Περιεχόμενα
Το ξέρετε το ανέκδοτο με τον μηχανικό, τον δικηγόρο και το λογιστή;
Ήταν, που λέτε, ένας βιομήχανος που ήθελε να διαπιστώσει πόσο έξυπνοι είναι οι υπάλληλοί του. Κάλεσε, λοιπόν, τον αρχιμηχανικό και του έκανε μια απλή ερώτηση: «Πόσο κάνει 1+1»;
Ο μηχανικός δεν το σκέφτηκε και πολύ. «Σύμφωνα με τα μαθηματικά, 1+1 κάνει 2», απάντησε. Ο βιομήχανος απογοητεύτηκε και τον έδιωξε.
Κάλεσε μετά το δικηγόρο του. Η ίδια ερώτηση. Ο δικηγόρος, προαισθανόμενος την παγίδα, απαντά: «1+1 κάνουν 2, εκτός αν ο νόμος ορίζει κάτι διαφορετικό». Νέα απογοήτευση ο βιομήχανος, πήρε πόδι και ο δικηγόρος.
Τελευταίος ήλθε ο λογιστής. «Πόσο κάνει 1+1 παιδί μου»; Η απάντηση ήλθε πληρωμένη: «Πες μου εσύ αφεντικό πόσο θες να κάνει και θα το φτιάξουμε»!
Αυτό το ανέκδοτο έρχεται στο μυαλό όταν κάποιος ασχολείται με τους εκλογικούς νόμους, ειδικά στην Ελλάδα. Από τη Μεταπολίτευση και μετά, σε 19 εκλογικές αναμετρήσεις, έχουν εφαρμοστεί ούτε ένας και δύο, αλλά οκτώ (!) διαφορετικοί εκλογικοί νόμοι για την κατανομή των 300 εδρών στα κόμματα. Οι εκλογές της 21ης Μαϊου θα διεξαχθούν με έναν ένατο, κι αν (όπως όλα δείχνουν) θα πάμε σε νέα εκλογική αναμέτρηση στις αρχές Ιουλίου, θα φτάσουμε αισίως τους δέκα.
Αυτές οι συνεχείς αλλαγές δεν είχαν, προφανώς, στόχευση να αποτυπώσουν καθαρά τη θέληση του λαού, όσο το να εξυπηρετήσουν συμφέροντα και στρατηγικές. Κι ήταν τόσο παρεμβατικοί οι εκλογικοί νόμοι, που κάποιες φορές σκέφτεσαι ότι δεν είναι τόσο σημαντικό το ποσοστό που θα πάρει ένα κόμμα, αλλά η διαδικασία κατανομής των εδρών.
Στο κείμενο, λοιπόν, αναφέρουμε όλα τα βασικά στοιχεία των εκλογικών νόμων που έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, με όσο το δυνατόν πιο απλά λόγια. Και εξετάζουμε τις συγκυρίες, χρονικές, πολιτικές και κομματικές, οι οποίες ώθησαν τις κυβερνήσεις να λειτουργήσουν όπως οι λογιστές στο ανέκδοτο.
Νόμος 650/1974
Εκλογές: 1974
Βασικά στοιχεία
Α’ κατανομή: Τα έγκυρα ψηφοδέλτια διαιρούνται με τον αριθμό των εδρών και από το ακέραιο πηλίκο (χωρίς το κλάσμα) προκύπτει το εκλογικό μέτρο. Τα κόμματα παίρνουν τόσες έδρες σε επίπεδο περιφέρειας, όσες φορές το εκλογικό μέτρο «χωράει» στο συνολικό αριθμό ψηφοδελτίων τους.
Στις μονοεδρικές περιφέρειες υπερισχύει το κόμμα που πλειοψηφεί σχετικά.
