Ομολογώ πως δεν περίμενα πως η σειρά για τη Μαρία Κάλλας θα προκαλούσε τόσο μεγάλη συζήτηση για το πώς θα έπρεπε να παραχθεί σε επίπεδο μπάτζετ και, κατ’ επέκταση, αισθητικής. Δεν είναι εκείνο το είδος της σειράς που είτε θα το αντιπαθήσεις σφόδρα είτε θα το γουστάρεις τρελά. Είναι μια διακριτικά καλή σειρά, επαρκής για τα ελληνικά δεδομένα, επαρκής για το Ertflix, διαμορφώνει την ατμόσφαιρα μιας εποχής, μα ως εκεί.
Εμείς εδώ είχαμε γράψει τα συν και τα πλην για τη Μαρία Που Έγινε Κάλλας και μέσες άκρες αυτό είχαμε περιγράψει, μια σειρά που είναι τίμια, αλλά δεν θα χαραχθεί και έντονα στη μνήμη του κοινού, κι ας είναι πλέον και τηλεοπτική, αφού μπήκε στην prime time της ΕΡΤ το βράδυ της Δευτέρας.
Εν τη απουσία των άλλων σειρών, θα τη δει ο κόσμος, όταν όμως επανέλθει η μυθοπλασία των ιδιωτικών, θα απασχολεί πολύ λιγότερο.
Καλά όλα αυτά, όμως εδώ δεν θα μιλήσουμε για τη σειρά ως σειρά ούτε για τη Μαρία Κάλλας. Θα μιλήσουμε για την όλη κουβέντα με επίκεντρο την σκληρότατη κριτική της κ. Πόπης Διαμαντάκου που, μετά τα όσα είπε για τον Παπακαλιάτη, καταφέρνει ξανά να συζητηθεί και να δώσει κατεύθυνση στη σκαλέτα των ψυχαγωγικών εκπομπών ώστε να πηγαίνουν και να ρωτούν μέλη της σειράς για το πώς αντιμετωπίζουν τα όσα έγραψε σε ανάρτησή της η τηλεκριτικός.
Σε περίπτωση που δεν τα έχεις διαβάσει, τα κάτωθι είναι όσα έγραψε:
«Πάντως για Κάλλας έστω και στα πρώτα της βήματα σε μια Ελλάδα φτωχή, υπό τον ζυγό των κατακτητών, η “Μαρία” της ΕΡΤ δεν δείχνει να’ έχει τα προσόντα. Γιατί το όνομα Κάλλας προφανώς και δεν αρκεί για να δώσει λάμψη σε μια φτωχή παραγωγή που θυμίζει ΕΡΤ προ 30ετίας και βάλε.
Κρίμα γιατί ήταν ευκαιρία να δώσει δυναμικό καλλιτεχνικό παρόν η ΕΡΤ με μια παραγωγή υψηλών προδιαγραφών, να την προσέξουν και στο εξωτερικό και να βάλουμε τα γυαλιά στο Χόλυγουντ και την Τζολί, που δεν κατάφερε κι αυτή αλλο απ’ το να παλεύει ανεπιτυχώς επι δυο ώρες μπας και πάρει το ‘Οσκαρ. Η σκηνοθεσία επιεικώς διεκπεραιωτική (κρίμα γιατί η Μαλέα στα “Καλύτερά μας χρόνια” μας άρεσε). Οι εξωτερικές σκηνές τόσο προχειρες που προκαλούν θυμηδία».
Αναμφίβολα, όταν βλέπεις το impact και τη συζήτηση που προκαλείται γύρω από κάτι που είπες ή έγραψες, ενδόμυχα, υποσυνείδητα ή και συνειδητά, αντιλαμβάνεσαι πως είσαι σε μια στιγμή που μπορείς να ισχυροποιήσεις το όνομά σου και να σε γνωρίσει κι άλλος κόσμος, ειδικά πιο νέοι που δεν μεγάλωσαν με την εποχή των τηλεκριτικών και θεωρούν αστειότητες αυτές τις ιδιότητες, και γίνεσαι λίγο πιο αιχμηρός/ή στα γραφόμενά σου, ώστε να διασφαλίσεις τη συνέχεια.
Όλος αυτός ο κοπετός για τη σειρά για τη Μαρία Κάλλας;
Όσοι βρισκόμαστε σε αυτό το μετερίζι, το αντιλαμβανόμαστε, έχουμε βρεθεί σε αυτή τη θέση. Γράφεις κάτι, φτάνει σε πολύ μεγάλο κοινό αριθμητικά, γοητεύεσαι από την απήχηση που έχεις, από το ότι το όνομά σου ακούγεται, είσαι δεν είσαι χρόνια στον χώρο, δεν έχει σημασία αυτό, και αποκτάς ναρκισσισμό. Επαινείς τον εαυτό σου και ακολουθείς το μονοπάτι που σου χάραξε αυτή η στιγμή της μεγάλης απήχησης.
