Σύμφωνα με τον Αzis Francis, διευθύνοντα σύμβουλο της Brook Lane Capital:«Η Ελλάδα έχει αλλάξει την τελευταία πενταετία, η ελληνική αγορά ακινήτων λειτουργεί πλέον με καλύτερους όρους και βρίσκεται σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία σε καλύτερη θέση σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές αγορές ακινήτων, που είχαν μεγάλη άνοδο στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας».
Η δήλωση ανήκει στον κ. Αzis Francis διευθύνοντα σύμβουλο της Brook Lane Capital, η οποία έχει ξεκινήσει τις επενδύσεις στο εγχώριο real estate ήδη από το 2017, κάνοντας την αρχή από την ελληνική πρωτεύουσα κι ενισχύοντας το αποτύπωμά της εσχάτως στην αγορά τόσο μέσα από τη συνεργασία της με τη Noval Property ΑΕΕΑΠ του ομίλου Viohalco στον τομέα των επαγγελματικών ακινήτων στο Μαρούσι, όσο και στο Ελληνικό, μέσα από τη συμφωνία με το φορέα της επένδυσης, τη Lamda Development για την ανάπτυξη του Πύργου μικτής χρήσης, με κατοικίες, πολυτελές ξενοδοχείο και γραφεία, αξίας άνω των 200 εκατ. ευρώ, αποτελώντας τη μεγαλύτερη σε αξία μεμονωμένη επένδυση του fund στην ελληνική αγορά.
Τώρα ο κ. Francis κατατάσσει την ελληνική πρωτεύουσα στους πλέον ανερχόμενους ευρωπαϊκούς προορισμούς: «Πιστεύω πολύ στην Αθήνα και θεωρώ ότι στην ελληνική πρωτεύουσα έχει ξεκινήσει μία πολύ μεγάλη μεταμόρφωση τα τελευταία χρόνια», ανέφερε ο κ. Francis την περασμένη εβδομάδα, από το βήμα του RE+D Meeting Point, του συνεδρίου για τα ακίνητα που πραγματοποήθηκε φέτος για 16η χρονιά.
Συνολικά για το εγχώριο real estate ο κ. Francis ανέφερε ότι «χρειάζεται ακόμη ένα εύλογο διάστημα ώστε να δούμε που θα σταθεροποιηθεί η αγορά, κατά πόσο δηλαδή θα εξελιχθεί σε έναν προορισμό για επενδυτές οπορτουνιστικού χαρακτήρα ή με πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Είναι γεγονός ότι οι τιμές δεν πια τόσο χαμηλές, επομένως είναι χαμηλότερες και οι αποδόσεις», ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, λειτουργεί υπέρ της χώρας το γεγονός ότι τα προηγούμενα χρόνια της δημοσιονομικής κρίσης είχε μείνει πίσω, επομένως δε χρειάζεται τώρα σε αυτή τη συγκυρία, να γίνουν διορθωτικές κινήσεις όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές αγορές ακινήτων, που είχαν άνοδο στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας και τώρα μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον της αύξησης των επιτοκίων και των πληθωριστικών πιέσεων υφίστανται πιέσεις.
Πολύ πρόσφατα μάλιστα, από το βήμα και του φόρουμ των Δελφών σε σχέση με τις επενδυτικές ευκαιρίες στη χώρα μας ο κ. Francis τόνισε την ανάγκη γενικότερα η Ελλάδα να επικοινωνήσει στους ξένους επενδυτές πιο δυναμικά τις μεγάλες επενδύσεις που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα, υπενθυμίζοντας πως το αφήγημα της χώρας δεν είναι πλέον αυτό της προσπάθειας ανάκαμψης όπως ήταν προ πενταετίας όπου υπήρχε παράλληλα και μία αξιολόγηση υψηλού αρνητικού ρίσκου, αλλά της αναμόρφωσης σε όλους τους τομείς.
«Τότε η χώρα βρισκόταν σε διαδικασία ανάκαμψης από την κρίση. Σήμερα έχει επιτευχθεί τεράστια πρόοδος, με τις τιμές να έχουν ανέβει και άρα, τις αποδόσεις να μην είναι πλέον οι ίδιες. Ωστόσο είναι προτιμητέα μία απόδοση π.χ. 12% σε ένα ασφαλές περιβάλλον παρά 20% σε ανασφαλές.