Β’ κατανομή: Η χώρα διαιρέθηκε σε 9 μείζονες περιφέρειες, με αρκετές διαφορές από τα γεωγραφικά διαμερίσματα (π.χ. η Ζάκυνθος, η Κεφαλλονιά και η Ευρυτανία αποτέλεσαν κοινή περιφέρεια με τις περιφέρειες της Δυτικής Ελλάδας Ηλείας, Αχαϊας, Αιτωλοακαρνανίας). Στη Β’ κατανομή παίρνουν μέρος είτε αυτόνομα κόμματα που ξεπέρασαν το 17% στην επικράτεια, είτε συνασπισμός δύο κομμάτων που ξεπέρασε το 25%, είτε συνασπισμός περισσότερων των δύο κομμάτων που ξεπέρασε το 30%. Το σύνολο των ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν οι σχηματισμοί, οι οποίοι μετέχουν στη Β΄ κατανομή, διαιρείται με τον αριθμό των αδιάθετων εδρών και προκύπτει το νέο εκλογικό μέτρο. Και πάλι ακολουθείται η ίδια διαδικασία με την Α’ κατανομή.
Γ’ κατανομή: Συμμετέχουν και πάλι τα κόμματα ή οι συνασπισμοί της Β’ κατανομής και ακολουθείται η ίδια διαδικασία, αυτή τη φορά στο επίπεδο όλης της επικράτειας. Αν μετά και από αυτή τη διαδικασία προκύπτει αδιάθετη έδρα ή έδρες, αυτές προσκυρώνονται στο πρώτο κόμμα.
Έδρες επικρατείας: Όλες οι έγκυρες ψήφοι της χώρας διαιρούνται με τον αριθμό των εδρών επικρατείας (12) και το πηλίκο αποτελεί το εκλογικό μέτρο. Τα κόμματα παίρνουν τόσες έδρες, όσες φορές το εκλογικό μέτρο «χωράει» στη δύναμή τους. Οι αδιάθετες έδρες κατανέμονται κατά μία στα κόμματα που παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα υπόλοιπα.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Η κυβέρνηση Καραμανλή ήθελε εξαρχής να αποκλείσει την πιθανότητα συγκρότησης ενός μετώπου εναντίον του, από τυχόν προεκλογική σύμπραξη της Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις του Γεωργίου Μαύρου με το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ή ακόμα και του ΠΑΣΟΚ με την Ενωμένη Αριστερά, γι’ αυτό έβαλε αυτά τα όρια στη Β’ και τη Γ’ κατανομή (στην οποία θεωρήθηκε ότι θα κατανέμονταν περίπου 100 έδρες και θα καθόριζαν το νικητή). Το πέτυχε, διότι και η ΕΚ-ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ περίμεναν ότι θα ξεπεράσουν το όριο του αυτοτελούς κόμματος (το ΠΑΣΟΚ δεν τα κατάφερε τελικά) και τυχόν σύμπραξη ΠΑΣΟΚ-Αριστεράς είχε μηδαμινές πιθανότητες να ξεπεράσει το υψηλότατο 30%.
Νόμος 626/1977
Εκλογές: 1977
Βασικά στοιχεία
Ο νόμος είχε τα ίδια στοιχεία με αυτόν του 1974, αλλά με μια πολύ σημαντική διαφορά: Στην πρώτη κατανομή το εκλογικό μέτρο κάθε περιφέρειας καθοριζόταν από την διαίρεση των έγκυρων ψηφοδελτίων με τον αριθμό των εδρών ΣΥΝ ΜΙΑ. Αυτή ήταν η διαβόητη «ρήτρα του +1», η οποία διευκόλυνε διαχρονικά τα μεγάλα κόμματα να παίρνουν τις έδρες στις σχετικά μικρές περιφέρειες. Π.χ. σε μια περιφέρεια με δύο έδρες ενώ ένα κόμμα για να πάρει έδρα από την πρώτη κατανομή χρειαζόταν τις μισές ψήφους συν μία με τη «ρήτρα του +1» χρειαζόταν το 33,4% των ψήφων.
Οι άλλες διατάξεις και περιορισμοί για Β’ και Γ’ κατανομή, έδρες Επικρατείας και μονοεδρικές περιφέρειες παρέμειναν ίδιες.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Βλέποντας ότι το ΠΑΣΟΚ είχε αυξήσει σημαντικά την επιρροή του έναντι της ΕΔΗΚ και θα συμμετείχε οπωσδήποτε στη Β’ κατανομή, αλλά και διάφορους σχηματισμούς να απειλούν την ηγεμονία της στα δεξιά (Εθνική Παράταξη, Κόμμα Νεοφιλελευθέρων του Κ.Μητσοτάκη ειδικά στην Κρήτη) η Νέα Δημοκρατία ήθελε να κατοχυρώσει περισσότερες έδρες από την Α’ κατανομή και το κατάφερε με την εφαρμογή της «ρήτρας του +1». Διατηρήθηκαν τα υψηλά όρια στη Β’ κατανομή, ειδικά το 17% των αυτοτελών κομμάτων, ώστε να αποκλειστεί η συμμετοχή του ΚΚΕ.
Προεδρικό Διάταγμα 895/1981
Εκλογές: 1981
Βασικά στοιχεία
Όλα παρέμειναν ίδια με τις εκλογές του 1977 εκτός από την κατανομή των εδρών Επικρατείας, οι οποίες πλέον δεν μοιράζονταν με σχετικά αναλογικό τρόπο, όπως στις δύο πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις της Μεταπολίτευσης, αλλά κατανέμονταν μόνο μεταξύ των κομμάτων που συμμετείχαν στη Β΄ κατανομή. Επίσης δόθηκε η δυνατότητα στα κόμματα να προσθέσουν περισσότερους υποψηφίους ανά περιφέρεια στους συνδυασμούς τους, προφανώς για να υπάρχει και ενδιαφέρον και κόντρα μεταξύ των ανθυποψηφίων της ίδιας παράταξης.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Οι ελάχιστες αλλαγές που έγιναν σε σχέση με τις εκλογές του 1977 έδειξαν ότι ειδικά μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πρωθυπουργία και την μετάβασή του στην προεδρία της Δημοκρατίας (1980) η κυβέρνηση της ΝΔ δεν είχε τη διάθεση να δυσκολέψει την μετάβαση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία μ’ έναν πολύ πιο αναλογικό εκλογικό νόμο. Εκ των υστέρων αυτό πιστώθηκε ως μια κίνηση πολιτική υπερηφάνειας από τον Γεώργιο Ράλλη. Το ΠΑΣΟΚ εξασφάλισε μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 172 έδρες.
Προεδρικό Διάταγμα 152/1985
Εκλογές: 1985
Βασικά στοιχεία
Οι αλλαγές που προέκυψαν μπορεί να φαίνονται μικρές, ωστόσο ήταν σημαντικές στην κατανομή των εδρών. Πιο αναλυτικά:
Στην πρώτη κατανομή διατηρήθηκε η «ρήτρα του +1». Δεν άλλαξε, επίσης, η λογική των μονοεδρικών περιφερειών (η έδρα κατέληγε στον πρώτο σε ψήφους συνδυασμό).
Στη Β’ κατανομή διατηρήθηκε η διαίρεση της χώρας σε 9 μείζονες εκλογικές περιφέρειες, όπως στις προηγούμενες εκλογές. Καταργήθηκαν, όμως, όλα τα όρια (17%, 25% και 30%) για τη συμμετοχή κομμάτων στη Β’ κατανομή, δίνοντας την ευκαιρία σε όλα τα κόμματα να διεκδικήσουν έδρες.
