Περιεχόμενα
Νέος «μεγάλος παίκτης» πλέον στη διεθνή σκηνή, η Κίνα εντάσσεται σιγά σιγά σε όλους τους σημαντικούς διεθνείς οργανισμούς ( όπως στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τους G8). Η Κίνα επιβάλλεται έτσι ως παγκόσμια οικονομική δύναμη και διατρανώνει τη θέλησή της για ειρηνική συνύπαρξη με τους, μακρινούς ή κοντινούς, εταίρους της. Θα κρατήσει πολύ αυτή η στάση;
Γιατί ορισμένοι, τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και τη Μόσχα, αμφιβάλλουν. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η Κίνα όλο και πιο παρούσα στη διαδικασία αλλαγής του σύγχρονου κόσμου, δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Κάνει να ονειρεύονται εκείνους που τη νομίζουν ασάλευτη και προβληματίζει όσους τη βλέπουν να αλλάζει.
Ιστορικά στοιχεία
Στην Κίνα αναπτύχθηκε ένας από τους αρχαιότερους πολιτισμούς του πλανήτη και ο πρώτος σημαντικός πολιτισμός στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Κατά την αρχαιότητα έγιναν πολλές σημαντικές εφευρέσεις όπως η γραφή και το ημερολόγιο ενώ αναπτύχθηκαν σημαντικά οι αντιλήψεις για την κοινωνική και την πολιτική ζωή. Κατά το Μεσαίωνα η δυναστεία των Χαν επανέφερε τη διδασκαλία του Κομφούκιου, αναγνωρίζοντας τον κομφουκιανισμό ως επίσημο θρησκευτικό δόγμα του κράτους.
Οι αντιθέσεις όμως μεταξύ του Βορρά και του Νότου οδήγησαν στην κατάργηση της δυναστείας των Χαν και στη διαίρεση της Κίνας σε τρία βασίλεια, που υπέφεραν πολύ από τις συνεχείς επιθέσεις των Τούρκων και των Μογγόλων. Τους επόμενους αιώνες η ιστορία της Κίνας είναι γεμάτη από πολέμους και υποδουλώσεις. Παρ΄όλα αυτά, οι δυναστείες προστάτευσαν τα γράμματα και τις τέχνες χωρίς όμως να καταφέρουν να αποτρέψουν την απομόνωση στην προσπάθεια της χώρας να αποφύγει την αλλοίωση του πολιτισμού από την εισαγωγή του ευρωπαικού στοιχείου.
Κατά το 19ο αιώνα οι Άγγλοι, στην προσπάθειά τους να πετύχουν τη διάλυση του κινεζικού κράτους, άρχισαν να εισάγουν και να διαδίδουν στους Κινέζους το όπιο. Όταν, το 1840, οι Κινέζοι αντέδρασαν άρχισε ο πόλεμος που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «ο πόλεμος του οπίου». Τελικά οι Κινέζοι ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να δεχτούν το εμπόριο του οπίου, να παραχωρήσουν στην Αγγλία το Χονγκ Κονγκ και να επιτρέψουν στα αγγλικά εμπορικά πλοία να χρησιμοποιούν πέντε λιμάνια.
Το 1844 οι ΗΠΑ και η Γαλλία πέτυχαν καινούρια προνόμια και παραχωρήσεις εις βάρος της Κίνας.
Μέσα σε λίγα χρόνια η Κίνα έχασε πολλές από τις κτήσεις και τις επαρχίες της από τους Ευρωπαίους. Παράλληλα η οικονομική διείσδυση των Ευρωπαίων γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα η οικονομία της να εξαρτάται αποκλειστικά από τις ευρωπαικές εμπορικές εταιρίες.
