Δεν ξέρω αν οι γάτες βλέπουν οράματα ή απλά αν αυτός ο λιλιπούτειος γάτος έκανε μια έξοδο από την ασφάλεια παίζοντας τα όλα για όλα. Εκ των υστέρων καταλάβαμε ότι είχε λίγες ώρες ζωής. Άντε να ήταν μια-δυο μέρες. Οπότε, φαντάζομαι, ότι στήθηκε νύχτα, μες στο μαύρο σκοτάδι, σε έναν επαρχειακό δρόμο ελπίζοντας ότι με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο θα τελειώσει το δράμα του. Κάτι σαν ρώσικη ρουλέτα με αυτοκίνητα αντί για σφαίρες.
Πήγαινα μες στο σκοτάδι, οδηγώντας με τον γιο μου δίπλα μου. Ξαφνικά, στα 10 μέτρα βλέπω ένα μικρό, σκούρο μπαλάκι στη μέση του δρόμου. Σκέφτηκα ότι, όπως συνήθως γίνεται στα νησιά, θα ήταν κανένας σκαντζόχοιρος. Τέτοιους βρίσκω συχνά. Πάτησα φρένο και ο γιος μου πήγε να δει τι είναι. Γύρισε κρατώντας στη χούφτα του ένα γατί 15 ημερών περίπου.
Στο βάθος, σε μια αλέα δεξιά μας, υπήρχε ένα σπίτι με φως. Του είπα του γιου μου να πάει να τον αφήσει εκεί γιατί φαντάστηκα ότι το είχε σκάσει από κάποιο σπίτι. Πήγε, τον άφησε και όπως γύριζε, ο γατούλης τον είχε πάρει από πίσω. Κατέβηκα εγώ, τον πήρα και ξαναγύρισα στο σπίτι. Κατάλαβα ότι δεν υπάρχει κανένας εκεί. Υπήρχε μόνο ένα μπολ νερού απ’ έξω, στεγνό.
Ο γιος μου, 14 χρονών τότε, με κοίταζε στα μάτια και ήταν σαν σκύλος που είναι έτοιμος να κλάψει. Είναι κι ένα παιδί που λατρεύει τα ζώα. Όταν περπατάμε στον δρόμο, σταματάει να τα χαϊδέψει. Σιγά μην του χαλούσα το χατίρι. Άλλωστε, ήμουν μαθημένος. Τον πήραμε μαζί μας τον γάτο. Ήταν σε άθλια κατάσταση. Τα πλευρά του διαγράφονταν πάνω στο σαρκίο του, είχε μείνει σκέτη πέτσα, ήταν βρώμικος, ταλαιπωρημένος και ήσυχος.
Πηγαίνοντας προς το σπίτι που μας είχαν καλέσει, είδαμε ένα pet shop. Σταμάτησα, μπήκαμε μέσα και ζητήσαμε από τον ιδιοκτήτη αν μπορεί να τον κρατήσει ή να τον δώσει κάπου γιατί εμείς μέναμε σε ένα δωμάτιο. Αρνήθηκε. Έξω από το pet shop ήταν μαζεμένες καμιά 15αρια γάτες, μικρές, μεσαίες και μεγάλες. Σκεφτήκαμε να τον αφήσουμε εκεί και να τον φροντίσουν, θα την έβρισκε την άκρη του, πιστεύαμε. Τον αφήσαμε και καθώς κατευθυνόμασταν στο αμάξι, είδαμε ότι ο γατούλης έτρεχε πάλι πίσω μας. Εκεί, άρχισα να πιστεύω αυτό που λένε ότι δεν διαλέγεις εσύ τα ζώα, σε διαλέγουν αυτά.
Από τη Μύκονο στην Τήνο κι από κει στην Αθήνα
Το ικετευτικό βλέμμα του γιου, δε σήκωνε και αντιρρήσεις. Μπήκα μέσα στο pet shop, πήρα ένα κλουβί, φαγητό για μωρά γατιά και πήγαμε στο σπίτι που μας είχαν καλέσει. Του βάλαμε να φάει και τότε κατάλαβα ότι δεν ήξερε να τρώει. Δεν είχα σκεφτεί το ενδεχόμενο και δεν πήρα κάποια σύριγγα από το pet shop. Έτσι, έκοψα ένα καλαμάκι, αραίωσα την τροφή σε νερό, ρουφούσα και του την έβαζα με το ζόρι στο στόμα, σαν να ήμουν μαμά-πιγκουίνος. Μία εγώ, μία ο Μαξ.
