Περιεχόμενα
Η πραγματικότητα που επιβάλλει η κλιματική αλλαγή συνδυάζεται με την αυξανόμενη ζήτηση για φυσικό αέριο ως μεταβατικό στάδιο από τον άνθρακα στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο μετασχηματισμός της παγκόσμιας αγοράς ενέργειας δημιουργεί υποχρεώσεις και απαιτητικά χρονοδιαγράμματα για τα κράτη που γυρίζουν την πλάτη στο πετρέλαιο.
Συγχρόνως όμως ανοίγει παράθυρο ευκαιρίας για επενδύσεις σε χώρες – κόμβους όπως η Ελλάδα. Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες, καθώς βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο των κρατών, η ζήτηση ενέργειας αυξάνεται. Στο πλαίσιο αυτό, η Διεθνής Οργάνωση Ενέργειας (IEA) εκτιμά ότι περίπου 20 τρισεκατομμύρια δολάρια θα χρειαστούν μέχρι το 2040 για επενδύσεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο.
Παράλληλα, το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) αύξησε τον ρόλο του στο διεθνές εμπόριο με 9% ανά χρόνο την περίοδο 2015-2020. Η ζήτηση επεκτείνεται εξαιτίας των χαμηλών τιμών και της μετάβασης από τον άνθρακα στο αέριο που υποστηρίζεται από την Ευρώπη (αυξανόμενες τιμές CO2) και την Ασία (πολιτικές για την ποιότητα του αέρα).
Τα ενεργειακά εμπόδια
Η αγορά της ενέργειας σε παγκόσμιο επίπεδο με τη σύγχρονη μορφή της (βλ. πολλαπλή ενεργειακή διαθεσιμότητα όπως άνθρακας, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, πυρηνικά, βιομάζα) δεν έχει μακρά ιστορία Όμως οι εξελίξεις στην αγορά ενέργειας αποδείχτηκαν εξαιρετικά έντονες και ραγδαίες, με αποτέλεσμα η παγκόσμια κοινότητα να έχει πλέον βιώσει σημαντικές εμπειρίες όπως:
- Την περιορισμένη διαθεσιμότητα των χρησιμοποιούμενων πηγών ενέργειας, καθώς
η διάρκεια των αποθεμάτων για κάποιες από αυτές δεν φαίνεται να ξεπερνά
μερικές δεκαετίες. - Τη δραματική επίπτωση της ενέργειας στην παγκόσμια οικονομία, όπως
φανερώθηκε με τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις στη δεκαετία του 1970. - Την αβεβαιότητα που εισάγουν στο διεθνές οικονομικό σύστημα τυχόν πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις –που αφορούν κυρίως σε χώρες εξαγωγής ενέργειας δρώντας ανασταλτικά στην ανάπτυξη.
- Τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκαλεί η αυξανόμενη χρήση ρυπογόνων
πηγών ενέργειας, με έντονα φαινόμενα περιορισμένης έκτασης (όξινη βροχή,
πυρηνικά ατυχήματα κλπ) ή και παγκόσμιας κλίμακας (φαινόμενο θερμοκηπίου,
τρύπα όζοντος).
Ο κόσμος δημιουργεί, σταδιακά, ένα διαφορετικό είδος ενεργειακού συστήματος, αλλά εντοπίζονται ορατά προβλήματα στους βασικούς πυλώνες:
• Προσιτότητα (affordability): Το κόστος των ηλιακών φωτοβολταϊκών και των αιολικών συνεχίζει να μειώνεται, αλλά η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε πάνω από τα $100 το βαρέλι στα τέλη του 2022.
• Αξιοπιστία (reliability): Οι κίνδυνοι για την προμήθεια πετρελαίου και φυσικού αερίου παραμένουν, όπως δείχνει η καθοδική τροχιά της Βενεζουέλας. Ένα στα οκτώ άτομα του παγκόσμιου πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια και οι νέες προκλήσεις επικεντρώνονται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας – από την ευελιξία του συστήματος, μέχρι την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο.
