Το περιοδικό Economist χαρακτηρίζει την τράπεζα Silicon Valley ως μη άξια συμπόνοιας επιχείρηση που «κατέρρευσε λόγω απερισκεψίας, στοιχηματίζοντας ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά. Με μετοχές 212 δισεκατομμυρίων δολαρίων η αμερικανική τράπεζα έγινε ο μεγαλύτερος από το 2009 δανειστής που κατέρρευσε. Οι περισσότεροι καταθέτες της ανήκουν στο χώρο των νεοφυών τεχνολογικών εταρειών της Bay Area των οποίων οι λογαριασμοί άνω των 250.000 δολαρίων είχαν εγγυητή το αμερικανικό κράτος».
«Αυτό που επακολούθησε αποκαλύπτει τις παθογένειες στην τραπεζική αρχιτεκτονική των Ηνωμένων Πολιτειών. Γιατί η τράπεζα λογικά είχε αρκετό κεφάλαιο ώστε να δώσει πίσω τα χρήματα στους καταθέτες, εάν βέβαια περίμεναν αρκετό χρόνο», αναφέρει το αρθρο και συνεχίζει:
Το 2018 και το 2019, το Κογκρέσο και οι ρυθμιστικές αρχές των τραπεζών υποβάθμισαν τόσο τον προγραμματισμό εξυγίανσης όσο και τους κανόνες ρευστότητας, ιδιαίτερα για τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία 100-250 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δεν υπήρξαν ποτέ σχέδια διάσωσης (bail-in) για τράπεζες μεγέθους Silicon Valley. Αντίθετα, η τράπεζα προσπάθησε για λίγο την περασμένη εβδομάδα να ανακεφαλαιοποιηθεί μέσω μιας καταδικασμένης έκδοσης νέων μετοχών.
Στις 12 Μαρτίου τόσο η κυβέρνηση όσο και οι ρυθμιστικές αρχές έκριναν ότι η Silion Valley είναι πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει και εγγυήθηκαν τις καταθέσεις δείχνοντας ότι φοβούνται την απώλεια εμπιστοσύνης προς το τραπεζικό σύστημα. Όλες οι αμερικανικές τράπεζες θα έπρεπε να συνεισφέρουν δεχόμενες το τίμημα για την απερισκεψία ενός και μόνο ιδρύματος.
Στις 12 Μαρτίου οι ρυθμιστικές αρχές έκλεισαν και τη Signature Bank, την τρίτη τράπεζα που καταρρέει μέσα σε μία εβδομάδα μετά και τη Silvergate, που εκτεθειμένη και στα κρυπτονομίσματα κατέρρευσε στις 8 Μαρτίου.
Η αμερικανική Κεντρική Τράπεζα (Fed) ουσιαστικά επιδοτεί τους μετόχους των τραπεζών αντί να ακολουθεί στρατηγική κουρέματος που εγγυάται ρευστότητα για να αποζημιωθούν οι καταθέτες, αναφέρει ο Economist, επισημαίνοντας ότι:
«Η FED δεν θα έπρεπε ποτέ να είχε φτάσει σε σημείο όπου χρειάζονταν τέτοιες έκτακτες παρεμβάσεις».
Oι ρυθμιστικές αρχές συνήθως προσπαθούν να επιλύσουν τις τράπεζες μέσα σε ένα Σαββατοκύριακο. Ωστόσο, η φυγή των καταθετών ήταν τόσο μαζική που η Silicon Valley έπρεπε να κλείσει ακόμη κι αν ήταν φερέγγυα και λάμβανε επείγουσα χρηματοδότηση από τη Fed. «Η πλήρης υποστήριξη των καταθέσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω απερισκεψία το τραπεζικό σύστημα» «Θα ενθάρρυνε τις τράπεζες να ποντάρουν σε πιο επικίνδυνα στοιχήματα».
Βασικός λόγος που η αποτυχία της Silicon Valley ήταν τόσο χαοτική ήταν επειδή εξαιρέθηκε από πάρα πολλούς κανόνες που είχαν σχεδιαστεί για να αποτρέψουν αυτοσχέδιες διασώσεις τραπεζών. Μετά την οικονομική κρίση, ο νόμος Dodd-Frank της Αμερικής απαιτούσε από τις τράπεζες με περιουσιακά στοιχεία άνω των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων να ακολουθήσουν μια πληθώρα νέων κανόνων, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός σχεδίου για τη δική τους ομαλή επίλυση σε περίπτωση αποτυχίας, ενώ οι απώλειες μετακυλίονταν στους επενδυτές με ομαλό τρόπο. Οι ρυθμιστικές αρχές σχεδίαζαν δηλαδή μια ταχεία ανακεφαλαιοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών μέσω της μετατροπής μέρους του χρέους τους σε ίδια κεφάλαια — ένα «bail-in», στην χρηματοοικονομική ορολογία.
Επικίνδυνο, σύμφωνα με τον Economist είναι ότι η Fed, διαπιστώνοντας ότι η Sillicon Valley απειλείται εάν αυξηθούν τα επιτόκια, επιλέγει να χαλαρώσει μέτρα κατά του πληθωρισμού από φόβο ότι η «νομισματική σύσφιξη» θα προκαλέσει περισσότερες αποτυχίες. «Το σωστό συμπέρασμα από την κατάρρευση της Silicon Valley» Το ρυθμιστικό πλαίσιο για τράπεζες που ήταν μεγάλες αλλά όχι τεράστιες είναι ανεπαρκές. Η δουλειά των υπευθύνων χάραξης πολιτικής τώρα είναι να διορθώσουν αυτήν την παράβλεψης που συνιστά απειλή για την οικονομία, καταλήγει το άρθρο.