Κατά τον 20ο αιώνα, πολλοί φωτισμένοι διανοούμενοι προσπαθούν να δώσουν νέα ώθηση στην οργάνωση του κράτους. Ξεσπούν διάφορες λαϊκές εξεγέρσεις που καταστέλλονται από τις συντηρητικές δυνάμεις, όπως η εξέγερση των Μπόξερ το 1900. Τελικά οι διάφορες επαναστατικές τάσεις ενώθηκαν και ίδρυσαν το Κουομιτάνγκ. Το 1912 καταλύεται η αυτοκρατορία κι η χώρα ανακηρύσσεται δημοκρατία στις 12 Μαρτίου στην πόλη Ναντζίνγκ με πρόεδρο τον Σουν Γιάτ Σεν.
Οι Ιάπωνες, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες διοίκησης στην αχανή έκταση της Κίνας, εισέβαλαν στη Μαντζουρία το 1931 και ίδρυσαν το κράτος του Μαντζουκούο. Η ηγεσία του Κουομιτάνγκ όμως , αντί να οργανώσει την αντίσταση της χώρας, στράφηκε εναντίον των οπαδών του Μάο Τσε Τουνγκ και έτσι επήλθε η διάσπαση του Κουομιτάνγκ. Τελικά οι Ιάπωνες, το 1937, κατέλαβαν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της χώρας.
Στο διάστημα μεταξύ του 1937 και του 1942 έγιναν πολλές προσπάθειες να ενωθούν τα δύο κινήματα του Κουομιτάνγκ κι εκείνο στο οποίο είχε την ηγεσία το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.Το 1946 οδηγήθηκαν σε σύγκρουση, που τέλειωσε με τη νίκη του Μάο Τσε Τουνγκ ενώ ο Τσάνγκ Κάι Σεκ πέρασε στο νησί Ταϊβάν και ίδρυσε την Δημοκρατία της Κίνας.
Η Λαοκρατική Δημοκρατία της Κίνας αναγνωρίστηκε ως κράτος και έγινε μέλος του ΟΗΕ. Η εφαρμογή της μαοϊκής σκέψης ωστόσο στην Κίνα ήταν υπεύθυνη για πάνω από 70 εκατομμύρια θανάτους κατά τη διάρκεια ειρήνης, με το Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός, την Αντιδεξιά εκστρατεία του 1957-1958 και την Πολιτιστική Επανάσταση. Μετά τον θάνατο του Μάο Τσε Τουνγκ, η ηπειρωτική Κίνα κυβερνήθηκε από την αποκληθείσα «συμμορία των τεσσάρων», ενώ η οικονομική και πολιτιστική μεταρρύθμιση ήρθε με τον Ντενγκ Ξιαοπίνγκ.
Σήμερα η Κίνα είναι μια ανεπτυγμένη χώρα, η οποία σημειώνει εντυπωσιακή πρόοδο σε όλους τους τομείς, ενώ το πολιτικό-οικονομικό της σύστημα (το κομμουνιστικό καθεστώς της) διαφέρει σημαντικά από το καθεστώς που υπήρχε παλαιότερα στη Σοβιετική Ένωση αναπτύσσοντας οικονομικές δομές οι οποίες οδηγούν με σαφήνεια προς τον καπιταλισμό με μονοκομματική δικτατορία.
Οι αλλαγές στην εξωτερική πολιτική
Η οικονοµική ανέλιξη της Κίνας τις τελευταίες δύο δεκαετίες επέφερε θεαµατικές αλλαγές και στην εξωτερική της πολιτική. Σταδιακά, από µία αναπτυσσόµενη χώρα που αναλώνεται σε εσωτερικά θέµατα µετατράπηκε σε χώρα εξωστρεφή, που χρησιµοποιεί τη δυναµική της για την προώθηση των πολιτικών της συµφερόντων ως µία περιφερειακή αλλά και παγκόσµια δύναµη.