• Βιωσιμότητα (sustainability): Μετά από τρία χρόνια στασιμότητας, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με την ενέργεια, αυξήθηκαν κατά 1.6%, το 2022 και τα προκαταρκτικά δεδομένα παραπέμπουν σε συνεχιζόμενη αύξησή τους το 2023, σε απόκλιση από μία πορεία που θα είναι συμβατή με τους κλιματικούς στόχους που έχουν τεθεί.
Οι τρεις αυτοί βασικοί πυλώνες συνδέονται στενά, καθώς κάθε ένας από αυτούς, όπως και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις, απαιτούν μια συνολική προσέγγιση της ενεργειακής πολιτικής. Οι σχέσεις μεταξύ τους εξελίσσονται συνεχώς. Για παράδειγμα, τα αιολικά και τα ηλιακά φωτοβολταϊκά φέρνουν στο προσκήνιο την προσιτή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας χαμηλών εκπεμπόμενων ρύπων, αλλά δημιουργούν πρόσθετες απαιτήσεις για την αξιόπιστη λειτουργία των ηλεκτρικών συστημάτων.
Υγροποιημένο φυσικό αέριο
Η μετάβαση προς μια περισσότερο διασυνδεδεμένη παγκόσμια αγορά φυσικού αερίου, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου εμπορίου υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), εντείνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών, ενώ αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο οι χώρες πρέπει να μελετήσουν τη διαχείριση των δυνητικών ελλείψεων στον εφοδιασμό. Η συμβολή της νέας μελέτης του ΙΕΑ με τίτλο: «World Energy Outlook » είναι ιδιαίτερα σημαντική και δεν αποσκοπεί στην πρόβλεψη του μέλλοντος, αλλά παρέχει ένα τρόπο διερεύνησης διαφορετικών δυνατών μελλοντικών εξελίξεων, τους παράγοντες που τις καθορίζουν και τις αλληλεπιδράσεις που ανακύπτουν σε ένα πολύπλοκο ενεργειακό σύστημα.
Αν δεν υπάρξει καμία αλλαγή στις υφιστάμενες πολιτικές, όπως συμβαίνει με το σενάριο των τρεχουσών πολιτικών (Current Policies Scenario), αυτό θα επιφέρει αυξανόμενες πιέσεις σε όλες σχεδόν τις πτυχές της ενεργειακής ασφάλειας. Εάν συμπεριλάβουμε τις ανακοινωθείσες πολιτικές και τους στόχους, όπως στο βασικό σενάριο του ΙΕΑ για τις νέες πολιτικές (New Policies Scenario), η συνολική εικόνα βελτιώνεται.
Ωστόσο, το χάσμα μεταξύ αυτού του αποτελέσματος και του σεναρίου αειφόρου ανάπτυξης (Sustainable Development Scenario), στο οποίο οι επιταχυνόμενες μεταβάσεις προς την καθαρή ενέργεια έθεσαν τον κόσμο στη σωστή τροχιά για την επίτευξη των στόχων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, την καθολική πρόσβαση και τον καθαρό αέρα, παραμένει τεράστιο.
Σύμφωνα με τον ΙΕΑ, στο New Policies Scenario, τα αυξανόμενα ατομικά εισοδήματα και οι επιπλέον 1,7 δισεκατομμύριο άνθρωποι οι οποίοι προστίθενται, κυρίως στις αστικές περιοχές των αναπτυσσόμενων οικονομιών, θα αυξήσουν την παγκόσμια ζήτηση ενέργειας, κατά περισσότερο από το ένα τέταρτο, έως το 2040. Το σύνολο της ανάπτυξης προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με προεξάρχουσα την Ινδία. Το 2000, η Ευρώπη και η Βόρεια Αμερική αντιπροσώπευαν πάνω από το 40% της παγκόσμιας ζήτησης ενέργειας και οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, στην Ασία, περίπου το 20%. Έως το 2040, η κατάσταση αυτή αντιστρέφεται πλήρως.