Στη Γ’ κατανομή υπήρξε επίσης μια αλλαγή, που είχε να κάνει με το κόμμα που πλειοψηφούσε. Οι αδιάθετες έδρες της Β’ κατανομής που βρίσκονταν σε περιφέρειες όπου πλειοψηφούσε το πρώτο κόμμα κατακυρώνονταν αμέσως σ’ αυτό το κόμμα. Οι άλλες (όταν δηλαδή υπήρχε αδιάθετη έδρα σε περιφέρεια που πλειοψηφούσε άλλο κόμμα από το πρώτο) κατανέμονταν σχετικά αναλογικά, όπως στη Β’ κατανομή.
Στις έδρες Επικρατείας άλλαξε και πάλι η κατανομή για τις αδιάθετες έδρες, δηλαδή όσες περίσσευαν από τα κόμματα που δεν περνούσαν το εκλογικό μέτρο. Γι’ αυτές υιοθετήθηκε το σύστημα D’Hondt, δηλαδή τα έγκυρα ψηφοδέλτια κάθε κόμματος διαιρούνταν με το 1, το 2, το 3 κτλ. και οι έδρες κατέληγαν στα κόμματα που θα εμφάνιζαν τα μεγαλύτερα πηλίκα.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρουσίασε μια πιο αναλογική προσέγγιση (με την κατάργηση των ορίων της Β’ κατανομής), που θα ευνοούσε το ΚΚΕ να διεκδικήσει κάποιες έδρες (κυρίως στις μείζονες περιφέρειες Αττικής, Κεντρικής-Δυτικής Μακεδονίας και Δυτικής Ελλάδας). Παράλληλα, όμως, γνωρίζοντας ότι θα πλειοψηφούσε σε πολλές περιφέρειες της χώρας άλλαξε την Γ’ κατανομή εξασφαλίζοντας ένα μικρό μεν, αλλά σημαντικό στην τελική σούμα αριθμό εδρών, που εν τέλει διεύρυνε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Νόμος 1847/1989
Εκλογές: 1989 Ιούλιος, 1989 Νοέμβριος, 1990
Βασικά στοιχεία
Ο διαβόητος «νόμος Κουτσόγιωργα» υπήρξε ο αναλογικότερος που εφαρμόστηκε ποτέ στην Ελλάδα, ακόμα περισσότερο και από την απλή αναλογική, με την οποία θα διεξαχθούν οι προσεχείς εκλογές. Η αλλαγή της Β΄ κατανομής ουσιαστικά άλλαξε άρδην το σκηνικό.
Η Α’ κατανομή (ρήτρα του +1), η πλειοψηφία στις μονοεδρικές περιφέρειες και το σύστημα D’Hondt στην κατανομή των εδρών Επικρατείας παρέμειναν αναλλοίωτα σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο. Οι μεγάλες αλλαγές έγιναν στη Β’ κατανομή.
Κατ’ αρχάς, άλλαξαν οι μείζονες περιφέρειες. Πλέον η χώρα χωρίστηκε και εκλογικά, όπως είχε χωριστεί προηγουμένως και διοικητικά, σε 13 περιφέρειες.
Για την κατανομή των αδιάθετων εδρών της Α’ κατανομής δεν υπολογίζονταν πλέον το σύνολο των ψηφοδελτίων όλων των κομμάτων, αλλά τα «αχρησιμοποίητα υπόλοιπα». Δηλαδή τα ψηφοδέλτια των μεγάλων κομμάτων που χρησιμοποιήθηκαν για να κατακυρωθούν οι έδρες της Α’ κατανομής στις ελάσσονες περιφέρειες αφαιρούνταν από το σύνολο. Κι επίσης, δεν υπολογίζονταν στις μείζονες περιφέρειες τα αποτελέσματα των μονοεδρικών περιφερειών.
