφημα b-side.
Τώρα, πόσο κολλάμε με ένα τραγούδι; Καθόμουν στο μετρό κι ένα 16χρονο και άκουγα από τα ακουστικά του Inna. Ντεζά βου και τέτοια. Είχαν πρωτοκυκλοφορήσει όταν πήγαινα λύκειο και τα’ χαμε κάψει. Τα χορεύαμε στα κλαμπ, στα νησιά… Απόρησα λίγο, ύστερα χαμογέλασα.
Έχω μερικά φετίχ στον τρόπο με τον οποίο απολαμβάνω την μουσική: δεν μου αρέσει να ακούω λάιβ ηχογραφήσεις, προτιμώ να πηγαίνω στο λάιβ δια ζώσης. Τραγούδια σημαδεύουν περιόδους της ζωής μου. Παλιά, καινούργια, εμμονές μου. Το Wild is The Wind από Βowie, το Δρόμοι Παλιοί του Θεοδωράκη, το Majesty των Madrugada. Τα τραγούδια έχουν το κακό συνήθειο να επιστρέφουν σε ανύποπτο χρόνο. Όλο το καλοκαίρι του 2021 άκουγα την Πίσω Τσέπη του Μπλου Τζιν από την Κατερίνα την Κυρμιζή. Και έκλαιγα και έπινα βότκα μόνη μου στο κυψελιώτικο μπαλκόνι του πλάτους πενήντα εκατοστών.
Κύριος οίδε.
Θα σας μιλήσω για τρία καινούργια κομμάτια, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, το ένα άνευ βίντεο κλιπ.
α) The Illusion of Distance, του Θωμά Φώτη
Ένα τραγούδι για να ξεκινά και να τελειώνει η μέρα ωραία, μεστά, γλυκά. Δεν έχει λόγια, δεν έχει φωνές. Μόνο μουσική ενορχηστρωμένη κατάλληλα για να αποτελέσει χαλί πάσης περίστασης.
β) Φύσα Σιωπηλά, του Εισβολέα
Ραπμπέτικο, pure poetry, η φωνάρα της Ιουλίας Καραπατάκη, η τέχνη του Εισβολέα να επικοινωνεί το αίμα του, πώς αυτό κοπανάει μες στις φλέβες του και τον κρατά στην ζωή. Μια έξτρα λατρεία λόγω της υπέροχης αναφορά στο Αγαπάω κι Αδιαφορώ και τον Νικόλα Άσιμο. Κι ένα σπαραξικάρδιο κλιπ.
γ) Yiati Pouli’ m, της Marina Satti
Γιατί, πουλί μ’, δεν κελαηδείς
‘πως κελαηδούσες πρώτα;
Αχ, πώς μπορώ να κελαηδώ;
Πώς μπορώ να κελαηδώ
‘πως κελαηδούσα πρώτα;
Μου κόψαν τα φτερούδια μου!
Το ανέβασε στο προφίλ της και η Έλενα Ακρίτα και όχι, δεν είναι ένα τραγούδι για την προσφυγιά, αν και η δουλειά των τραγουδιών είναι να μιλούν στην ψυχή μας όπως εμείς τα αφήνουμε κάθε φορά. Το «Γιατί Πουλί’ μ» είναι ένας θρακιώτικος ύμνος στην Πόλη, την Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται στην Άλωση.
Διαβάζω κάπου τα εξής: «Με ύφος λυρικό και ταυτόχρονα «σκοτεινό», τα αργά, μελισματικά, μεγαλόπνοα, καθιστικά τραγούδια της Ανατολικής Θράκης, δίνουν έναν ιδιαίτερο τόνο στο κοσμοϊστορικό γεγονός της Άλωσης. Η Κεσσάνη, σημαντική κωμόπολη επί Τουρκοκρατίας, με πολύ έντονο το ελληνικό στοιχείο, διέσωσε μία παραλλαγή «μοιρολογιού» για την πτώση της Κωνσταντινούπολης, έτσι όπως διασώθηκε από τους εναπομείναντες Κεσσανιώτες πρόσφυγες».