Η αγορά ενέργειας σε ευρωπαϊκό επίπεδο
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007- 2008 προκάλεσε σημαντική αναταραχή στις οικονομίες, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις αλλά και οι κεντρικές τράπεζες να λάβουν σημαντικά μέτρα καταπολέμησης των επιπτώσεων στο εισόδημα, στην παραγωγή και στην απασχόληση.
Σήμερα, 15 έτη μετά από το ξέσπασμα της κρίσης, οι Κεντρικές Τράπεζες εκτιμάται ότι επωμίστηκαν δυσανάλογα μεγάλο βάρος λήψης μέτρων, σε σύγκριση με τα δημοσιονομικά, καθώς για διάφορους λόγους τα δεύτερα είτε δεν εφαρμόστηκαν αρκετά γρήγορα, είτε ήταν αδύνατη η εκτεταμένη εφαρμογή τους.
Η αδυναμία εφαρμογής αφορά ειδικά στην Ευρωζώνη, όπου ξέσπασε αργότερα (2009-2010) και κρίση χρέους, με αποτέλεσμα πολλές χώρες να περιορίζονται από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εφάρμοσαν μια σειρά μέτρων νομισματικής πολιτικής, συμβατικών και μη, με στόχο τη σταθεροποίηση των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών.
Τα πρώτα νομισματικά μέτρα που εφαρμόστηκαν βασίζονταν σε συμβατικά εργαλεία, όπως η μείωση των επιτοκίων και η διευκόλυνση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Ωστόσο, η παρατεταμένη διολίσθηση των οικονομιών σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και πληθωρισμού με τα επιτόκια να παραμένουν σχεδόν μηδενικά, ώθησε τις κεντρικές τράπεζες να χρησιμοποιήσουν μη συμβατικά μέτρα, όπως αύξηση των στοιχείων ενεργητικού τους, με αγορά ομολόγων από τις αγορές.
Πιο συγκεκριμένα, το Ευρωσύστημα εφάρμοσε μέτρα, ώστε να εξαλειφθεί ο κίνδυνος να παραμείνει ο πληθωρισμός κάτω από το επίπεδο του 2%, κάτι που αποτελεί το βασικό στόχο του. Τα πρώτα μέτρα το 2008 αφορούσαν στη μείωση των επιτοκίων, ενώ από την ίδια περίοδο σχεδιάστηκαν και μη συμβατικά μέτρα, όπως οι πράξεις πιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης, η κατάργηση ποσοτικών περιορισμών στην ρευστότητα, κ.ά. Από το 2010, το Ευρωσύστημα προέβη σε αγορά ομολόγων των πιο αδύναμων χωρών της ευρωζώνης, μέσω του προγράμματος SMP (Securities Markets Programme).
Σήμερα η Ευρώπη πρέπει να εισάγει πάνω από τη μισή της ενέργεια, διότι διαθέτει ελάχιστα αποθέματα ενεργειακών πόρων και οφείλει να αποδέχεται τις τιμές που αποφασίζουν οι παγκόσμιες αγορές ή ακόμη και μεμονωμένες χώρες εφοδιασμού. Ένας ισχυρός τρόπος να περιορίσουμε τις ενεργειακές μας δαπάνες είναι να μειώσουμε τις ποσότητες ενέργειας που καταναλώνουμε. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο.
Μπορούμε όμως να καταναλώνουμε λιγότερη ενέργεια διατηρώντας παράλληλα το βιοτικό μας επίπεδο και τις σύγχρονες ανέσεις; Η απάντηση είναι ναι, ακόμα κι αν αυτό δεν είναι εύκολο. Πώς; Καταναλώνοντας ενέργεια με καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο. Μάλιστα είναι δυνατό να επιτύχουμε διπλό όφελος: να περιορίσουμε τις εκπομπές CO2 και παράλληλα να δημιουργήσουμε νέες θέσεις απασχόλησης αλλά και να εξοικονομήσουμε χρήματα χάρη στον περιορισμό της εξάρτησής μας από τις εισαγωγές ενέργειας. Επιπλέον, έχουμε την ευκαιρία να εξαγάγουμε την τεχνογνωσία μας.