Παρά το γεγονός, βέβαια, ότι λόγω της «ρήτρας του +1» χρειάζονταν λιγότερες ψήφους για να εξασφαλίσουν έδρα στην Α’ κατανομή, τα μεγάλα κόμματα έμπαιναν στη Β’ κατανομή με πολύ λιγότερες ψήφους απ’ ότι στους άλλους νόμους. Έτσι τα μικρότερα κόμματα διεκδικούσαν έδρες σε περιφέρειες που άλλοτε δεν είχαν καμία ελπίδα εκπροσώπησης. Ακόμα κι όταν ένα κόμμα δεν έφτανε το εκλογικό μέτρο της Β’ κατανομής, είχε ελπίδες να πάρει έδρα, αφού οι αδιάθετες κατανέμονταν στα κόμματα που παρουσίαζαν το μεγαλύτερο υπόλοιπο μέχρι αυτές να εξαντληθούν. Η Γ’ κατανομή καταργήθηκε και δεν υπήρχε κανένα όριο ψήφων που θα έπρεπε να υπερβεί ένα κόμμα για να διεκδικήσει έδρες.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Ήταν φανερό από τις δημοσκοπήσεις ότι η ΝΔ είχε προβάδισμα έναντι του ΠΑΣΟΚ, οπότε ο Κουτσόγιωργας έφτιαξε ένα νόμο για να δυσκολέψει την αυτοδυναμία της ΝΔ. Το πέτυχε απόλυτα. Ακόμα και στις εκλογές του 1990 που η ΝΔ έφτασε στο 46,89%, κατάφερε μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία 151 βουλευτών και μόνο μετά την προσχώρηση του Θεόδωρου Κατσίκη, ο οποίος ήταν ο μοναδικός που είχε εκλεγεί με τη Δημοκρατική Ανανέωση του Κωστή Στεφανόπουλου. Γι’ αυτό το στόχο καταργήθηκαν όλα τα όρια, με συνέπεια να εξασφαλίσουν έδρα δύο κόμματα που συγκέντρωσαν αρκετά κάτω από 1% (Οικολόγοι-Εναλλακτικοί 0,77%, Δημοκρατική Ανανέωση 0,67%) και να εκλεγούν με ανεξάρτητους συνδυασμούς δύο μουσουλμάνοι βουλευτές στις περιφέρειες Ξάνθης και Ροδόπης.
Νόμος 1907/1990
Εκλογές: 1993, 1996, 2000
Βασικά στοιχεία
Μία ακόμα διαφορετική εκδοχή κατανομής των εδρών, η οποία προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ της προσπάθειας να ευνοηθεί το πρώτο κόμμα, αλλά και να διατηρηθεί ως ένα βαθμό η αναλογικότητα στα μικρότερα κόμματα. Υπήρξε, πάντως, για πρώτη φορά το όριο του 3% (το οποίο διατηρήθηκε έκτοτε). Κι αυτό, για να αποκλειστούν από τη Βουλή κόμματα που δεν εκπροσωπούσαν ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού ή περιφερειακά κόμματα (βλέπε ανεξάρτητοι συνδυασμοί μουσουλμάνων Θράκης).
Άλλαξε και πάλι η κατανομή των εδρών Επικρατείας. Επιστρέψαμε στα «μεγαλύτερα υπόλοιπα», με τα οποία κατανέμονταν οι έδρες το 1974 και το 1977.
Στην Α’ κατανομή διατηρήθηκε η «ρήτρα του +1» και, φυσικά, η διάταξη για τις μονοεδρικές περιφέρειες.
Στη Β’ κατανομή υπολογίζονταν και πάλι όλα τα ψηφοδέλτια που έπαιρνε ένα κόμμα στις 13 μείζονες εκλογικές περιφέρειες και όχι τα «αχρησιμοποίητα υπόλοιπα».
Η Γ’ κατανομή, που επέστρεψε, γινόταν σε δύο φάσεις. Στην πρώτη γινόταν έλεγχος σε ποιες μείζονες περιφέρειες περισσεύουν έδρες κι αν σε αυτές το πρώτο κόμμα ήταν αυτό που πλειοψηφούσε και πανελλαδικά, τότε οι έδρες κατέληγαν σε αυτό. Για τις περιφέρειες που το πρώτο κόμμα ήταν διαφορετικό από το πρώτο πανελλαδικά γινόταν η ίδια διαδικασία με τη Β’ κατανομή, με τη διαφορά ότι υπολογίζονταν μόνο τα ψηφοδέλτια από τις περιφέρειες που είχαν αδιάθετες έδρες.