Την άλλη μέρα, φύγαμε για Τήνο. Τον πήραμε μαζί και μόλις φτάσαμε, πήγαμε σε ένα ιατρείο μικρών ζώων και τον αφήσαμε εκεί για να τον γιατρέψουν. Ευγενέστατοι εκεί οι άνθρωποι. Διατέθηκαν μάλιστα να τον κρατήσουν και να τον δώσουν σε κάποιον ντόπιο. Αρνηθήκαμε, είχε ήδη αρχίσει ένας έρωτας και για τους 3 μας, και τον αφήσαμε για να κάνει τα απαραίτητα. Μετά από 3 μέρες που πήγαμε να τον πάρουμε για να γυρίσουμε Αθήνα, μας είπαν ότι τα είχε όλα: πνευμονίτιδα, ψύλλους, ήταν αφυδατωμένος κι ότι με το ζόρι θα ζούσε λίγο ακόμα αν δεν τον παίρναμε. Αυτή ήταν η γνωριμία με τον Κάρμα. Από πού βγήκε το Κάρμα; Γιατί ήταν μάλλον το κάρμα του να τον βρούμε.
Ερχόμενοι στην Αθήνα, τον αφήσαμε ξανά σε κτηνίατρο, όπου έκανε θεραπεία με ενέσεις για 10 μέρες. Μετά, ήρθε σπίτι. Ήξερε πια να τρώει, να πίνει νερό και να πηγαίνει για την ανάγκη του στην άμμο. Ήταν πολύ γλυκούλης, αλλά δάγκωνε συνέχεια. Έτσι κάνουν τα γατιά όταν βγάζουν δόντια. Κι άρχισε σιγά σιγά και να γραντζουνάει από δερμάτινους καναπέδες μέχρι πόρτες και τοίχους, ό,τι έβρισκε μπροστά του. Ταυτόχρονα, έκανε και τον παπαγάλο ανεβαίνοντας στους ώμους, συνήθεια που νομίζω ότι έχουν όλα τα μικρά γατιά.
Αυτός ο γάτος έχει το αεικίνητο ακόμα και μετά τη στείρωση. Πολλά γατιά κατεβάζουν ταχύτητες. Στην αρχή ζορίστηκα λίγο με ένα ζωάκι στο σπίτι, αλλά η αγάπη που του είχε ο Μαξ δεν σήκωνε και διαπραγματεύσεις. Όχι ότι κι εγώ δυσκολεύτηκα.
Όταν έρχεται σπίτι ο γιος μου, τον βλέπει μόνο σαν κολλητό του. Αποφασίσαμε ότι ο Μαξ είναι ο μπαμπάς του κι εγώ παππούς του. Έτσι, απέκτησα και το πρώτο εγγόνι.
Είχα πολλά γατιά, πάρα πολλά. Όλα τα είχα μαζέψει από τον δρόμο, όλα στη Μύκονο. Και πολλά σκυλιά, πάρα πολλά στη ζωή μου. Και στενοχωριέμαι που δε μπορώ να έχω σκύλο γιατί μένω σε διαμέρισμα και δεν ξέρω τους χρόνους μου για να τον πηγαίνω βόλτες. Αυτός ο γάτος είναι αλλιώτικος. Έχει τον ασταμάτητο. Εκεί που ξαπλώνει κανά δυο-τρεις ώρες, αρχίζει να τρέχει πέρα δώθε στο σπίτι, μάλλον πιστεύοντας ότι δεν είναι γάτος αλλά κάποιο άλλο μεγαλύτερο θηλαστικό. Ανασουτσουρώνεται, του σηκώνεται η τρίχα κάγκελο και επιτίθεται σε κάποιον φανταστικό εχθρό. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο γάτος είναι πολύ πιο γλυκός και προσιτός στις γυναίκες. Τις γυροφέρνει συνέχεια.
Όμως, μια φορά που του φέραμε μια γατούλα για παρέα, ο γάτος ήταν απαράδεκτος. Παρότι δυο στειρωμένα ζώα δεν μπορούν να προχωρήσουν σε ανάρμοστες και απρεπείς περιπτύξεις, ο βλαμμένος ένιωσε να απειλείται. Πήγε σε μια γωνία και λύσσαξε να βρυχάται, νομίζοντας πάλι ότι είναι ένα άλλο αιλουροειδές, μεγαλύτερο. Της επιτέθηκε μια-δυο φορές και όταν αυτή, αντί να κωλώσει, του αντεπιτέθηκε, έφυγε σαν κότα. Και η καημένη είναι ένα πάνγλυκο γατί που κάθεται να το χαϊδεύεις με τις ώρες, ήρεμη, όμορφη…Ο δικός μας ο γάτος ή τρέχει ή δαγκώνει, παρότι δε βγάζει δόντια πια.