Η Κίνα διείδε από νωρίς πως η οικονοµική αλληλεξάρτηση µε τις χώρες της περιοχής της και µε τις λοιπές µεγάλες δυνάµεις επιφέρει παράλληλα µεγάλα περιθώρια άσκησης και πολιτικής επιρροής. Τα τελευταία χρόνια, κινεζική αναπτυξιακή βοήθεια ρέει µε αυξανόµενο ρυθµό στο Λάος, τη Μιανµάρ και την Καµπότζη, οι οικονοµικές σχέσεις µε την Ιαπωνία είναι πιο στενές από ποτέ, οι εξαγωγές προς την Ευρώπη και τις ΗΠΑ είναι χωρίς προηγούµενο, µε αποτέλεσµα την αλληλεξάρτηση των οικονοµιών τους. Στον τοµέα της ασφάλειας η Κίνα έχει θέσει στην ατζέντα ένα σημαντικό αριθµό προτάσεων για νέες µορφές συνεργασίας, µε βάση την αµοιβαία συνδροµή και επιδιώκει διµερείς συµφωνίες στον τοµέα αυτό.
Οι διπλωµατικές κινήσεις της Κίνας έχουν προκαλέσει ερωτήµατα, τόσο στην Ασία όσο και στην ΕΕ και τις ΗΠΑ, για το ποια πραγµατικά είναι η φύση της πολυµετωπικής της ανέλιξης. Οι θιασώτες της «κινεζικής απειλής» κάνουν συνειρµούς µε την άνοδο της ναζιστικής Γερµανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, υποστηρίζοντας πως η Κίνα θα χρησιµοποιήσει τους αυξανόμενους οικονοµικούς της πόρους και την αυξανόµενη εξάρτηση ξένων µικρών και µεγάλων δυνάµεων από αυτήν για να επιβληθεί πολιτικά, να επιτύχει και να εδραιώσει την περιφερειακή της ηγεµονία και έναν ηγετικό πολιτικό ρόλο στην παγκόσµια σκηνή.
Η ίδια η ηγεσία της χώρας, αντίθετα, κάνει λόγο για ειρηνική άνοδο (‘heping jueqi’, 和平崛起) που σηµαίνει πως η Κίνα δε θεωρεί στόχο της την πολιτική αντιπαράθεση, ούτε αποσκοπεί στην ανάπτυξη της οικονοµίας της µέσα από πολιτική επεκτατισµού ή αποµόνωσης. Η Κίνα θα πρέπει να παίξει το δικό της ρόλο ως µεγάλη χώρα, όµως δεν προτίθεται να διεκδικήσει ηγεµονία στα διεθνή ζητήµατα. Η Κίνα δεν θα επιδιώξει ποτέ να εξασφαλίσει ηγεµονία, ακόµα και αφού θα έχει ολοκληρώσει το βασικό εκσυγχρονισµό της.
Η εξωτερική πολιτική κάθε κράτους είναι η έκφραση μιας σειράς αποφάσεων, οι οποίες λαμβάνονται από τις πολιτικές ελίτ που ασκούν την εξουσία, και καθορίζουντις σχέσεις του κράτους με τους γείτονές του και τη διεθνή κοινότητα. Η λήψη αυτών των αποφάσεων, που έχουν ως μοναδικό σκοπό την επιβίωση του ίδιου του κράτους και της ελίτ που το κυβερνά, μέσω της ενδυνάμωσης της θέσης του μέσα στο διεθνές σύστημα και της ευημερίας του λαού του, καθορίζεται και επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες.
Οι παράγοντες αυτοί, το ειδικό βάρος των οποίων ποικίλλει, θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: ιστορικοί, οικονομικοί και ιδεολογικοί. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, η εξωτερική πολιτική της οποίας, από την ίδρυσή της το 1949 μέχρι σήμερα, διαμορφώνεται από τις ιστορικές μνήμες των εκατό πενήντα τελευταίων χρόνων, από την κομμουνιστική ιδεολογία και από την ανάγκη για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία του κινεζικού λαού.
Δεκαετία ορόσημο τα 80’s
Πριν από τη δεκαετία του 1980 η εξωτερική πολιτική της Κίνας αντικατοπτρίζεται αποκλειστικά στις σχέσεις της με τις δύο υπερδυνάμεις, ενώ δεν είχε αναπτύξει καθόλου σχέσεις με τους γείτονές της, και ειδικότερα με τις χώρες της ΝΑ Ασίας. Αυτή η έλλειψη περιφερειακής πολιτικής οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, οι πιο σημαντικοί από τους οποίους είναι οι διαρκείς πολιτικές αλλαγές και οι εσωτερικές αναταραχές, καθώς και ο παραδοσιακός σινοκεντρισμός, που στηρίζεται στην ιδέα της ανωτερότητας του κινεζικού πολιτισμού.
Κατά τη δεκαετία του 1980 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Με την υιοθέτηση της νέας πολιτικής του εκσυγχρονισμού στη μετα-μαοϊκή περίοδο, η Κίνα άρχισε να αναπτύσσει τις εξωτερικές της σχέσεις και εφάρμοσε μια πολιτική, οι βασικοί στόχοι της οποίας ήταν η «διατήρηση της παγκόσμιας ειρήνης και σταθερότητας», η «ανάπτυξη συνεργασίας με όλες τις χώρες ανεξάρτητα από το πολιτικό-κοινωνικό τους σύστημα και η «προώθηση της οικονομικής ευημερίας της χώρας».
Μέσα σε αυτό το πνεύμα εξομάλυνε τις σχέσεις της με τις δύο υπερδυνάμεις, ενώ παράλληλα άρχισε να προσεγγίζει και τους γείτονές της, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία ενός κλίματος σταθερότητας στην περιοχή, που της επέτρεψε να ξεκινήσει απερίσπαστη τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας της.
Όλα δείχνουν ότι η Κίνα είχε αποφασίσει να γίνει ενεργό μέρος του συστήματος και μάλιστα άρχισε να συμμετέχει σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σε διακυβερνητικούς και μη-κυβερνητικούς οργανισμούς, ενώ άλλαξε σημαντικά και τη στάση της απέναντι στον ΟΗΕ.
Όλα άλλαξαν ξαφνικά το 1989, χρονιά που αποτελεί ορόσημο στις σχέσεις της Κίνας με τον έξω κόσμο. Τα δύο σημαντικά γεγονότα που έφεραν τα πάνω κάτω στο διεθνές σύστημα είναι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και επομένως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στην πλατεία Τιέν αν Μεν, με τη βίαιη καταστολή των φοιτητικών διαδηλώσεων.
Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και του κομμουνιστικού συστήματος αναστάτωσε την πολιτική ηγεσία της Κίνας γιατί έθετε σε αμφισβήτηση το ίδιο το καθεστώς, ενώ το τέλος του ανταγωνισμού ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή μείωσε σημαντικά τη σημασία της χώρας ως διεθνή παράγοντα. Ενώ κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου η Κίνα χρησιμοποιούσε τον ανταγωνισμό των δύο υπερδυνάμεων που βασιζόταν κατά κύριο λόγο στα πυρηνικά και συμβατικά οπλοστάσιά τους- για να αποκομίσει οφέλη, τώρα που είχε μειωθεί αυτός ο ανταγωνισμός και είχε ουσιαστικά εκλείψει ο κίνδυνος να στραφεί η Κίνα προς τον ανατολικό συνασπισμό, βρέθηκε στο στόχαστρο του δυτικού κόσμου και άρχισε να υφίσταται οικονομικής και διπλωματικής μορφής πιέσεις.