Το του Χρόνη Αηδονίδη είναι υπέροχο και αξίζει όλα τα respect της γης, αλλά το της Σάττι είναι ένας αριστουργηματικός λυγμός, φερμένος εντελώς στο σήμερα με ένα κλιπ γυρισμένο στην Istanbul που κόβει την ανάσα.
Τύπου, αυτό είναι τέχνη. Αυτό ακριβώς που κάνει η Μαρίνα Σάττι που χαϊδεύει με το χεράκι της με τα μακριά νύχια την παράδοση και την επαναμαγεύει.
Όχι, ακούστε και δείτε:
Κάτι ακόμα, ως τέταρτο, αλλά δεν είναι τραγούδι, είναι ψηφιακός δίσκος:
Λέγεται Τέσσερεις Τριλογίες και κάθε κομμάτι είναι καλύτερο από το άλλο. Μια αξιοπρόσεχτη δουλειά ενός νέου δημιουργού-πολυεργαλείου, του Γιάννη Ταυλά. Εξαιρετικοί μουσικοί και τραγουδιστές συμμετέχουν και φωτίζουν το όλο εγχείρημα που είναι πολιτικό, ερωτικό, ανθρωπολογικό, κοινωνικό. Αν ζούσε ο Χατζιδάκις, αν υπήρχε ελεύθερη ραδιοφωνία χωρίς λίστες και μαλακίες αυτός ο δίσκος θα ήταν talk of the town.
Δυστυχώς, έχει απλώς μερικές χιλιάδες προβολές-ακοράσεις, γαμώ το Youtube μου γαμώ.
(Το πρώτο τραγούδι, οι Παιχνιδιάρες Λέξεις, με την φωνή του μικρού αγγελουδιού με πγε στο αγαπημένο μου του Ρασούλη-Βαγιόπουλου «Οι Κεραίες στα Μπαλκόνια». Και πολύ συγκινήθηκα.)
Τα ποιήματα
Η ποίηση ενυδατώνει την ψυχή και είναι άκρως απαραίτητη πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Ει δυνατόν, καθημερινά.
Η ποίηση δεν είναι αυτό που μας διδάσκουν στο σχολείο. Είναι αχαλίνωτη, μοιάζει με ταξίμι ή με ριφ.
Μια φορά, γνώρισα έναν τύπο που μου απήγγειλε ποίηση. Ήξερε απ’ έξω ολόκληρα ποιήματα. Αυτός ο τύπος αμφιβάλλω ότι αγαπά την ποίηση. Αγαπά αυτό που νομίζει ότι κάνει η ποίηση: την καλλιέργεια, την κουλτουροποίηση.
Μην πηγαίνετε σε παρουσιάσεις ποιητικών συλλογών. Αρνηθείτε ευγενικά. Χωθείτε σε ένα βιβλιοπωλείο και αναζητήστε νέους Έλληνες, παλιούς Γάλλους, Αμερικανίδες, Τούρκους ποιητές. Εμπιστευθείτε την αφή σας πάνω στο εξώφυλλο και ακούστε μουσική στο mute ξεφυλλίζοντας. Ψιθυρίστε την ποίηση.
Γράψτε την ποίηση κι εσείς. Μην πολυμιλάτε για αυτήν. Κι εγώ τώρα, ιεροσυλία διαπράττω. Διάβασα μέσα σε μισή ώρα, σε καφέ στα Εξάρχεια, την πρώτη συλλογή ενός νέου ανθρώπου, του Ισίδωρου Ρωσταδάκη. Λέγεται «Κατάματα» και το βιβλίο είναι σκουρόχρωμο, λεπτεπίλεπτο, ορθογώνιο.
Με συγκλόνισε η απλότητα, η καθαρότητα της σκέψης, θέλω να τον δω να καταπιάνεται και με πιο σημερινά θέματα, έπεσε λίγο θύμα του Λειβαδιτισμού και χάθηκε στα δίχτυα του εμφύλιου και της Μάνας Ελλάδας που κλαίει και είναι φτωχή.