Ένας γάτος στη ντουλάπα
Είναι χαζό. Τον χαϊδεύεις, κάθεται και ξαφνικά αρχίζει να παίζει (γιατί για παιχνίδι πρόκειται) με τα δάχτυλα σου και τον καρπό σου, δαγκώνοντάς τα. Κάθε μέρα τα χέρια μου έχουν σημάδια. Καμιά φορά, ίσως ο γάτος παίρνει κάποιο ζανάξ μόνος του και αποφασίζει να αποδεχτεί τα χάδια. Ανεβαίνει στο πιο ψηλό μέρος που μπορεί να βρει, κυνηγάει αλύπητα διάφορα έντομα και έχει πιάσει κάποια, καβαλάει την τραπεζαρία και δεν αφήσει λάπτοπ που να μην πατάει τα πλήκτρα.
Το χειρότερο όλων όμως είναι ότι πάει και ξαπλώνει ή κοιμάται πάνω σε οποιοδήποτε ρούχο μας ξεχάσουμε εκτός ντουλάπας. Προφανώς, αισθάνεται την μυρωδιά μας και νιώθει ασφάλεια. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε ρούχα τίγκα στην τρίχα και να παίρνουμε νέο κολλητικό ρολό για τις τρίχες κάθε βδομάδα. Το χειρότερο είναι όταν μένει κάποια πόρτα ντουλάπας ανοιχτή. Ο γάτος πάει εκεί και κοιμάται, με αποτέλεσμα όλα τα ρούχα να είναι χνουδωτά. Ίσως τα κρατήσω έτσι για μόδα.
Το βράδυ, τον πιάνουν οι γλύκες. Αφού κάθεται στον καναπέ και βλέπει μαζί μου κανέναν αγώνα μπάσκετ, μετά, όταν πάω για ύπνο, του έρχονται οι πιο χαδιάρικες στιγμές. Ανεβάζει τα ποδαράκια πάνω στο κρεβάτι και ζητάει χάδια. Τότε ο γάτος ούτε δαγκώνει, ούτε τρέχει, κάθεται εκεί για να του ξύνεις το κεφάλι και να του χαϊδεύεις το σαγόνι. Είναι σαν να μας λέει «καληνύχτα». Στον γιο μου, ανεβαίνει στο κρεβάτι και κοιμάται στα πόδια του. Σε μένα, μετά από αλλεπάλληλες απαγορεύσεις, ξαπλώνει στο χαλί δίπλα μου. Και μένει εκεί όλο το βράδυ, σαν φύλακας. Το ξαναλέω, είμαι σίγουρος ότι αυτός ο γάτος πιστεύει ότι είναι ένα άλλο αιλουροειδές. Ψώνιο.
Και δαγκώνοντας, και τρέχοντας, και στις γλύκες του, ο Κάρμα είναι μια υπέροχη παρέα. Μόλις ακούει την πόρτα να ανοίγει, τρέχει, με περιμένει και με κοιτάζει στα μάτια. Ναι, ακόμα κι όταν δεν πεινάει. Έρχεται κατευθείαν στον καναπέ και ξαπλώνει δίπλα. Όταν διαβάζει ο γιος μου τα ΣΚ, ανεβαίνει στο τραπέζι και ξαπλώνει μπροστά του. Σαν να τον επιθεωρεί, αν διαβάζει ή αν κοροϊδεύει.
Όπως και να ‘ναι, είναι μια ζωντανή ψυχή μέσα στο σπίτι. Είναι παρέα, σε κάνει να γελάς με τα καμώματα και τα σάλτα στον αέρα, όταν τον χαϊδεύεις, σε αποφορτίζει και καμιά φορά πιάνετε και μια συζήτηση. Είναι σαν τους μπάρμεν στις ταινίες, που ακούει τα ντέρτια σου, αλλά δε μιλάει. Απλά γνέφει. Το μόνο που λείπει στον Κάρμα είναι να βάλει ένα ουίσκι στο ποτήρι και να μου το σπρώξει αριστοτεχνικά μπροστά μου.