Η πραγματική καινοτομία του νόμου, όμως, ήταν η περίφημη «εξομάλυνση». Μια τέταρτη κατανομή, η οποία όριζε ότι τα κόμματα που ξεπέρασαν το 3% πανελλαδικά πρέπει απαραιτήτως να έχουν τόσες έδρες, όσες αντιστοιχούν στο 70% αυτών που θα κέρδιζαν αν εφαρμοζόταν η απλή αναλογική. Έτσι π.χ. το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα που πήρε 4,43% πανελλαδικά στις εκλογές του 1996 θα έπαιρνε 14 έδρες με την απλή αναλογική. Το 70% των 14 εδρών είναι 9 έδρες, τις οποίες και τελικά πήρε. Τα μικρότερα κόμματα κατοχύρωναν έδρες στις περιφέρειες που είχαν τις περισσότερες ψήφους αριθμητικά και όχι το μεγαλύτερο ποσοστό, έτσι έπαιρναν έδρες στις μεγαλύτερες περιφέρειες. Επίσης, δεν μπορούσαν να δοθούν περισσότερες από μία έδρες με αυτή τη διαδικασία σε κάθε περιφέρεια. Καθώς, λοιπόν, η διαδικασία της εξομάλυνσης ξεκινούσε από το μικρότερο κόμμα και κατέληγε στο μεγαλύτερο, υπήρχαν πολλές «καραμπόλες» και έδρες που παίζονταν μέχρι και το τελευταίο εκλογικό τμήμα.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Μετά την περιπέτεια του προηγούμενου απόλυτα αναλογικού εκλογικού νόμου, με τη ΝΔ να καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό κόμματος στην Ευρώπη εκείνη την περίοδο, αλλά να έχει μια ισχνή πλειοψηφία, η κυβέρνηση αποφάσισε να ψηφίσει ένα νόμο που θα ευνοούσε το πρώτο κόμμα, αλλά θα προέβλεπε και μια αίσθηση αναλογικότητας, ώστε να «παρηγορηθούν» τα μικρότερα κόμματα. Ο μεγάλος χαμένος του εκλογικού νόμου ήταν το δεύτερο κόμμα, από το οποίο αφαιρούνταν σχεδόν όλες οι έδρες της «εξομάλυνσης». Η ΝΔ περίμενε ότι θα τερμάτιζε πρώτη και σ’ αυτή την αναμέτρηση κι ένα ποσοστό γύρω στο 40% θα της έφερνε πιο άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ωστόσο, όπως είναι γνωστό, στις εκλογές του 1993 επανήλθε το ΠΑΣΟΚ με άνετη νίκη. Αυτός ο νόμος, πάντως, ήταν ο πιο ανθεκτικός ως τότε, καθώς με τους κανόνες του έγιναν τρεις συνεχόμενες εκλογές.
Νόμος 3231/2004
Εκλογές: 2004, 2007
Βασικά στοιχεία
Ο «νόμος Σκανδαλίδη», όπως επικράτησε να αποκαλείται, δημιουργήθηκε για να πριμοδοτήσει το πρώτο κόμμα, ώστε να διευκολυνθεί στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ακόμα κι αν επικρατούσε με μία ψήφο διαφορά. Σύμφωνα με τις διατάξεις του, οι 260 από τις 300 έδρες θα κατανέμονταν απολύτως αναλογικά στα κόμματα που θα ξεπερνούσαν το 3%. Οι υπόλοιπες 40 έδρες καταλήγουν στο κόμμα που πλειοψήφησε στην επικράτεια.
