Από την ημέρα που δολοφονήθηκε η Καρολάιν στα Γλυκά Νερά (η πρώτη γυναικοκτονία στην Ελλάδα που πήρε τόσο μεγάλες διαστάσεις μιντιακής κάλυψης και έδωσε επιτέλους προσοχή σε αυτό το θλιβερό φαινόμενο) από τον σύζυγό της, τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, έχει χαθεί το μέτρημα με τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν από τους συντρόφους ή συζύγους, νυν ή πρώην, μέσα στο σπίτι τους και έγιναν ακόμα ένα όνομα στη μακριά λίστα με τις γυναικοκτονίες.
Δεν ξέρω αν υπήρχε τέτοια συχνότητα στις γυναικοκτονίες στο παρελθόν ή αν η κρίση και η πανδημία ενίσχυσαν τη μανία και τη βία συγκεκριμένων ανδρών εις βάρος των συντρόφων τους, το αποτέλεσμα πάντως παραμένει το ίδιο και θέλει γυναίκες που, ενδεχομένως, αποφάσισαν ότι έπρεπε να σπάσουν τον ζυγό της βίας και της τοξικότητας/κτητικότητας των συντρόφων τους, να καταλήγουν είτε βαρύτατα χτυπημένες είτε νεκρές.
Κι ενώ αυτό είναι το προφανές που λογικά όλοι εστιάζουμε, πλέον, στο δικό μου μυαλό, υπάρχει κάτι άλλο πιο ανησυχητικό που εύχομαι να μην ισχύει, γιατί αν ισχύει, δεν βλέπω πώς θα μπορέσουμε να καταπολεμήσουμε αυτό το είδος εγκλήματος.
Κάθε φορά που έρχεται στο φως μια γυναικοκτονία, μπαίνω στη διαδικασία να κάνω μια εσωτερική αναζήτηση μήπως κάπου βαθιά μέσα μου εδράζεται το ίδιο στοιχείο που έχουν οι δολοφόνοι τους και μήπως στο μέλλον κάτι «ποτίσει» αυτό το στοιχείο και βγει στην επιφάνεια. Και στην διαδικασία μου αυτή, προσπαθώ να αφαιρέσω για λίγο την ανθρωπιά που έχω, την απέχθεια μου για οποιαδήποτε μορφή βίας, και να μπω στη θέση ενός άντρα που αντιμετωπίζει τη γυναίκα του ως κτήμα. Έτσι κάνω κι από χθες με την γυναικοκτονία της 41χρονης στη Θεσσαλονίκη.
Σε αυτή τη διαδρομή σκέψης λοιπόν, λέω κάθε φορά μέσα μου ότι αν ήμουν ένας βίαιος άντρας και αναγνώριζα πως θα σκότωνα τη γυναίκα μου εφόσον έδειχνε σημάδια απεμπλοκής από εμένα, τις κατακτητικές/δολοφονικές μου τάσεις θα τις απέτρεπε το εξής: σε μια χώρα όπου κάθε γυναικοκτονία παίρνει τέτοιες διαστάσεις πληροφόρησης, που ο θύτης γίνεται γνωστός παντού και στιγματίζεται διά παντός, θα σκεφτόμουν πάρα πολύ τη φήμη μου, το πρόσωπό μου στην κοινωνία και δεν θα προχωρούσα σε καμία δολοφονία.
Προφανώς ακούγεται κυνικό, αλλά όταν μπαίνεις στη διαδικασία να αναζητήσεις αίτια για να μπορέσεις να εξαλείψεις κάποια φαινόμενα και καταλήγεις πως, δυστυχώς, κάποιοι άνθρωποι δεν πρόκειται να αφήσουν πίσω τους τη βία όσο κι αν το θέλει η κοινωνία, βάζεις άλλους παράγοντες, εγωιστικούς και κυνικούς.
Λέω λοιπόν ότι, αφού είναι ξεκάθαρο πως δεν τους νοιάζει η ζωή της γυναίκας, πως θεωρούν την ύπαρξή της κατώτερη της δικής τους, δεν τους νοιάζει ούτε η φήμη τους, ούτε να μην «ρεζιλευτεί», για να το πω έτσι λαϊκά, το όνομά τους; Ξέρω, φαίνεται χαζό, αλλά εμένα με σοκάρει περισσότερο απ’ όλα αυτό.
Η μία γυναικοκτονία «γεννά» την επόμενη;
Ότι αυτοί οι απάνθρωποι τύποι δεν αποτρέπονται ούτε από την μιντιακή και σοσιαλμιντιακή αποδοχή της πράξης τους. Και το ενδεχόμενο να έχουν τάσεις μιμητισμού, να γοητεύονται από την «προσοχή» που πέφτει πάνω τους, με τρομάζει πιο πολύ απ’ όλα. Ότι η μια γυναικοκτονία μπορεί να γεννά την επόμενη, είναι αυτό που φέρνει την αίσθηση της απελπισίας.
Γιατί αν έχεις να κάνεις απλά με έναν δολοφόνο, τον πιάνεις, τον δικάζεις, τελειώνει. Αν όμως η αποτύπωση του ρεπορτάζ και οι αναρτήσεις που γίνονται για έναν γυναικοκτόνο, ενισχύουν τις δολοφονικές τάσεις του επόμενου, τότε πώς να το παλέψεις αυτό; Πώς να το παλέψεις από τη στιγμή που είτε οι πέριξ του θύματος (συγγενείς, γειτονιά κλπ.) δε μιλάνε είτε ο θύτης φροντίζει κάθε βίαιη συμπεριφορά του να την κρύβει πολύ καλά;
Σε μια τέτοια περίπτωση, δυστυχώς καμία προσπάθεια παιδείας δεν θα έχει αποτέλεσμα ή, τουλάχιστον, δεν θα έχει αποτέλεσμα πριν περάσουν αρκετά χρόνια και πριν θρηνήσουμε κι άλλες γυναικοκτονίες.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι απαιτείται, στα δικά μου μάτια, ακόμα και φαινομενικά άσχετοι με το φαινόμενο «γυναικοκτονία», να μετρήσουμε τη θέση μας, την έμμεση συμμετοχή μας σε κάθε γυναικοκτονία και να εξετάσουμε εις βάθος αν χρειάζεται να αλλάξουμε την συμπεριφορά μας και, φυσικά, καμία ατομική πράξη δεν φέρνει αποτέλεσμα αν δεν συνοδεύεται από συλλογικό αίσθημα ευθύνης και από την ανταπόκριση του κράτους, των θεσμών.
Γιατί αν είναι να παίρνει ένα θύμα στην αστυνομία να καταγγείλει τον ξυλοδαρμό του και του απαντάνε με «μην πας να χαλάσεις το σπίτι σου για ένα χαστουκάκι…δώσε του ακόμα μια ευκαιρία», ό,τι και να λέμε ή να κάνουμε, στον Καιάδα θα καταλήξει και θα έχουμε, αργά ή γρήγορα, ακόμα μια γυναικοκτονία!