Η καλύτερη ενεργειακή απόδοση αποτελεί έναν από τους βασικούς στόχους της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια. Οι ευρωπαίοι ηγέτες αποφάσισαν ότι έως το 2025 η συνολική μας ενεργειακή κατανάλωση πρέπει να μειωθεί κατά 20 % σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Μια τέτοια μείωση ισοδυναμεί με το κλείσιμο 400 και πλέον σταθμών ηλεκτροπαραγωγής. Για να επιτευχθεί αυτός ο φιλόδοξος στόχος, θα πρέπει η ΕΕ να ζητήσει από τα κράτη μέλη της να μειώσουν τη σπατάλη ενέργειας που προκαλείται από τη χρήση των ηλεκτρικών συσκευών, τη βιομηχανία και τις μεταφορές.
Λαμβάνοντας υπόψη το δύσκολο οικονομικό κλίμα, η ΕΕ οφείλει να καταβάλει κάθε προσπάθεια προκειμένου να δώσει ώθηση στις επενδύσεις και να αναλάβει συγκεκριμένες δράσεις στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης. Οι επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση, αν και έχουν γρήγορα υψηλές αποδόσεις και λειτουργούν ως κινητήρια δύναμη για περαιτέρω επενδύσεις, προϋποθέτουν την προκαταβολή χρημάτων.
Η Ελλάδα στην ενεργειακή «σκακιέρα»
Η Ελλάδα, μέσα από μια απλή ανάγνωση του χάρτη, εμφανίζεται στη νοτιότερη απόληξη της χερσονήσου του Αίμου, αποκομμένη από τα μεγάλα ενεργειακά δίκτυα της Κεντρικής και ΝΑ Ευρώπης. Μπορεί στην τεχνολογικά προηγμένη και ηλεκτρονικά προχωρημένη εποχή μας η σημασία της γεωγραφίας να τείνει να υποβαθμίζεται, όμως, στον τομέα της ενέργειας οι αποστάσεις, η μορφολογία, η τοποθεσία και ο γεωπολιτικός προσδιορισμός εξακολουθούν να έχουν ειδικό βάρος.
Οι γεωγραφικές, και όχι μόνο, συντεταγμένες καθορίζουν συνήθως τις τεχνικές παραμέτρους, τη σχεδίαση και το ύψος μιας επένδυσης και επηρεάζουν άμεσα τις προοπτικές υλοποίησής της. Υπό αυτή την έννοια, τα δίκτυα αγωγών φυσικού αερίου και ηλεκτρικών διασυνδέσεων που δημιουργούνται τώρα έρχονται να ενισχύσουν κυρίως την αμφίδρομη μεταφορά ενέργειας στον πολύ άμεσο γεωγραφικό περίγυρο – δηλ. ανταλλαγές ενέργειας με Τουρκία, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ, Αλβανία, ελληνικός νησιωτικός χώρος – και ως εκ τούτου αποτελούν μια μάλλον αυστηρά τοπική υπόθεση που καθόλου δεν επηρεάζει τις ενεργειακές ροές σε επίπεδο των κυρίως ευρωπαϊκών αγορών.
Επομένως, συμπεραίνεται ότι η Ελλάδα, με τις υπό ανάπτυξη, αλλά περιορισμένες σε μέγεθος ενεργειακές υποδομές της, μόνο ένα δευτερεύοντα μπορεί να διαδραματίσει σε περιφερειακό επίπεδο ως προς τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ευρώπης, αδυνατώντας να εξελιχθεί σε ένα βασικό κόμβο διέλευσης φυσικών ενεργειακών φορτίων. Μπορεί, όμως, εάν αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που αναμφίβολα διαθέτει, και αξιοποιώντας πρωτίστως την υψηλού επιπέδου χρηματοοικονομική υποδομή που έχει αναπτύξει, να εξελιχθεί σε έναν πρώτης τάξης περιφερειακό εμπορικό ενεργειακό κόμβο.