Οι ξένοι επενδυτές, από την πλευρά τους, δεν έχουν αναθεωρήσει τα δεδομένα τους, επειδή το εν λόγω αφήγημα δεν τους έχει επικοινωνηθεί. Εχουν υλοποιηθεί, για παράδειγμα, δύο μεγάλες συναλλαγές -του κρατικού fund της Σιγκαπούρης GIC στον τουρισμό και της JP Morgan στη Viva Wallet– που θα έπρεπε να γίνουν περισσότερο γνωστές, υπενθυμίζοντας στους επενδυτές του εξωτερικού ότι η Ελλάδα αποτελεί επενδυτική ευκαιρία».
Οι επενδύσεις στην Αθήνα
Σε σχέση ειδικά με την αγορά ακινήτων, από το βήμα του RE+D Meeting Forum ο κ. Francis στάθηκε ιδιαίτερα στο θέμα της ευκαιρίας όσον αφορά την αναμόρφωση του παλαιού κτιριακού αποθέματος αλλά από την άλλη πλευρά και στο ζήτημα της πολυϊδιοκτησίας «το οποίο είναι πολύ σημαντικό και μπορεί να είναι ανάχωμα για τις ανακατασκευές.
Ο επενδυτής χάνει χρόνο και χρήμα και είναι ένα θέμα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει όταν έρχεται να τοποθετήσει κεφάλαια στην ελληνική αγορά ακινήτων».
Σε ό,τι έχει να κάνει με την ελληνική πρωτεύουσα, ο ίδιος εκτιμά ότι «η Αθήνα έχει τη δυνατότητα να γίνει ένας από τους 4- 5 μοναδικούς ευρωπαϊκούς προορισμούς που μπορούν να προσελκύσουν περισσότερους Ευρωπαίους για διαμονή.
Το Ελληνικό είναι μία μοναδική επένδυση που αλλάζει όλη την εικόνα, πέραν του ότι η πόλη συνδυάζει πολλές δυνατότητες σε διαφορετικούς τομείς, θάλασσα, γαστρονομία κ.τ.λ. και προσελκύει πολλές νέες ξενοδοχειακές επενδύσεις. Νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα μετατραπεί πραγματικά σε μία πόλη που δε θα αναγνωρίζουν ούτε οι… ίδιοι οι Αθηναίοι».
Σημειωτέον ότι ιδιαίτερα ως προς την προωθούμενη συν- επένδυση της Brook Lane στο Ελληνικό από κοινού με τη Lamda Development (ποσοστό 70%- 30%) μόλις την περασμένη Πέμπτη στην ενημέρωση της εισηγμένης προς τους αναλυτές, με αφορμή τα αποτελέσματα του 2022, αναφέρθηκε ότι θα υπάρξουν σύντομα, ενδεχομένως και έως το τέλος του τρέχοντος μηνός, εξελίξεις για το έργο για το οποίο ακολουθείται, όπως για τις υπόλοιπες μεγάλες κτιριακές αναπτύξεις (βλ. Πύργο Κατοικιών) το μοντέλο Early Contractor Involvement (ECI) για την παροχή παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών πριν από την κατασκευή: Ειδικότερα αναμένεται στο επόμενο διάστημα η ανακήρυξη του αναδόχου για το έργο που διεκδικούν σχήματα ομίλων όπως οι ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – ACC, ΑΚΤΩΡ -MAN, ΑΒΑΞ – Rizzani, που έχουν δώσει το «παρών» και σε άλλα έργα εντός της έκτασης του Ελληνικού.
Την ίδια στιγμή έχουν ολοκληρωθεί οι προκαταρκτικές εργασίες κατεδαφίσεων και έχουν προχωρήσει οι εγκρίσεις (έγκριση περιβαλλοντικών όρων κ.ο.κ.), για το «πράσινο» συγκρότημα γραφείων στο πρώην ακίνητο Kodak Μαρούσι, μία συν-επένδυση με την Noval Property ΑΕΕΑΠ με ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2025.
Ο σχεδιασμός γίνεται με επικεφαλής το πολυβραβευμένο διεθνώς αρχιτεκτονικό γραφείο Foster + Partners, με τον αρχικό προϋπολογισμό να έχει αναθεωρηθεί κατά πολύ προς τα πάνω σε σχέση με τα αρχικά 77 εκατ. ευρώ φθάνοντας σε επίπεδα ακόμη και πάνω από τα 120 εκατ. ευρώ.