Τις περισσότερες πιέσεις τις δέχτηκε από τις ΗΠΑ, οι οποίες ως η μόνη υπερδύναμη πια, κυριάρχησαν στο διεθνές σύστημα, θέση που επιβεβαιώθηκε και το 1991 με τον Πόλεμο του Κόλπου. Επιπλέον, οι εξοπλισμοί έχασαν τη σημασία που είχαν παλαιότερα και ο ανταγωνισμός των χωρών άρχισε να βασίζεται κυρίως στην οικονομική και τεχνολογική υπεροχή, με αποτέλεσμα η Κίνα, από ρυθμιστικός παράγοντας που ήταν, να βρεθεί πολύ πίσω από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, τα γεγονότα της Τιεν αν Μεν οδήγησαν σε ιδεολογική σύγκρουση την Κίνα με το δυτικό κόσμο, και σε ουσιαστική απομόνωση της χώρας. Οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ιαπωνία σταμάτησαν όλες τις επίσημες συναλλαγές τους με την Κίνα και κυρίως τις πωλήσεις όπλων και στρατιωτικής τεχνολογίας, σταμάτησε η ροή κεφαλαίων και ο δανεισμός της χώρας από την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ασιατική Τράπεζα Ανάπτυξης, ενώ όλες οι μετέπειτα προσπάθειες για σύναψη σχέσεων άρχισαν να φιλτράρονται μέσα από την οπτική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Για να ξεπεράσει την απομόνωση στην οποία την είχαν οδηγήσει, αναγκάστηκε να προσαρμόσει την εσωτερική, και κυρίως την εξωτερική της πολιτική στα νέα δεδομένα. Η πολιτική που ακολούθησε η Κίνα μετά το 1989 είναι «πραγματιστική» και συνδυάζει παραχωρήσεις από τη μεριά της προς τη Δύση και επίδειξη πνεύματος συνεργασίας, ενώ παράλληλα προσπαθεί να αποδείξει ότι η σημασία της σε παγκόσμιο επίπεδο δεν έχει μειωθεί. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να μπορέσει η Κίνα να ξεπεράσει τα όρια της μεγάλης περιφερειακής δύναμης, που αδιαμφισβήτητα είναι, και να αποκτήσει τη θέση της παγκόσμιας δύναμης.
Οι παράγοντες που είναι άρρηκτα συνδεμένοι με το στόχο αυτό είναι η συνέχιση της μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης που παρατηρείται τα τελευταία είκοσι χρόνια, η ενεργειακή αυτάρκεια της χώρας, η αύξηση της στρατιωτική της δύναμης και η εμφάνιση μιας νέας μορφής εθνικισμού , ενώ ο βαθύτερος στόχος όλων αυτών φαίνεται να είναι η επιβίωση της πολιτικής ελίτ που ασκεί την εξουσία και η διατήρησή του κομμουνιστικού κόμματος στην εξουσία.
«Μην ξυπνάτε την Κίνα»
Ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της γεωπολιτικής και των διεθνών σχέσεων, στο έργο του « Η Μεγάλη Σκακιέρα», που κυκλοφόρησε το 1997, μεταχειρίζεται το χάρτη της Ευρασίας ως μια ζωντανή σκακιέρα. Τα κράτη αποτελούν τα πιόνια του, η γεωπολιτική και η γεωστρατηγική με την έννοια της στρατηγικής διαχείρησης γεωπολιτικών συμφερόντων, τα μεθοδολογικά εργαλεία του με τα οποία προσπαθεί όχι μόνο να αναλύσει τη δικαιολογητική βάση των επιχειρημάτων του αλλά και να προβλέψει το μέλλον. Στο έργο του αυτό λοιπόν ο Μπρεζίνσκι θεωρεί την Κίνα σημαντικό γεωστρατηγικό παίχτη καθώς συνιστά μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη και από οικονομικής άποψης αναπτύσσεται ραγδαία.
Η Κίνα στις αρχές του 21ου αιώνα είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη, με ισχυρό στρατό και μια οικονομία που αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς. Μέσα στα εβδομήντα χρόνια που μεσολάβησαν από τον εμφύλιο πόλεμο και την επικράτηση του Μάο η χώρα άλλαξε σε μεγάλο βαθμό, κατάφερε να οργανωθεί σε ισχυρό κράτος, να ξεπεράσει αμέτρητα προβλήματα, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό, και να χειριστεί με ικανό τρόπο τις σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο.
Παρά τις αλλαγές όμως που υπέστη η χώρα, η πολιτική του καθεστώτος παρέμεινε σταθερή, υπηρετώντας πάντοτε τους ίδιους βασικούς στόχους: τη μετατροπή της χώρας σε παγκόσμια υπερδύναμη και την επιβίωση της γραφειοκρατικής ελίτ που κυβερνάει. Για να εκπληρώσει όμως αυτούς τους στόχους της θα πρέπει η Κίνα να ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο τη θέση της στον κόσμο και παράλληλα να προσφέρει ευημερία στο λαό της.
Ένα από τα μέσα για την επίτευξη των παραπάνω στόχων είναι και η άσκηση της κατάλληλης εξωτερικής πολιτικής. Η εξωτερική πολιτική της χώρας δεν είναι σταθερή, αλλά τροποποιήθηκε πολλές φορές με το πέρασμα του χρόνου. Ενώ αρχικά περιορίζονταν μόνο στη διαχείριση των σχέσεων της Κίνας με τις δύο υπερδυνάμεις, στη συνέχεια άρχισε να προσαρμόζεται στις διεθνείς εξελίξεις και στα νέα δεδομένα της κάθε περιόδου. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εξωτερική πολιτική επηρεάστηκε και συνεχίζει να επηρεάζεται από ποικίλους παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: ιστορικοί, οικονομικοί και ιδεολογικοί. Οι παράγοντες αυτοί δεν δρουν μεμονωμένα ούτε στον ίδιο βαθμό, αλλά αλληλοεπηρεάζονται, καθιστώντας τις εξωτερικές σχέσεις αρκετά περίπλοκες.
Όλα αυτά τα παραπάνω στοιχεία διαμορφώνουν την πολιτική που ακολουθεί η Κίνα έναντι των άλλων κρατών. Πιο αναλυτικά, όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική της Κίνας έναντι των ΗΠΑ, ο βασικός στόχος της είναι ο περιορισμός της κυριαρχίας της Αμερικής στην περιοχή του Ειρηνικού, η μείωση της επιρροής της στις ασιατικές χώρες, η αποτροπή της από τη δημιουργία της «αντιπυραυλικής ασπίδας» και ο περιορισμός της πώλησης όπλων στην Ταϊβάν. Από την άλλη, όσον αφορά στην Ταϊβάν, η κινεζική πολιτική βασίζεται σε μία αδιαπραγμάτευτη αρχή, αυτή της ύπαρξης της «μίας και μοναδικής» Κίνας και στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην επανένωση της χώρας με το νησί.
Παράλληλα, οι σχέσεις της με την ΕΕ και τη Ρωσία έχουν ως βασικό άξονα τους τη δημιουργία ενός αντίβαρου στην παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ και τη δημιουργία ενός πολύ-πολικού κόσμου, ενώ τέλος, η εξωτερική πολιτική της Κίνας έναντι των χωρών της ΝΑ Ασίας έχει ως μοναδικό στόχο τη δημιουργία και διατήρηση ενός κλίματος ηρεμίας και σταθερότητας στην περιοχή του Ειρηνικού, που θα της επιτρέψει να συνεχίσει απερίσπαστη την οικονομική της μεταρρύθμιση.
Η Κίνα είναι η δύναμη που σίγουρα θα βαδίσει μόνη της το δρόμο του μέλλοντος, μόνο που θα χρειαστεί ακόμα λίγο χρόνο για να σταθεί οικονομικά σε πλανητικό επίπεδο. Η αγγλοσαξωνική Δύση, για να τις κόψει τη φόρα, θα συνεχίσει να εισβάλει στον ισλαμικό κόσμο και δημιουργεί γέφυρες με την Ινδία και το Πακιστάν ώστε να την αποκλείσει από τυχόν επεκτατικές σκέψεις.
Στην κινέζικη ιστορία δεν υπάρχει κεφάλαιο που να αφορά σε κάποια εδαφική επεκτατική διάθεση, πέραν των τάσεων για οικονομική ενδυνάμωση και επέκταση. Κανείς δεν θα έβαζε το χέρι στη φωτιά όμως ισχυριζόμενος ότι η Κίνα θα φανεί συνεπής με τις πολιτικές ιστορικές παραδόσεις της. Εξάλλου, όπως είχε πει και ο Ναπολέων Βοναπάρτης προφητικά το 1816 «Αφήστε την Κίνα να κοιμάται. Γιατί όταν ξυπνήσει, θα σειστεί ο κόσμος».