Οπότε, στα γραφόμενα της κ. Διαμαντάκου υπάρχει σίγουρα η υπερβολή αυτής της εσωτερικής αυτοαποθέωσης που παρασύρει σε εκφράσεις πιο πομπώδεις από αυτό που αρμόζει στην περίσταση.
Και πάλι όμως, δεν μπορώ να διανοηθώ πως αυτή η σειρά για τη Μαρία Κάλλας φτάνει να γίνει τόσο πολύ αντικείμενο συζήτησης. Δεν το κατάλαβα ούτε για την ταινία του Πάμπλο Λαρέν που, εκτός της ερμηνείας της Τζολί, δεν έχει τίποτε άλλο να συζητήσεις. Είναι, στην ουσία, παραγωγές περιορισμένου χώρου.
Δε θα μάθεις τη Μαρία Κάλλας σε αυτές, θα μάθεις κάτι για τη Μαρία Κάλλας από αυτές και μετά θα σου πυροδοτήσουν, ενδεχομένως, ενδιαφέρον για να ψάξεις περισσότερα για τη Μαρία Κάλλας σε άλλες πηγές, όχι στη μυθοπλασία.
Η σειρά της ΕΡΤ για τη Μαρία Κάλλας κρίνεται αυστηρά από την τηλεκριτικό στο επίπεδο της παραγωγής και θεωρείται φτηνιάρικη, όχι στο οικονομικό κομμάτι, ίσως, αλλά στις επιλογές. Κρίνεται, δηλαδή, για την αισθητική της και τις επιλογές της κ. Όλγας Μαλέα που είναι στη σκηνοθεσία και για τις επιλογές όλων όσοι πήραν αποφάσεις για κάποια κομμάτια της παραγωγής.
Δε βρίσκω κάποιον λόγο να εστιάσω τόσο πολύ σε αυτό το στοιχείο ή να ψέξω την παραγωγή. Δε νομίζω πως περίμενε κανείς από σειρά για τη Μαρία Κάλλας που γίνεται από την ΕΡΤ, να είναι μεγαλειώδης. Δεν είχε τοποθετήσει κάποιος τις ελπίδες του για κάτι που θα τον συγκλονίσει, στη σειρά αυτή. Το μίνιμουμ των πραγμάτων που έπρεπε να πετύχει η σειρά, τα πέτυχε. Και το μάξιμουμ, δεν απέχει ιδιαίτερα από το μίνιμουμ, δεν είχε το τόσο υψηλό ταβάνι.
Προφανώς και οι εκπομπές, ως είθισται, θα το μετατρέψουν σε Ιλιάδα και θα βγάζουν για μερικές μέρες μια νέα ραψωδία, αλλά δε χρειάζεται να το κάνουμε και λύσσα. Κι αν δεν ήταν αυτός ο νεκρός μήνας ο Γενάρης, που η σειρά έδωσε ένα ψίχουλο τηλεοπτικού σχολιασμού, δε νομίζουμε πως θα γινόταν ποτέ αυτή η κουβέντα. Απλώς, επειδή είχε τηλεοπτική πρεμιέρα και την είδαν 10 άνθρωποι παραπάνω, οι ιστοσελίδες για να πάρουν clicks έγραψαν για αποθέωση, αυτό προκάλεσε την αντίρροπη δύναμη και φτάσαμε στον σχολιασμό της κ. Διαμαντάκου.
Δε θα συμφωνήσω και με την ατάκα της κ. Ράντου πως το ένστικτο του κοινού είναι καλύτερο, συχνά, από των τηλεκριτικών.
Πρώτον, διότι αυτή η άποψη μετατρέπει τους τηλεκριτικούς σε κάτι ανώτερο, σε επαΐοντες, λες και έχουν σπουδάσει το αντικείμενο, λες και η άποψή τους έχει κάποια πιστοποίηση. Δεύτερον, διότι δεν υπάρχουν ποιοτικά στοιχεία για την επιλογή του κοινού να δει τη σειρά για τη Μαρία Κάλλας και κάθε σειρά. Γράφονται 5-10 αποθεωτικά σχόλια και αυτά μετατρέπονται σε κανόνα, ενώ, πιθανώς, απέχουν από την πραγματικότητα. Τρίτον, διότι δεν τίθεται ζήτημα άσπρου ή μαύρου. Όλες οι απόψεις χωράνε και έχουν την ίδια αξία.
Για να κλείσω κάπως ουσιαστικά αυτή την περιπλάνηση σκέψεων που ξεχύθηκαν στο κείμενο χωρίς πλαίσιο, θα πω απλώς ότι η σειρά για τη Μαρία Κάλλας είναι καλή για αυτό που είναι, για τις προσδοκίες που υπήρχαν και δε χρειάζεται να απολογηθεί που δεν είναι κάτι το υπέρτατο. Ούτε και να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο.