Η ΕΚΤ προχώρησε, την Πέμπτη (16/03), σε αύξηση των επιτοκίων στο 3%, δηλαδή αυξάνοντάς τα κατά κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και εμμένοντας στις προηγούμενες κατευθύνσεις της, ακόμα και όταν οι φόβοι για μια νέα χρηματοπιστωτική κρίση αναστατώντουν τις αγορές κατά τις τελευταίες ημέρες.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής επέλεξαν να δώσουν προτεραιότητα στη συνεχή καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού έναντι των ανησυχιών για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, σημειώνοντας ότι «ο πληθωρισμός προβλέπεται να παραμείνει υπερβολικά υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα», όπως αναφέρει το «Politico».
Μετά την κατάρρευση δύο αμερικανικών τραπεζών και την αναταραχή στον ελβετικό τραπεζικό γίγαντα της Credit Suisse, οι ανησυχίες για μια πιθανή τραπεζική κρίση τρόμαξαν τις αγορές και δημιούργησαν αμφιβολίες για το αν η ΕΚΤ θα τηρήσει την πορεία των επιτοκίων που είχε προαναγγείλει.
Η απόφαση να επιμείνει στην αύξηση των επιτοκίων μπορεί, ωστόσο, να εκθέσει την πρόεδρο της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, σε οξεία κριτική. Για παράδειγμα, οι επικριτές της ένδεχεται να ισχυριστούν ότι επαναλαμβάνει τα λάθη που έκανε ένας από τους προκατόχους της, ο Ζαν-Κλοντ Τρισέ, ο οποίος αύξησε τα επιτόκια μέσα στην κρίση δημόσιου χρέους του 2011. Η κίνηση αυτή έμεινε στην ιστορία ως ένα κραυγαλέο λάθος πολιτικής που στιγμάτισε την αξιοπιστία της ΕΚΤ για χρόνια.
Τι δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ
«Έχουμε κατά νου την ιστορία μας και το τι έχει γίνει στο παρελθόν, αλλά είμαστε όλοι βέβαιοι ότι η απόφαση που πήραμε σήμερα είναι μια ισχυρή απόφαση», δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ σε συνέντευξη Τύπου, προσθέτοντας ότι «η εργαλειοθήκη της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, αν χρειαστεί, και να διατηρήσει την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής».
Προχωρώντας στην αύξηση των επιτοκίων, η ΕΚΤ αναγνώρισε την τρέχουσα αβεβαιότητα και απέσυρε την αναφορά ότι θα πρέπει να αυξήσει «σημαντικά» περαιτέρω τα επιτόκια.
Ωστόσο, η Κριστίν Λαγκάρντ προειδοποίησε ότι αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως ένδειξη ότι η ΕΚΤ μπορεί να υποχωρήσει στη μάχη της κατά του πληθωρισμού. «Δεν υποχωρούμε στη μάχη κατά του πληθωρισμού και είμαστε αποφασισμένοι να επαναφέρουμε τον πληθωρισμό στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα. Αυτό δεν πρέπει να αμφισβητηθεί» δήλωσε η ίδια χαρακτηριστικά.
Η Κριστίν Λαγκάρντ σημείωσε ότι τα επιτόκια θα πρέπει να αυξηθούν περαιτέρω, εάν η οικονομία αναπτυχθεί όπως υποδηλώνουν οι τελευταίες προβλέψεις, αν και αυτές έχουν γίνει πιο δύσκολες λόγω της τρέχουσας αβεβαιότητας.
Προβλέψεις για τον πληθωρισμό
Οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ υποστηρίζουν ότι ο πληθωρισμός μειώνεται ταχύτερα από ό,τι αναμενόταν προηγουμένως, κυρίως λόγω της υποχώρησης των τιμών της ενέργειας.
Έτσι, λοιπόν, ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί κατά μέσο όρο στο 5,3% το 2023, στο 2,9% το 2024 και στο 2,1% το 2025. Ταυτόχρονα, οι εκτιμήσεις για τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι τιμές θα μπορούσαν να αποδειχθούν πιο ανθεκτικές από ό,τι θεωρούνταν προηγουμένως.
Ωστόσο, η ΕΚΤ τόνισε ότι οι προβλέψεις ολοκληρώθηκαν πριν από την έναρξη των πρόσφατων εντάσεων στις αγορές, κάτι που σημαίνει ότι το βασικό πλαίσιο περιβάλλεται από εξαιρετική αβεβαιότητα.
Σήμερα, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει με ρυθμό υπερτριπλάσιο του στόχου της ΕΚΤ για το 2%, αφού έφτασε σε διψήφιο ποσοστό, ενώ το 2011 ο πληθωρισμός μόλις που ξεπέρασε το 3%.
Ένας άλλος πρώην υπεύθυνος χάραξης πολιτικής, ο Γιόργκ Άσμουσεν, χαιρέτισε την κίνηση των επιτοκίων.
«Η ΕΚΤ αντιμετώπισε μια δύσκολη σύγκρουση συμφερόντων: Να συνεχίσει να καταπολεμά τον επίμονο πληθωρισμό ή να ηρεμήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές», έγραψε ο ίδιος στο Twitter, συμπληρώνοντας: «Δεδομένου ότι η νομισματική σταθερότητα είναι ο πρωταρχικός στόχος της ΕΚΤ και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι δευτερεύουσα, η σημερινή αύξηση του επιτοκίου κατά 50 μονάδες βάσης είναι η σωστή κίνηση».
Photo credits: Unsplash