Έτσι, λοιπόν, μετά το τέλος της διαλογής, αθροίζονταν όλες οι ψήφοι των κομμάτων που ξεπέρασαν το 3% και η αναλογική κατανομή γινόταν με βάση αυτό το άθροισμα. Τα κόμματα που δεν μπαίνουν στη βουλή είναι σα να μην υπάρχουν σ’ αυτό το σύστημα. Προφανώς, όσο μεγαλύτερο είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που μένουν εκτός βουλής, τόσο μικρότερο είναι και το ποσοστό που χρειάζεται το πρώτο κόμμα για να έχει την πλειοψηφία.
Η «αναγκαστική» αυτή πριμοδότηση του πρώτου κόμματος οδήγησε σε τραγελαφικές κατανομές εδρών ανά περιφέρεια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που σε μία τετραεδρική περιφέρεια πλειοψήφισε ένα κόμμα, αλλά επειδή δεν ήταν το πρώτο πανελλαδικά πήρε μόνο μία έδρα, ενώ το δεύτερο κόμμα, κάποιες φορές με πολύ μικρότερο ποσοστό, πήρε τρεις!
Οι «κρυφοί» στόχοι: Στην περίπτωση αυτή οι στόχοι ήταν απολύτως φανεροί. Στόχος οι αυτοδύναμες κυβερνήσεις και η διατήρηση του δικομματισμού, αφού και μία ψήφος διαφορά σημαίνει 40 έδρες παραπάνω. Ο Σκανδαλίδης υπεραμύνθηκε της αναλογικότητας του νόμου, λέγοντας ότι πλέον τα μικρότερα κόμματα που μπαίνουν στη βουλή θα έχουν το 87,5% των εδρών που θα έπαιρναν αν ίσχυε η απλή αναλογική (σε σχέση με το 70% του προηγούμενου νόμου), αλλά μπόνους 40 εδρών στο πρώτο κόμμα εμφανίζεται σπάνια σε εκλογικά συστήματα.
Νόμος 3636/2008
Εκλογές: 2009, 2012 Μάιος, 2012 Ιούνιος, 2015 Ιανουάριος, 2015 Σεπτέμβριος, 2019
Βασικά στοιχεία
Ο «νόμος Παυλόπουλου» είχε μόλις μία διαφορά από τον «νόμο Σκανδαλίδη» που περιγράψαμε προηγουμένως: Το μπόνους των 40 εδρών αυξήθηκε σε 50! Όλες οι άλλες διατάξεις παρέμειναν αναλλοίωτες. Όπως και οι στρεβλώσεις που προκαλούσε στην κατανομή εδρών στις περιφέρειες.
Οι «κρυφοί» στόχοι: Η κυβέρνηση της ΝΔ αποφάσισε την διεύρυνση του μπόνους ακριβώς για να διασφαλίσει την παρουσία μονοκομματικών κυβερνήσεων με αυτοδύναμη πλειοψηφία. Βλέποντας ότι το ποσοστό του δικομματισμού υποχωρεί σταθερά στις τελευταίες αναμετρήσεις ουσιαστικά χαμήλωσε τον πήχη της αυτοδυναμίας. Πλέον ένα κόμμα χρειαζόταν το 40,4% των ψήφων (με το άθροισμα, υπενθυμίζουμε, των ψηφοδελτίων ΜΟΝΟ των κομμάτων που ξεπερνούσαν το 3% και όχι όλων), έτσι ώστε με τις +50 έδρες να ξεπεράσει τις 150. Με το μπόνους των 40 εδρών το ποσοστό που χρειαζόταν ήταν 42,4%.
Η ανθεκτικότητα αυτού του νόμου, με τον οποίον έγιναν και οι τελευταίες εκλογές του 2019, είναι αξιοπρόσεκτη. Άντεξε για έξι συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Όλοι καταδίκαζαν το μπόνους, το θεωρούσαν άδικο, στρεβλωτικό, παραμορφωτικό, αλλά όλοι το αξιοποίησαν όταν ήλθε η στιγμή.