Με βάση όλα τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό, πως τόσο η Ελλάδα όσο και η Ευρώπη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις σύγχρονες ενεργειακές προκλήσεις, επιβάλλεται να ακολουθήσουν τους στόχους και της κατευθύνσεις μιας συγκεκριμένης ενεργειακής στρατηγικής. Μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν, μέσω της εξοικονόμησης ενέργειας και προώθησης των Α.Π.Ε, .είναι η απεξάρτηση από τα συμβατικά καύσιμα, τα οποία έχουν δημιουργήσει ποικίλα προβλήματα σε όλους τους τομείς.
Ειδικότερα, η αποτίμηση της υφιστάμενης κατάστασης στην Ελλάδα, οδηγεί σε ορισμένα συμπεράσματα ως προς τις ιδιαιτερότητες, τις δυσκολίες και τα εμπόδια για την υλοποίηση της εθνικής ενεργειακής πολιτικής. Η τελική κατανάλωση της ενέργειας στην Ελλάδα, βασίζεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε συμβατικά καύσιμα και μάλιστα ρυπογόνα (λιγνίτης) ενώ οι τεχνολογίες που εφαρμόζονται στους περισσότερους τομείς επιτυγχάνουν χαμηλή ενεργειακή απόδοση.
Στο πλαίσιο αυτό και δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική υποδεικνύει τους στόχους αλλά αφήνει σημαντικά περιθώρια για την ανάπτυξη εθνικών στρατηγικών σε κάθε κράτος – μέλος, η Ελλάδα θα πρέπει να καταρτίσει έναν ενεργειακό σχεδιασμό, που θα λαμβάνει υπόψη συγκεκριμένες παραμέτρους. Όσον αφορά τις επιπτώσεις παραγωγής ενέργειας από συμβατικές πηγές, διαπιστώνεται πως οι σημαντικότερες από αυτές προκαλούνται στο περιβάλλον κυρίως κατά τη χρήση και καύση των ορυκτών καυσίμων (φαινόμενο του θερμοκηπίου, όξινη βροχή κ.α.).
Κατά συνέπεια, βασική αιτία αυτών των επιπτώσεων αποτελούν οι υφιστάμενες εξορυκτικές δραστηριότητες που εντοπίζονται σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης και στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας. Επιπλέον σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο οι επιπτώσεις χαρακτηρίζονται συνήθως ως θετικές καθώς σχετίζονται με την ενίσχυση της απασχόλησης, με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας καθώς και με την ενίσχυση του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα.
Σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι (με ορίζοντα το 2030 και το 2050), κρίνεται αναγκαίος ένας σχεδιασμός καθώς και μέτρα πολιτικής τα οποία θα προσαρμόζονται στις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις και θα αφορούν έργα υποδομών, δράσεις ενημέρωσης για την αλλαγή της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθώς και προώθηση νέων ενεργειακών τεχνολογιών. Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι η διασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού αποτελεί βασικό στόχο τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εγχώριο επίπεδο, είναι ανάγκη να εφαρμοστούν μέτρα πολιτικής που αφορούν, κατά κύριο λόγο στον τομέα ηλεκτροπαραγωγής.
Τα μέτρα αυτά, θα στοχεύουν σε μελλοντικές προσαρμογές στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (διασυνοριακές διασυνδέσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο και επανασχεδιασμός της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα), στην ανάπτυξη υποδομών δικτύου για την κάλυψη σχετικών αναγκών (GIS, έξυπνα δίκτυα, μετρητές κ.α.) και στην διείσδυση των Α.Π.Ε. στην ηλεκτροπαραγωγή (χρηματοδότηση επενδύσεων για εγκαταστάσεις Α.Π.Ε.).