«Από την Κοκκινιά των προσφύγων, της Μάντρας, του Μπλόκου, της ηρωικής Μάχης, αλλά και από την Κοκκινιά που θέλει τα παιδιά της να ζήσουν ανθρώπινα και όχι ‘να ζουν από τύχη’, απευθύνουμε κάλεσμα μάχης, αγώνα, κάλεσμα συμπόρευσης και ισχυροποίησης του ΚΚΕ παντού», τόνισε ο γενικός γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος, Δημήτρης Κουτσούμπας.

Μιλώντας για την τραγωδία των Τεμπών, ο κ. Κουτσούμπας διαμήνυσε από την ιστορική συνοικία του Πειραιά, ότι το ΚΚΕ «δεν πρόκειται να επιτρέψει να συγκαλυφθεί το έγκλημα στα Τέμπη, να τη βγάλει φτηνά η πολιτική που εξοντώνει, δολοφονεί».

Στην ομιλία του σε πολιτική-πολιτιστική εκδήλωση για τα 100 χρόνια της Κοκκινιάς, ο γραματέας του ΚΚΕ επανέλαβε το σύνθημα της νεολαίας πως για τα Τέμπη «δεν φταίει ούτε η κακιά ώρα, ούτε η κακιά η χώρα».

Και σημείωσε πως «φταίει το κυνήγι του κέρδους που κυριαρχεί παντού και δολοφονεί, φταίνε όσοι κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτή τη χώρα».

«Να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο»

«Το ΚΚΕ θα δώσει όλες τις δυνάμεις του μέσα στους χώρους δουλειάς, στα εργοστάσια, στις γειτονιές, στις σχολές και στα σχολεία, ώστε ‘να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο’ αυτή την φορά. Δεν θα το αφήσουμε να περάσει έτσι«, δεσμεύτηκε ο Δημήτρης Κουτσούμπας. Προσέθεσε ότι οι ευθύνες πρέπει να αποδοθούν «και οι κρατικές και οι κυβερνητικές και της ιδιωτικής εταιρείας και οι ατομικές ευθύνες όπου υπάρχουν, όλες! Δεν πρέπει να παραγραφούν, δεν πρέπει να ξεχαστούν».

Ο κ. Κουτσούμπας ανέφερε, επίσης, πως όλα τα κόμματα «του συστήματος» προσπαθούν μεθοδικά «να θαφτούν οι αιτίες που οδήγησαν στον θάνατο 57 συνανθρώπων μας» και επισήμανε ότι «οι αιτίες είναι: η περιβόητη ‘απελευθέρωση’ της αγοράς με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, η εμπορευματοποίηση των συγκοινωνιών, ο τεμαχισμός του ΟΣΕ και η ιδιωτικοποίηση των κερδοφόρων κομματιών του, η τεράστια υποστελέχωση σε προσωπικό και οι τεράστιες ελλείψεις σε μέτρα ασφαλείας και υποδομές του κρατικού ΟΣΕ».

Είπε ότι όλα αυτά έχουν αναδειχθεί διαχρονικά από τους βουλευτές του ΚΚΕ μέσα στη Βουλή και πρόσθεσε ότι οι προειδοποιήσεις των εργαζομένων «δεν εισακούστηκαν, επειδή η ασφάλεια αντιμετωπίζεται σαν κόστος».