Θέλω κι άλλο από αυτόν. Αναζητήστε το βιβλίο, αν με εμπιστεύεστε έστω και λίγο ή αν έχετε περιέργεια, απευθείας από τις εξαιρετικής ευαισθησίας Εκδόσεις Άρτεμις, εδώ.
Τα ποτά και τα ξενύχτια
Ω, δεν έχω στέκια. Κι αυτό είναι ένα ολόκληρο κείμενο. Τι να τα κάνω τα στέκια; Τα βαριέμαι τα στέκια. Δεν τα θέλω τα στέκια. Θέλω τις εκπλήξεις, είπαμε, το ολοένα νέο πράμα.
Αλλά για το Revolt Street Bar στα Εξάρχεια που έχει, πια, στα ηνία του τον καλό μου Χ. κάνω μια εξαίρεση. Το γνώρισα σαν μαγαζί πριν αρκετά χρόνια και αγάπησα την προηγούμενη ιδιοκτήτριά του, την Στέλλα και άρχισα να συχνάζω.
Έπαιξα μουσικές εκεί, κάλεσα φίλους εκεί, έγραψα στο λάπτοπ μου πραγματάκια, διάβασα από σημειώσεις, πένθησα το πεθαμένο μου λαγουδάκι, είδα πράγματα που δεν μου αρέσουν, ανέχτηκα πρόσωπα, με ανέχτηκαν κι εμένα. Κάπως έτσι ζυμώνεται ένας θαμώνας με ένα στέκι.
Κι όταν είδα τον αγαπημένο μου να παλεύει για να το πάρει, μαζί με τον Αλέξανδρό μας, τότε το πήρα απόφαση. Αυτό το μπαρ δεν θα το ξεπεράσω ποτέ.
Ελάτε μια βόλτα. Είναι στην Κωλέττη στα Εξάρχεια, ανάμεσα σε εξαιρετικά μαγαζιά: τον Καραγκιόζη, το Σέπια, τον Μαύρο Γάτο μεταξύ άλλων.
Αλλά εσείς θα προτιμήσετε εμάς γιατί είστε καλά παιδιά.
Σε άλλα νέα, δεν ξεκολλάω από το Booze, αλλά σας έχω ήδη γράψει τους λόγους. Μετά από ένα αποτυχημένο, άκαυλο Σάββατο εκεί με πριόνια στα ηχεία, νομίζω πως θα αντέξω μια αποχή μερικών εβδομάδων, παρά ταύτα.
Χρωστάω έναν Batman, στο μεταξύ. Αλλά μου άρεσε που ήπια ένα κρασί τις προάλλες με εκλεκτή παρέα στο Au Revoir της Πατησίων, που κοντεύει να γίνει ούλτρα φασέικο, μιας που παιδιά με τετράπατα σπορτέξ και φόρμες με σούρα γίνονται οι νέες φάτσες που πρυτανεύουν στα τραπεζάκια και την τοσοδούλικη μπάρα του.
Κλάιν. Έτσι μένουν ζωντανά τα στέκια και δεν μνημειοποιούνται. Μακριά από εμάς.
Α, και κάτι ακόμα. Στο Άσυλο στο Μεταξουργείο έχετε πάει ποτέ; Μετά τις 2, 3 τα ξημερώματα. Για ποτά πρωινά, τίμια και για έξξξξαλλους χορούς και γλωσσόφιλα όπως όταν ήμασταν εφηβάκια.
Άντε, γιατί πολύ θέατρο και σινεμά έπεσε αυτή την περίοδο και τα μπαρ της καρδιάς μας μένουν απότιστα.
ΥΓ: Αν με ξαναρωτήσετε ποια η γνώμη μου για τα Φτηνά Τσιγάρα θα τσιρίξω. Θεωρώ την ταινία φουλ υπερεκτιμημένη (όχι κακή ή άβλεπτη) και για την παράσταση εμπιστεύομαι τυφλά τον καλύτερο κριτικό θέατρου που έχουμε αυτήν την στιγμή στα ελληνικά media, τον Γιώργο Βουδικλάρη, ο οποίος, για άλλη μια φορά, τα είπε όλα.
Sorry, not sorry, Renos.
Διαβάστε ακόμη στο intronews.gr: